Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

δωσι-

См. также в других словарях:

  • δῶσι — δίδωμι Aër. aor subj act 3rd pl (epic) δίδωμι Aër. aor subj act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δῷσι — δίδωμι Aër. aor subj act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δῶσ' — δῶσι , δίδωμι Aër. aor subj act 3rd pl (epic) δῶσι , δίδωμι Aër. aor subj act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… …   Dictionary of Greek

  • δωσίδικος — και δοσίδικος, η, ο (Α δωσίδικος) νεοελλ. αυτός που υπάγεται στη δικαιοσύνη, ο υπόλογος αρχ. αυτός που καταφεύγει στη δικαιοσύνη και αποφεύγει την αυτοδικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δωσι < μελλ. δώσω τού δίδωμι + δικος < δίκη] …   Dictionary of Greek

  • δωσίλογος — και δοσίλογος, ο, η 1. αυτός που από τον νόμο υποχρεώνεται να λογοδοτήσει μετά το τέλος τής θητείας του 2. εκείνος που διαχειρίζεται εν όλω ή εν μέρει ξένη περιουσία και υποχρεώνεται να δώσει απολογισμό 3. ένοχος συνεργασίας με τα στρατεύματα… …   Dictionary of Greek

  • μισόδικος — μισόδικος, ον (Α) αυτός που αποστρέφεται και αποφεύγει τις δίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + δικος (< δίκη), πρβλ. δωσί δικος, φυγό δικος] …   Dictionary of Greek

  • πόθι — Α επίρρ. 1. πού, σε ποιο μέρος; («πόθι τοι πόλις ἠδὲ τοκῆες»; Ομ. Οδ.) 2. προς τα πού, προς ποιο μέρος; («μὴ νοέων πόθι νίσσομαι», Ανθολ. Παλ.) 3. (ως εγκλιτ. αοριστολ.) που, ίσως («τὸν ὠμόθυμον εἴ ποθι πλαζόμενον λεύσσων», Σοφ.) 4. (ως εγκλιτ.… …   Dictionary of Greek

  • dō- : dǝ-, also dō-u- : dǝu- : du- —     dō : dǝ , also dō u : dǝu : du     English meaning: to give     Deutsche Übersetzung: “geben”     Grammatical information: (perfective) Aoristwurzel with secondary present di dō mi.     Material: O.Ind. dá dü ti (Aor. á dü m, Opt. dēyüm,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»