Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

βροτήσιος

См. также в других словарях:

  • βροτήσιος — α, ον (Α) ο βρότειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός + ήσιος (πρβλ. φιλοτήσιος)] …   Dictionary of Greek

  • βροτήσιος — βρότειος mortal masc nom sg βροτήσιος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροτησίων — βρότειος mortal fem gen pl βρότειος mortal masc/neut gen pl βροτήσιος fem gen pl βροτήσιος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ήσιος — κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… …   Dictionary of Greek

  • διπλάσιος — α, ο (AM διπλάσιος, α, ον Α και διπλήσιος, α, ον) 1. ο δύο φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος 2. το ουδ. ως ουσ. το διπλάσιο ποσό ή αξία δύο φορές μεγαλύτερη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *δίπλατος + ιος (πρβλ. αμβρόσιος < άμβροτος, διφάσιος < δίφατος) …   Dictionary of Greek

  • βροτησίαι — βροτησίᾱͅ , βρότειος mortal fem dat sg (attic doric aeolic) βροτησίᾱͅ , βροτήσιος fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροτησίαις — βρότειος mortal fem dat pl βροτήσιος fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροτησίαν — βροτησίᾱν , βρότειος mortal fem acc sg (attic doric aeolic) βροτησίᾱν , βροτήσιος fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροτησίοις — βρότειος mortal masc/neut dat pl βροτήσιος masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροτησίου — βρότειος mortal masc/neut gen sg βροτήσιος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»