Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἔθανον

См. также в других словарях:

  • ἔθανον — θνήσκω aor ind act 3rd pl θνήσκω aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αειθανής — ἀειθανής, ές (Α) αυτός που κατέχεται διαρκώς από τον φόβο τού θανάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + θανής < θαν , θ. αόρ. β ἔθανον τού θνῂσκω] …   Dictionary of Greek

  • αθανής — ἀθανής, ές (Μ) ο αθάνατος* [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θανής < θ. θαν τού ἔθανον < θνήσκω] …   Dictionary of Greek

  • αρτιθανής — ἀρτιθανής, ές (Α) αυτός που πέθανε πριν λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + θανής < (θ.) θαν , έθανον (αόρ. β του θνήσκω) (πρβλ. αειθανής] …   Dictionary of Greek

  • βιοθανής — βιοθανής, ές (Μ) 1. αυτός που πέθανε από βίαιο θάνατο 2. εκείνος που αυτοκτόνησε. [ΕΤΥΜΟΛ. < βία + θανής < (θ) θαν έθανον, αόρ. β του θνήσκω (πρβλ. αειθανής, αρτιθανής κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • δισθανής — δισθανής, ές (Α) αυτός που πήγε δύο φορές στον κάτω κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δισ (βλ. δις) + θανής < (θ.) θαν (έθανον)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»