-
1 κάτ
-
2 κατʼ
κατʼ ἰδίαν s. ἴδιος 5. -
3 κατ'
κατά, κατάdownwards.indeclform (prep)——————ἄ̱τᾱͅ, ἄτηbewilderment: fem dat sg (doric aeolic)ἄτα, ἆτοςinsatiate: neut nom /voc /acc plἄτε, ἆτοςinsatiate: masc /fem voc sgἔται, ἔταιclansmen: masc nom /voc plἔτα, ἔτηςclansmen: masc voc sgἔτα, ἔτηςclansmen: masc nom sg (epic)ἔται, ἔτηςclansmen: masc nom /voc plἔτᾱͅ, ἔτηςclansmen: masc dat sg (doric aeolic)ἔτι, ἔτιyet: indeclform (adverb)——————ἆ̱τα, ἄατοςinsatiate: neut nom /voc /acc plἆ̱τε, ἄατοςinsatiate: masc /fem voc sgἄ̱τᾱͅ, ἄτηbewilderment: fem dat sg (doric aeolic)ἆ̱ται, ἄτηbewilderment: fem nom /voc plἄτα, ἆτοςinsatiate: neut nom /voc /acc plἄτε, ἆτοςinsatiate: masc /fem voc sg——————εἶτι, εἶμιibo: pres ind act 3rd sg (doric)εἶτα, εἶταthen: indeclform (adverb)εἶτε, εἰμίsum: pres opt act 2nd pl -
4 κἄτ'
Βλ. λ. κατ' -
5 κἆτ'
Βλ. λ. κατ' -
6 κᾆτ'
Βλ. λ. κατ' -
7 κάτ
κατάdownwards.poetic indeclform (prep) -
8 κάτ'
κάτα, κάτοςfollowing: neut nom /voc /acc plκάτε, κάτοςfollowing: masc /fem voc sgκάτα, κατάdownwards.indeclform (prep) -
9 κατ' ἄκρας
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κατ' ἄκρας
-
10 κατ' ἄκρης
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κατ' ἄκρης
-
11 ἄγνυμι
(→κατ-,,) -
12 ἀράσσω
(→κατ-,,) -
13 οἰνόω
(→κατ-,,) -
14 ὀχεύω
(→κατ-,,) -
15 κατάγνυμι
κατ-άγνῡμι, inf. - ύναι [pron. full] [ῠ] Th.4.11, Pl.Phdr. 265e; [full] καταγνύω Eub. 107.14, X.Oec.6.5; late [tense] pres. [full] κατάσσω, [full] κατεάσσω (qq. v.): [tense] fut.Aκατάξω Eup.323
: [tense] aor.κατέαξα Hom.
, etc. (v. infr.); [dialect] Ion.κατῆξα Hp.Epid.5.26
; [ per.] 3sg. subj. (Teos, v B.C.); part. κατάξας (Dobree for κατεάξας) Lys.3.42, Plu.2.526b (v.l. κατεάξας, κατάγξας); [dialect] Ep. opt. καυάξαις = καϝϝάξαις for κατ-ϝάξαις, Hes.Op. 666, 693:—[voice] Pass.,κατάγνῠμαι Hp.Fract.45
, Art.67, Ar. Pax 703: [tense] impf.κατεάγνυτο Epicur.Nat.113G.
: [tense] aor. 2 κατεάγην [prob. [pron. full] ᾰ] Ar. V. 1428, subj. κατ-ᾱγῶ ([var] contr. fr. κατᾰ-ϝᾰγ-) Id.Fr. 604, prob. in Id.Ach. 928, opt. κατᾱγείην ib. 944; part. καταγείς [prob. [pron. full] ᾱ] IG2.1673.33, 39, al., laterκατᾰγέντος APl.4.187
: [tense] fut. Cat.Cod. Astr.8(4).129
: [tense] pf. κατέᾱγα, [dialect] Ion.κατέηγα Hp.Art.67
(in pass. sense); part. κατεαγώς, writtenκατειαγώς IG22.1673.55
, [var] contr. κατηγώς Phoenix5.1: [tense] pf. [voice] Pass.κατέαγμαι Luc.Tim.10
, Paus.8.46.5, Artem. 5.32: [tense] aor. 1 ; inf.καταχθῆναι Arist.PA 640a22
; part.καταχθείς Anon.Lond.26.52
, D.Chr.11.82.--The forms κατέαξα, κατεάγην led the copyists to insert the ε in unaugmented forms, asκατεάξας Lys.
l.c.,κατεαγῇ Hp.Art.50
,κατεαγῆναι Pl.Grg. 469d
, and such forms were in use in later Gr., asκατεάξει Ev.Matt.12.20
,κατεαγῶσιν Ev.Jo.19.31
, (ii A.D.):— break in pieces, shatter,κατά θ' ἅρματα ἄξω Il.8.403
; ; τὸ (sc. ἔγχος)γὰρ κατεάξαμεν Il.13.257
;νέα μέν μοι κατέαξε Ποσειδάων Od.9.283
, cf. Hes.Op. 666;εἴ τινες μαχεσάμενοι ἔτυχον ἀλλήλων κατάξαντες τὰς κεφαλάς Lys.3.42
; cod. R (v.l. τῆς κεφαλῆς, cf. ,κατῆξε τῶν πλευρέων Hp.Epid. 5.26
, v. sub fin.);κατάξω τὴν κεφαλήν, ἄνθρωπέ, σου Men.Sam. 173
;γυνὴ κατέαξ' ἐχῖνον Ar.V. 1436
;Ναξίαν ἀμυγδάλην κατᾶξαι Phryn.
