-
1 κίναιδος
Grammatical information: m.Meaning: `lewd man, catamite' (Pl., Herod.),Compounds: In compp., e. g. κιναιδο-λογέω (Str.); name of a sea-fish (Plin.), a bird (= κιναίδιον, Gal.).Derivatives: κιναίδιον (- ιος) name of the ἴυγξ (H., Phot.), the wagtail (sch.) etc., κιναιδίας m. `stone, found in the fish κίναιδος' (Plin.), - ία `lewdness' (Aeschin.), - ώδης `like a κ.' (sch.); κιναιδίζω `be a κ.' (Antioch. Astr.) with κιναίδισμα (Eust.), also - δεύομαι (sch.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Unexplained. Acc. to Archigenes (ap. Gal. 12, 800) Syrian. Prob. Pre-Greek.Page in Frisk: 1,854Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κίναιδος
-
2 κίναιδος
κίναιδοςcatamite: masc nom sg -
3 κίναιδος
A catamite, Pl.Grg. 494e, etc.: generally, lewd fellow, Herod.2.74, PSI5.483.1 (iii B.C.), Arcesil. ap. Plu.2.126a.3 pl., obscene poems, D.L.9.110.II a sea-fish, Plin.HN32.146.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κίναιδος
-
4 κιναίδοις
κίναιδοςcatamite: masc dat pl -
5 κιναίδου
κίναιδοςcatamite: masc gen sg -
6 κιναίδους
κίναιδοςcatamite: masc acc pl -
7 κιναίδων
κίναιδοςcatamite: masc gen pl -
8 κίναιδε
κίναιδοςcatamite: masc voc sg -
9 κίναιδοι
κίναιδοςcatamite: masc nom /voc pl -
10 κίναιδον
κίναιδοςcatamite: masc acc sg -
11 βάταλος
Grammatical information: m.Derivatives: βαταλίζομαι `live like a β.' (Theano), - ίζω ( τὰ ὀπίσθια, of a horse) `turn to and fro' ( Hippiatr.). Shortened (cf. Chantr. Form. 31f.) βατᾶς ὁ καταφερής. Ταραντῖνοι H.; βαδᾶς κίναιδος ὡς Άμερίας H. - Demosthenes was called Βάτ(τ)αλος in his youth (D. 18, 180; Aeschin. 1, 126; 2,99). Perhaps it referred to a speech-defect, saying λ for ρ and so for βατταρίζειν `stammer' say βατταλίζειν; s. Holst Symb. Oslo. 4, 11ff.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: One suggested connection with βατέω `mount'; but that βαδᾶς would be after βάδην, βαδίζω is quite improbable. Fur. 154 etc. connects convincingly σπάταλος, which shows Pre-Gr. origin (as does τ\/δ).Page in Frisk: 1,225-226Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βάταλος
-
12 λάσται
Grammatical information: f.Other forms: Shortened form λάστρις (EM 159,30).Derivatives: Besides λάσταυρος ' κίναιδος' (Theopomp., AP), ἡμι-λάσταυρος (Men.), hardly after κένταυ-ρος, cf. H.: κένταυροι... καὶ οἱ παιδερασται(?).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Fur. 383 connects λασιτός κίναιδος and λεσιτὸς πόρνη. The root λασ- is clearly Pre-Greek. (Therefor not to λιλαίομαι.)Page in Frisk: 2,89Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λάσται
-
13 κιναίδω
-
14 κιναίδῳ
-
15 βαδάς
βαδάς· κίναιδος, Amerias ap.Hsch. [full] βαδελεγεῖ· ἀμέλγει, Id. (Aβαδέλγει Cyr.
, alii alia). -
16 δωσίπυγος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωσίπυγος
-
17 κιναιδεύομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιναιδεύομαι
-
18 κιναιδίας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιναιδίας
-
19 κλύσμα
II place washed by the waves, sea-beach, Plu. Caes.52, Luc.DMar.6.3, etc. -
20 λαίσιτος
λαίσιτος· κίναιδος, πόρνη, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαίσιτος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κίναιδος — catamite masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίναιδος — ο (ΑΜ κίναιδος) ο άντρας που συνουσιάζεται με άντρα, ο παθητικός ομοφυλόφιλος, πούστης || (μσν. αρχ.) αισχρός και ανήθικος άνθρωπος («κίναιδος, ασελγής, μαλακός», Φώτ.) αρχ. 1. είδος θαλάσσιου ψαριού 2. κιναίδιον* 3. είδος πολύτιμου λίθου 4. στον … Dictionary of Greek
κίναιδος — ο αρσενικός παθητικός ομοφυλόφιλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κιναίδοις — κίναιδος catamite masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιναίδου — κίναιδος catamite masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιναίδους — κίναιδος catamite masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιναίδων — κίναιδος catamite masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιναίδῳ — κίναιδος catamite masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίναιδε — κίναιδος catamite masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίναιδοι — κίναιδος catamite masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίναιδον — κίναιδος catamite masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)