-
1 έθανον
-
2 ἔθανον
-
3 θνῄσκω
Aθνείσκ- IG 2.4040b
; [ἀποθν]ήισκειν Pl.Phdr.
in PPetr.1p.18 (iii B.C.), butθνήσκω Did.
ap. EM452.29, freq. in codd.), [dialect] Aeol. [full] θναίσκω Hdn.Gr.2.79, [dialect] Dor. [full] θνᾴσκω Sammelb.6754.22 (iii B.C.): [tense] fut.θᾰνοῦμαι Simon.85.9
, S.Ant. 462, etc.; [dialect] Ep. inf.- έεσθαι Il.4.12
; laterθνήξομαι AP9.354
(Leon.), Polyaen.5.2.22 codd.: [tense] aor. 2 ἔθᾰνον, [dialect] Ep.θάνον Od.11.412
, al.; inf. [dialect] Ep. and [dialect] Ion. θανέειν, as always in Hom., exc. Il.7.52,θανέμεν Pi.P.4.72
: [tense] pf.τέθνηκα Il.18.12
, etc.; subj.τεθνήκω Th.8.74
: [tense] plpf.ἐτεθνήκειν Antipho 5.70
, Lys.19.48; [ per.] 3pl.- ήκεσαν And.1.52
: short forms of [tense] pf., [ per.] 3 dualτέθνᾰτον X.An.4.1.19
, [ per.] 1pl. , [ per.] 3pl.τεθνᾶσι Il.22.52
, etc.; [ per.] 3pl. [tense] plpf. , And.1.59, X.HG6.4.16; imper.τέθνᾰθι Il.22.365
,τεθνάτω 15.496
, IG12.10, Pl. Lg. 933e, etc.; opt.τεθναίην Il.18.98
, etc.; inf. τεθνάναι [ᾰ] Semon. 3, Hdt.1.31, Ar.Ra. 1012, Pl.Com.68, Th.8.92, etc., τεθνᾶναι dub.l. in Mimn.2.10, A.Ag. 539; [dialect] Ep. τεθνάμεναι, -άμεν, Il.24.225, 15.497, etc.; [dialect] Aeol.τεθνάκην Sapph.2.15
; part.τεθνεώς Hdt.9.120
, Ar.Av. 476, etc., fem.τεθνεῶσα Lys.31.22
, D.40.27 (τεθνηκυῖα Hippon.29
, E. Or. 109), neut.τεθνεός Hdt.1.112
, Hp.Nat.Mul.32 (, pl. ); gen. τεθνεῶτος, etc., Hdt.5.68, etc. (once in Hom., dat.τεθνεῶτι Od.19.331
); poet. τεθνεότος Archel. ap. Antig. Mir.89, Q.S.7.65; [dialect] Dor.τεθνᾰότα Pi.N.10.74
; [dialect] Ep. τεθνηώς (v.l. -ειώς) Il.17.161,- ηυῖα Od.4.734
, ([etym.] κατα-) 11.141; gen.τεθνηῶτος Il.9.633
, etc.; alsoτεθνηότος 17.435
, Od.15.23, al. [ τεθνεῶτι is trisyll. Od.19.331, (hex.): disyll. forms are written in later Gr., nom. ([place name] Argilus); gen. sg. (Cyzicus, i A.D.); dat. sg. Papers of the Amer. School3.334
(Pisid.); fem. τεθνώσῃ (and gen. pl. τεθνήτων) Ath.Mitt. 50.134 ([place name] Macedonia); acc. pl. fem.τεθνώσας Babr.45.9
]: from τέθνηκα arose [tense] fut. , A.Ag. 1279 (censured as archaic by Luc.Sol.7), laterτεθνήξομαι Diogenian.Epicur.1.28
, 3.52, Luc.Pisc. 10, Ael.NA2.46; part.τεθνηξόμενος Lib.Ep.438.7
.—The simple Verb is regularly used in early Prose in [tense] pf. and [tense] plpf.; for [tense] pres., [tense] fut., and [tense] aor. the compd. ἀποθνῄσκω is substituted: θνῄσκει v.l. in Hp. Mul.1.9,σάρκες θνῄσκουσι Art.69
,ἔθνῃσκον Th.2.47
, al., θνῃσκόντων ib.53, ,θνῄσκομεν Epicur.Ep.1p.20U.
