-
1 δάμναμι
δάμναμι v. δαμάζω. [κεῖνον οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει. (v. l. δάμναται unde δάπτει δάμναται δὲ coni. Valkenaer.) fr. 222. 2.] -
2 δαμάζω
δᾰμάζω (act. ἐδάμᾰσας, δάμασσας, δάμᾰσε(ν), ἐδάμασσε; δαμάσσαις: med. aor. ἐδαμάσσατο: pass. δαμαζομέναν: aor. δαμασθέντες, δαμασθέν; (from δάμναμι) δμᾶθεν; δᾰμείς, -έντα, -έντες, δᾰμεῖσα)1 conquer, master, overcomeaφῶτας δ' ὀξυρεπεῖ δόλῳ ἀπτωτὶ δαμάσσαις διήρχετο κύκλον O. 9.92
δάμασε καὶ κείνους Ἡρακλέης ἐφ' ὁδῷ O. 10.30
οἷα Συρακοσίων ἀρχῷ δαμασθέντες πάθον P. 1.73
δαμεῖσα χρυσέοις τόξοισιν ὕπ' Ἀρτέμιδος εἰς Ἀίδα δόμον ἐν θαλάμῳ κατέβα (sc. Κορωνίς) P. 3.9δμᾶθεν δὲ κεραυνῷ τόξοισί τ' Ἀπόλλωνος P. 8.17
δάμασε δὲ θῆρας ἐν πελάγει ὑπερόχους N. 3.23
Γίγαντας ὃς ἐδάμασας sc. Herakles N. 7.90 met.,Ἀγλαοτρίαιναν δαμέντα φρένας ἱμέρῳ O. 1.41
πῆμα θνᾴσκει παλίγκοτον δαμασθέν O. 2.20
ἀλλ' ᾧτινι μὴ λιπότεκνος σφάλῃ πάμπαν οἷκος βιαίᾳ δαμεὶς ἀνάγκᾳ Παρθ. 1. 1. ἀέξονται φρένας ἀμπελίνοις τόξοις δαμέντες i. e. overcome by the effects of wine fr. 124. 11. med.,δαίμων δ' ἕτερος ἐς κακὸν τρέψαις ἐδαμάσσατό νιν P. 3.35
b in special usages.I master (horses)ἀγαναῖσιν ἐν χερσὶ ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους P. 2.8
II seduce ἢ ἑτέρῳ λέχει δαμαζομέναν (sc. Κλυταιμήστραν) ἔννυχοι πάραγον κοῖται; P. 11.24III establish one's mastery in c. acc.Ἥρας τ' ἀγῶν ἐπιχώριον νίκαις τρισσαῖς, ὦ Ἀριστόμενες, δάμασσας ἔργῳ P. 8.80
-
3 δαμνάω
A = δαμάζω, Hom. only in [ per.] 3sg. [tense] pres.δαμνᾷ Od.11.221
: [tense] impf.ἐδάμνα Il.21.52
, Sapph.Supp.1.12;δάμνα Il.16.103
, al.; [dialect] Ion. : [ per.] 2sg. [tense] pres.δαμνᾷς Thgn.1388
(s.v.l.); imper.δάμνα Sapph.1.3
. (These forms may belong orig.to δάμνᾱμι, [dialect] Aeol. for sq.; Hsch. also gives [tense] pres. δάμνει and [tense] fut. δαμνήσει.)
См. также в других словарях:
δάμνημι — (Α) 1. δαμάζω, καταβάλλω (α. «δάμνησι στίχας ἀνδρῶν» κατανικά τις σειρές των πολεμιστών β. «αλλά με χεῑμα δάμναται» αλλά μέ καταβάλλει η κακοκαιρία) 2. (μτχ. θηλ. ενεστ. ως ουσ.) δαμναμένη, η α) το φυτό κατανάγκη, ορνιθόπους β) το φυτό κήμος,… … Dictionary of Greek