Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γέρη

См. также в других словарях:

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • -ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο …   Dictionary of Greek

  • άποικος — Μυθολογικό πρόσωπο, απόγονος του Μελάνθου. Επικεφαλής Ιώνων αποίκων εγκαταστάθηκε στην παραλιακή πόλη της Λυδίας Τέω, μέχρι τότε αποικία των Ορχομενίων Μινύων. Το παράδειγμά του ακολούθησαν και άλλοι Ίωνες και Βοιωτοί, οι πρώτοι με αρχηγούς τους… …   Dictionary of Greek

  • γερός — ή, ό (AM γερός, ά, όν) (για κτήρια) στερεός μσν. νεοελλ. ακέραιος, ολάκαιρος νεοελλ. (για ανθρώπους) 1. υγιής 2. εύρωστος, ρωμαλέος, δυνατός 3. ικανός, έμπειρος σε κάτι («γερός μάστορας») 4. (για πράγματα) στερεός, ασφαλής, ανθεκτικός 5. (για… …   Dictionary of Greek

  • γροθιά — η (Μ γροθέα και γρονθέα) [γρόθος] 1. κλειστό χέρι με σφιγμένα τα δάχτυλα 2. χτύπημα που καταφέρεται με αυτόν τον τρόπο νεοελλ. 1. σιδερένιο όπλο το οποίο έχει τρύπες όσες και τα δάχτυλα τού χεριού και προσαρμόζεται σε αυτό ώστε να καταφέρονται… …   Dictionary of Greek

  • καλοκόκ(κ)αλος — η, ο αυτός που έχει γερά κόκαλα, δηλ. γερή κράση («ήτον εφτάψυχος αυτός ο καλοκόκκαλος», Παπαδ.) …   Dictionary of Greek

  • καταπάγιος — καταπάγιος, ον (Α) 1. αυτός που έχει γερή σωματική διάπλαση, ισχυρός, εύρωστος 2. το ουδ. ως ουσ. τό καταπάγιον ορισμένη δόση, πάγια καταβολή. επίρρ... καταπαγίως (Α) μόνιμα, σταθερά, συνεχώς («πόλιν καταπαγίως οἰκεῑν», Iσοκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλοδύναμος — η, ο 1. αυτός που έχει γερό κεφάλι, κυρίως ισχυρό τράχηλο, σιδεροκέφαλος 2. αυτός που έχει γερή κράση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + δύναμος (< δύναμη), πρβλ. θεο δυναμος, χειρο δύναμος] …   Dictionary of Greek

  • κλυδώνιο(ν) — το (AM κλυδώνιον) νεοελλ. ναυτ. κυματώδης κατάσταση τής θάλασσας ενδιάμεση μεταξύ τού επισάλου και τού κλύδωνα, κν. γερή φουρτούνα (μσν. αρχ.) συμφορά, ταραχή αρχ. 1. μικρός κλύδωνας 2. ανακίνηση, κύμανση 3. ελαφρά θραύση τών κυμάτων στην ακτή.… …   Dictionary of Greek

  • κοντοδέματος — η, ο κοντός με γερή σωματική διάπλαση, εύρωστος και με χαμηλό ανάστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + δέματος (< δέμας, τος «σώμα»), πρβλ. γερο δεμένος, καλο δεμένος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»