Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

γλῶχ-ες

См. также в других словарях:

  • Τελχίς — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν ένας από τους ηνίοχους των Διοσκούρων (ο άλλος ήταν ο Άμφιτος) κατά την Αργοναυτική εκστρατεία. Και οι δυο παρέμειναν στον Πόντο, ίδρυσαν τη Διοσκουριάδα και έγιναν γενάρχες του λαού των Ηνιόχων… …   Dictionary of Greek

  • Χ, χ — Το εικοστό δεύτερο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Όπως και τα φ, ψ, ω, δεν προέρχεται από τροποποίηση σημιτικού γράμματος, αλλά επινοήθηκε από τους Έλληνες για την παράσταση των ουρανικών και υπερωικών δασέων φθόγγων της ινδοευρωπαϊκής μητέρας… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • λύσσα — Θανατηφόρα νόσος, η οποία προκαλείται από έναν νευροτρόπο διηθητό ιό, που μεταδίδεται στον άνθρωπο συνήθως από δάγκωμα ή από αμυχές που προξενούν μολυσμένοι σκύλοι ή και άλλα μολυσμένα ζώα, όπως οι γάτες. Πριν από την πλήρη εκδήλωση της νόσου,… …   Dictionary of Greek

  • πηρίν — και πηρίς, ῑνος, ἡ, Α ο σάκος τών όρχεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πήρα «δερμάτινος σάκος» + επίθημα ίν/ ίς (πρβλ. γλωχ ίν/ ίς: γλώξ, γλῶχες, ῥηγμ ίν/ ίς: ῥήγνυμι, σταμ ῖνες: ἵστημι, στάμ νος)] …   Dictionary of Greek

  • τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»