: [tense] aor. part. θανών, subj. θάνῃ, IG12(5).593.2,20,23 (Iulis, v B.C.), Berl.Sitzb. 1927.166 ([place name] Cyrene), Phld.Herc.1649.4: [tense] aor. inf. θανεῖν ib.1418.13:—in [tense] pres. and [tense] impf., die, as well of natural as of violent death; in [tense] aor. and [tense] pf., to be dead (cf. τί τοὺς θανὅντας οὐκ ἐᾷς τεθνηκέναι; Eup.12.3 D.; ),θανεῖν καὶ πότμον ἐπισπεῖν Il.7.52
, etc.; ζωὸς ἠὲ θανών alive or dead, Od.4.553, cf. 15.350;ἦ ἤδη τέθνηκε 4.834
; , cf. 7.46;τεθνάναι κρεῖττον ἤ.. D.9.65
, cf. 10.25;ἄξιος τεθνάναι Ar.Ra. 1012
, etc.; τεθνάτω let him be put to death, IG12.10.29; ἄτιμος τεθ. Lex ap.D.9.44: freq. in part.,νέκυος πέρι τεθνηῶτος Il.18.173
; νεκρὸν.. τεθνηῶτα a dead corpse, Od.12.10; οἱ τεθνηκότες, οἱ θανόντες, the dead, E.Hec. 278, Eup. l.c., etc.;οὔτε τεθνεῶτα οὔτε ζῶντα Hdt.4.14
; οἴχεται θανών (v. οἴχομαι) ; θανὼν φροῦδος (v. φροῦδος); θανόντι συνθανεῖν S.Tr. 798
,Fr. 953, cf. E.Supp. 1007(lyr.); ὁ θανών, opp. ὁ κτανών, S. Ph. 336: [tense] pres. with [tense] pf. sense, θνῄσκουσι γάρ, for τεθνήκασι, Id.OT 118, cf. E.Hec. 695 (lyr.),Ba. 1041 (lyr.), etc.2 used like a pass. Verb, χερσὶν ὑπ' Αἴαντος θανέειν to fall by his hand, Il.15.289;θ. ὑπό τινος Pl.Ep. 329c
, Arist.HA 625a16;ἔκ τινος Pi.P.4.72
, S.OT 1454; πρός τινος ib. 292, E.Hec. 773;θεοῖς τέθνηκε S.Aj. 970
: freq. c. dat. instrumenti, θ. χερί, δορί, Id.OC 1388, A.Th. 959(lyr.);φαρμάκοισι E. Fk.464
; also ; τεθνάναι τῷ δέει, τ. τῷ φόβῳ, c. acc., to be in mortal fear of, D.4.45, 19.81, cf. Arr.An.7.9.4;προοίμιον σκοτεινὸν καὶ τεθνηκὸς δειλίᾳ Aeschin.2.34
; θ. ἐπί τινι to die leaving one as heir, Luc.DMort.7.1.II metaph., of things, perish,θνᾴσκει σιγαθὲν καλὸν ἔργον Pi.Fr. 121
;ἐσλῶν ὑπὸ χαρμάτων πῆμα θνᾴσκει.. δαμασθέν Id.O.2.19
;λόγοι θνῄσκοντες μάτην A.Ch. 846
;θ. πίστις S. OC 611
;τὸ τρύβλιον τέθνηκέ μοι Ar.Ra. 986
(lyr.): in Prose,τέθνηκε τὸ τοὺς ἀδικοῦντας μισεῖν D.19.289
;τεθνηκός τι φθέγξασθαι D.C.40.54
;τεθνηκὸς ὁρᾶν Callistr.Stat.14
; τὸ τεθνηκὸς ὁ λίθος ὑπεδύετο ib.2. -
4 ψυχή
ψῡχ-ή, ἡ,A life,λύθη ψ. τε μένος τε Il.5.296
