-
1 γλῶσσα
Grammatical information: f.Meaning: `tongue, language' (Il.), `rare, dialectal word' (Arist.).Compounds: γλώσσ-αργος `garrulous' (Pi.), from γλώσσ-αλγος `id.'; from here στόμαργος, s. Strömberg Wortstudien 31; diff. (to ἀργός `quick') Willis AmJPh 63, 87ff.Derivatives: γλωσσάριον (Dsc., pap.), γλωσσίδιον (Zen.); γλώσσημα `point of an arrow' (A.) retains the original meaning; s. Chantr. Form. 186), also `rare word' (Quint.), γλωσσηματικός (D. H.); γλωσσώδης `talkative' (LXX), γλωσσός `id.' (Hdn.); γλωσσίς `inflammation of the tongue' (Hippiatr.). - γλωττίς `end of a pipe, glottis' (Hero), also a bird (Arist., s. Thompson Birds s. v.); γλωττικός (Arist.); denom. γλωττίζω `kiss with the tongue', γλωττισμός (AP).Origin: see γλῶχ-εςEtymology: Prop. "with point", ια-derivation from γλῶχ-ες, q.v. Ion. γλάσσα prob. from a paradigm *γλωχ-, *γλαχ- which is explained as nom. *glōgʰ-s, gen. *gl̥gʰ-ós. (Beekes, Devel. 246. - The old word for `tongue' was *dn̥ǵʰuH- (Lat. lingua), Pok. 223).Page in Frisk: 1,315-316Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γλῶσσα
-
2 γλῶσσα
γλῶσσα, [dialect] Ion. [full] γλάσσα, Herod.3.84, al., SIG1002.7 (Milet.), Schwyzer 692 ([place name] Chios), [dialect] Att. [full] γλῶττα, ης, ἡ,2 tongue, as the organ of speech, γλώσσης χάριν through love of talking, Hes.Op. 709, A.Ch. 266;γλώσσῃ ματαίᾳ Id.Pr. 331
, cf.Eu. 830;γλώσσης ἀκρατής Id.Pr. 884
(lyr.);μεγάλης γ. κόμποι S.Ant. 128
; γλώσσῃ δεινός, θρασύς, Id.OC 806, Aj. 1142;ἡ γ. ὀμώμοχ' ἡ δὲ φρὴν ἀνώμοτος E.Hipp. 612
: with Preps., ἀπὸ γλώσσης by frankness of speech, Thgn.63;φθέγγεσθαι Pi.O.6.13
(but ἀπὸ γ. ληίσσεται, opp. χερσὶ βίῃ, of fraud opp. violence, Hes. Op. 322); also, by word of mouth, Hdt.1.123, Th.7.10, Arr.An.2.14.1;τῷ νῷ θ' ὁμοίως κἀπὸ τῆς γ. λέγω S.OC 936
; τὰ γλώσσης ἄπο, i.e. our words, E.Ba. 1049; ἀπὸ γ. φράσω by heart, opp. γράμμασιν, Cratin.122; οὐκ ἀπὸ γλώσσης not from mere word of mouth, but after full argument, A.Ag. 813; μὴ διὰ γλώσσης without using the tongue, E.Supp. 112;ἐν ὄμμασιν.. δεδορκὼς κοὐ κατὰ γλῶσσαν κλύων S.Tr. 747
:—phrases: πᾶσαν γλῶτταν βασάνιζε try every art of tongue, Ar. V. 547; πᾶσαν ἱέναι γλῶσσαν let loose one's whole tongue, speak withoutrestraint, S.El. 596;πολλὴν γ. ἐγχέας μάτην Id.Fr. 929
; κακὰ γ. slander, Pi.P.4.283: pl., ἐν κερτομίοις γλώσσαις, i.e. with blasphemies, S.Ant. 962 (lyr.), cf.Aj. 199 (lyr.): βοῦς, κ ῇς ἐπὶ γλώσσῃ, v. βοῦς, κλείς.3 of persons, one who is all tongue, speaker, of Pericles,μεγίστη γ. τῶν Ἑλληνίδων Cratin.293
, cf. Ar.Fr. 629 (s. v. l.).II language,ἄλλη δ' ἄλλων γ. μεμιγμένη Od.19.175
, cf. Il.2.804; γλῶσσαν ἱέναι speak a language or dialect, Hdt.1.57; γ. Ἑλληνίδα, Δωρίδα ἱέναι, Id.9.16, Th.3.112, cf. A.Pers. 406, Ch. 564;γλῶσσαν νομίζειν Hdt.1.142
, 4.183;γλώσσῃ χρῆσθαι Id.4.109
;κατὰ τὴν ἀρχαίαν γ. Arist.Rh. 1357b10
; dialect,ἡ Ἀττικὴ γ. Demetr.Eloc. 177
; but alsoΔωρὶς διάλεκτος μία ὑφ' ἥν εἰσι γ. πολλαί Tryph.