Com.68;τὰς ἀμυγδαλᾶς.. κάταξον τῇ κεφαλῇ σαυτοῦ λίθῳ Ar.Fr. 590
: metaph., break up into species,μὴ κ. μηδὲ κερματίζειν τὴν ἀρετήν Pl.Men. 79a
.2 weaken, enervate,πατρίδα θ', ἢν αὔξειν Χρεὼν καὶ μὴ κατᾶξαι E.Supp. 508
;τὰς ψυχὰς καταγνύουσι X.Oec.6.5
: abs. in [tense] pf. part. κατεαγώς effeminate, D.H.Comp.18, Ath.12.524f; αὐλητὴς τῶν κ. Plu.Dem.4;κ. μουσική S.E.M.6.14
.II [voice] Pass. with [tense] pf. [voice] Act., to be broken,δόρατα κατεηγότα Hdt.7.224
;ὀστέα Hp. Fract.8
;κληΐς Id.Art.14
;περὶ δ' ἐμῷ κάρᾳ κατάγνυται τὸ τεῦχος S. Fr.565.3
;κατέαγεν ἡ Χύτρα Ar.Th. 403
; esp. καταγῆναι τὴν κεφαλήν have one's head broken, And.1.61, Lys.3.14;τὴν κεφαλὴν κατεαγέναι D.54.35
: Com.,στάμνου κεφαλὴν κατεαγότος Ar.Pl. 545
;τὸ κρανίον E.Cyc. 684
;τὸ σκάφιον Ar.Fr. 604
; κατεαγέναι or κατάγνυσθαι τὰ ὦτα, of pugilists, Pl.Grg. 515e, Prt. 342b;τὴν κλεῖν κατεαγώς D.18.67
: also c. gen. partit. (οὐ πᾶσαν τὴν κεφαλὴν ἀλλὰ μέρος τι αὐτῆς Hdn.Philet. p.448
P.), ; κατεάγη τῆς κ. Id.V. 1428; τῆς κ. καταγῆναι (-εαγῆναι, -εαγέναι codd.) ;κατέαγα τοῦ κρανίου Luc.Tim.48
: metaph., to be shattered, of an argument, Epicur. l. c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάγνυμι
-
16 καταντιπέρας
A = καταντικρύ 11, c. gen., X.An.1.1.9; [full] κατ' ἀντιπέραν is found ib.4.8.3, Luc.JTr.42; [full] καταντίπερα Man.4.188:— also [suff] κατ-πέρην Id.2.22, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταντιπέρας
-
17 καταλέω
A grind,κατὰ πυρὸν ἄλεσσαν Od.20.109
;κριθὰς ἐς τὸ πῶμα Hecat.323
J., cf. Hdt.4.172, Hp.VM3, Ph.Bel.88.46, Str.6.1.8; κ. [ μόσχον] :—[voice] Pass.,καταλεσθείς Ph.1.257
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλέω
-
18 καταλσής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλσής
-
19 καταλῖναι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλῖναι
-
20 καταμάω
A scrape up, heap up, τήν ῥα (sc. τὴν κόπρον)κυλινδόμενος καταμήσατο Χερσὶν ἑῇσι Il.24.165
; τὸν Χοῦν καταμήσονται (Mein. for κατακοιμήσονται) Pherecr.121: c. gen., heap upon,καταμώμενοι τῆς κεφαλῆς κόνιν J.BJ2.15.4
, v.l. ib.2.21.3.II κατ' αὖ νιν.. νερτέρων ἀμᾷ κοπίς (Jortin for κόνις) cuts it down, reaps it like corn, S.Ant. 601 (lyr.); if κόνις is retained, καταμᾷ must be rendered covers over.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταμάω
См. также в других словарях:
κατ — κάτ (Α) συγκεκ. τ. τής πρόθ. κατά, που χρησιμοποιείται μερικές φορές πριν από λέξεις που αρχίζουν από τ … Dictionary of Greek
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek
Κατ' εξοχήν — (kat exochen) (греч.) по преимуществу; прежде всего. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
κατ' — κατά , κατά downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἄτ' — ἄ̱τᾱͅ , ἄτη bewilderment fem dat sg (doric aeolic) ἄτα , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl ἄτε , ἆτος insatiate masc/fem voc sg ἔται , ἔται clansmen masc nom/voc pl ἔτα , ἔτης clansmen masc voc sg ἔτα , ἔτης clansmen masc nom sg (epic) ἔται ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἆτ' — ἆ̱τα , ἄατος insatiate neut nom/voc/acc pl ἆ̱τε , ἄατος insatiate masc/fem voc sg ἄ̱τᾱͅ , ἄτη bewilderment fem dat sg (doric aeolic) ἆ̱ται , ἄτη bewilderment fem nom/voc pl ἄτα , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl ἄτε , ἆτος insatiate masc/fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κᾆτ' — εἶτι , εἶμι ibo pres ind act 3rd sg (doric) εἶτα , εἶτα then indeclform (adverb) εἶτε , εἰμί sum pres opt act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτ — κατά downwards. poetic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτ' — κάτα , κάτος following neut nom/voc/acc pl κάτε , κάτος following masc/fem voc sg κάτα , κατά downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Άγιος Γεώργιος — I Ονομασία 49 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 152 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φραγκίστας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 609 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μητρόπολης … Dictionary of Greek