Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

διϑύραμβον

См. также в других словарях:

  • διθύραμβον — δῑθύραμβον , διθύραμβος dithyramb masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διθύραμβος — Αρχαίο ελληνικό χορικό άσμα με αφηγηματικό περιεχόμενο, αφιερωμένο κατά κανόνα στον Διόνυσο. Δυστυχώς, o ορισμός για τον δ. είναι γενικός, επειδή το υλικό που προσφέρεται σε κείμενα και πληροφορίες είναι πολύ αποσπασματικό. Σε κάθε περίπτωση,… …   Dictionary of Greek

  • Tragedia griega — Máscara de Dioniso conservada en el Louvre La tragedia griega es un género teatral originario de la …   Wikipedia Español

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»