, etc.;ψ. τεκαὶ αἰών 16.453
, cf. Od.9.523;θυμοῦ καὶ ψ. Il.11.334
, Od.21.154;λαυκανίην, ἵνα τε ψυχῆς ὤκιστος ὄλεθρος Il.22.325
; ψυχὰς παρθέμενοι at hazard of their lives, Od.3.74,9.255;αἰεὶ ἐμὴν ψ. παραβαλλόμενος Il.9.322
; λίσσου' ὑπὲρ ψ. καὶ γούνων by your life, 22.338; soἀντὶ ψ. S.OC 1326
: but περὶ ψ. to save their life, Od.9.423;περί τε ψυχέων ἐμάχοντο 22.245
;περὶ ψ. θέον Ἕκτορος Il.22.161
;τρέχων περὶ τῆς ψ. Hdt.9.37
;τῆς ἐμῆς περὶ ψ. A.Eu. 115
, cf. E.Hel. 946, Heracl. 984;περὶ ψ. κινδυνεύων Antipho 2.1.4
, cf. Th. 8.50;ἁγὼν.. σῆς ψ. πέρι S.El. 1492
, cf. E.Ph. 1330, Or. 847, X.Cyr.3.3.44;τὸν περὶ ψ. δρόμον δραμεῖν Ar.V. 375
(lyr.);ἀγωνίζεσθαι περὶ τῆς ψ. X.Eq.Mag.1.19
; ὃ ἂν θέλῃ, ψυχῆς ὠνεῖται [θυμός] in exchange for life, Heraclit.85;τῆς ψ. πρίασθαί τι X.Cyr.3.1.36
;τί γὰρ δοῖ ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψ. αὐτοῦ; Ev.Marc.8.37
. In early poets:ψυχὰν ἀποπνεῖν Simon.52
;ψυχὰς ἔχοντες κυμάτων ἐν ἀγκάλαις Archil.23
;ψυχέων φειδόμενοι Tyrt.10.14
;θειδωλὴν ψ. θέμενος Sol.13.46
;ψυχῆς εἵνεκα καὶ βιότου Thgn.730
;ψυχὰν Ἀΐδᾳ τελέων Pi.I.1.68
;ψυχὰς βαλον Id.O.8.39
;χαλκῷ ἀπὸ ψυχὴν ἀρύσας Emp.138
; ; τῆς ἐμῆς ψ. γεγώς ib. 775;τὴν ψ. ἐκπίνουσιν Ar.Nu. 712
(anap.);ψ. ἀφήσω E.Or. 1171
;ψ. σέθεν ἔκτεινε Id.Tr. 1214
;ψ. παραιτέεσθαι Hdt.1.24
; ποινὴν τῆς Αἰσώπου ψ. satisfaction for the life of A., Id.2.134; , cf. Th.1.136, etc.;τὴν ψ. ἢ τὴν οὐσίαν ἢ τὴν ἐπιτιμίαν τινὸς ἀφελόμενος Aeschin.2.88
;τὸ τῆς ψ. ἀπαιτηθεὶς χρέος LXX Wi.15
. 8, cf. Ev.Luc.12.20;ζητοῦσι τὴν ψ. μου LXX 3 Ki.19.10
, cf. Ev.Matt. 2.20;τὴν ψ. αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων Ev.Jo.10.11
, etc.; δεῖρον ἄχρις ἡ ψ... ἐπὶ χειλέων λειφθῇ within an inch of his life, Herod.3.3:—the phrase ἐν τῇ χειρὶ τὴν ψ. ἔχοντα taking his life in his hands, is prob. f.l. in Xenarch.4.20;ἡ ψ. μου ἐν ταῖς χερσί [σου] διὰ πάντος LXX Ps.118(119).109
, cf. 1 Ki.19.5, 28.21, al.; of life in animals, Od.14.426, Hes.Sc. 173, Pi.N.1.47, etc.;τὰ ἄλλα ζῷα, ὅσα ψ. ἔχει Anaxag.4
, cf. 12;πάντων τῶν ζῴων ἡ ψ. τὸ αὐτό, ἀήρ Diog.