ap. Sch.D.T.p.320 H.2 obsolete or foreign word, which needs explanation, Arist. Rh. 1410b12, Po. 1457b4, Plu.2.406f: hence Γλῶσσαι, title of works by Philemon and others.1 in Music, rced or tongue of a pipe, Aeschin.3.229, Arist.HA 565a24, Thphr.HP4.11.4, etc. -
3 ὄσσα
Grammatical information: f.Meaning: `(prognostic) voice, rumour' (Β 93).Other forms: Att. ὄττα.Derivatives: ὀττεύομαι `to interpret, to wait for omens, to predict' (Ar., Plb., D. H., Plu.) with ὀττεία f. `prediction' (D.H.); prob. after μαντεύομαι.Origin: IE [Indo-European] [1135] *u̯ekʷ- `voice, speak'Etymology: Formation like γλῶσσα (: γλῶχ-ες) a.o., with ια-suffix from ὄπ- `voice' in ὄπ-α etc. (s. 1. *ὄψ), personified as superhuman (godlike) being; s. Schwyzer 474, Schulze Kl. Schr. 210, Specht Ursprung 329, Porzig Satzinhalte 349, Chantraine Fondation Hardt. Entretiens I (1952) p. 59.Page in Frisk: 2,435-436Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὄσσα
См. также в других словарях:
Τελχίς — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν ένας από τους ηνίοχους των Διοσκούρων (ο άλλος ήταν ο Άμφιτος) κατά την Αργοναυτική εκστρατεία. Και οι δυο παρέμειναν στον Πόντο, ίδρυσαν τη Διοσκουριάδα και έγιναν γενάρχες του λαού των Ηνιόχων… … Dictionary of Greek
Χ, χ — Το εικοστό δεύτερο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Όπως και τα φ, ψ, ω, δεν προέρχεται από τροποποίηση σημιτικού γράμματος, αλλά επινοήθηκε από τους Έλληνες για την παράσταση των ουρανικών και υπερωικών δασέων φθόγγων της ινδοευρωπαϊκής μητέρας… … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
λύσσα — Θανατηφόρα νόσος, η οποία προκαλείται από έναν νευροτρόπο διηθητό ιό, που μεταδίδεται στον άνθρωπο συνήθως από δάγκωμα ή από αμυχές που προξενούν μολυσμένοι σκύλοι ή και άλλα μολυσμένα ζώα, όπως οι γάτες. Πριν από την πλήρη εκδήλωση της νόσου,… … Dictionary of Greek
πηρίν — και πηρίς, ῑνος, ἡ, Α ο σάκος τών όρχεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πήρα «δερμάτινος σάκος» + επίθημα ίν/ ίς (πρβλ. γλωχ ίν/ ίς: γλώξ, γλῶχες, ῥηγμ ίν/ ίς: ῥήγνυμι, σταμ ῖνες: ἵστημι, στάμ νος)] … Dictionary of Greek
τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… … Dictionary of Greek