Apoll.5 (cf. infr. IV. 1); ἡ φύσις τοιαύτη πάντων ὅσσα ψ. ἔχει Democrit.278; ἐπῴζει καὶ ποιεῖ ψ. ἔχειν (of incubation) Epich.172; [ἑρπετὸν] ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ ψ. ζωῆς LXX Ge.1.30
; ἡ ψ. πάσης σαρκὸς αἷμα αὐτοῦ ἐστιν ib.Le.17.11, cf. De.12.23.2 metaph. of things dear as life,χρήματα γὰρ ψ... βροτοῖσι Hes.Op. 686
;πᾶσι δ' ἀνθρώποις ἄρ' ἦν ψ. τέκν' E.Andr. 419
;τἀργύριόν ἐστιν αἷμα καὶ ψ. βροτοῖς Timocl.35
; so as an endearing name, Hld.1.8, al.;ζωὴ καὶ ψ. Juv.6.195
;ψ. μου Mart.10.68
.II in Hom., departed spirit, ghost (ὑποτίθεται [Ὅμηρος] τὰς ψ. τοῖς εἰδώλοις τοῖς ἐν τοῖς κατόπτροις φαινομένοις ὁμοίας.. ἃ καθάπαξ ἡμῖν ἐξείκασται καὶ τὰς κινήσεις μιμεῖται, στερεμνιώδη δὲ ὑπόστασιν οὐδεμίαν ἔχει εἰς ἀντίληψιν καὶ ἁφήν Apollod.
Hist.Fr. 102(a)J.);ψ. Πατροκλῆος.. πάντ' αὐτῷ.. ἐϊκυῖα Il.23.65
: freq. in Od.11, ψ. Ἀγαμέμνονος, Ἀχιλῆος, etc., 387, 467, al.;ψ. καὶ εἴδωλον Il.23.104
, cf. 72, Od.24.14;ψ. κατὰ χθονὸς ᾤχετο τετριγυῖα Il.23.100
; ψυχὰς ἡρώων, opp. αὐτούς, 1.3, cf. Hes.Sc. 151;ψυχαὶ δ' Ἄϊδόσδε κατῆλθον Il.7.330
;ψ. δὲ κατ' οὐταμένην ὠτειλὴν ἔσσυτ' ἐπειγομένη 14.518
; sts. hardly dist. from signf. 1,ἅμα ψ. τε καὶ ἔγχεος ἐξέρυσ' αἰχμήν 16.505
; in swoons it leaves the body,τὸν δὲ λίπε ψ. 5.696
; so in later writers (seldom in Trag.),σὺν Ἀγαμεμνονίᾳ ψυχᾷ Pi.P.11.21
; ἑὰν ψυχὰν κομίξαι ib.4.159, cf. N.8.44;αἱ ψ. ὀσμῶνται καθ' Ἅιδην Heraclit.98
;πέμψατ' ἔνερθεν ψυχὴν ἐς φῶς A.Pers. 630
(anap.);ποτωμένην ψ. ὑπὲρ σοῦ E.Or. 676
, cf. Fr. 912.9 (anap.);τὰς τῶν κεκμηκότων ψ., αἷς ἐστιν ἐν τῇ φύσει τῶν αὑτῶν ἐκγόνων κήδεσθαι Pl.Lg. 927b
; ψ. σοφαί, perh. 'wise ghosts', Ar.Nu. 94;δὶς ἀποθανουμένη ψ. Anon.
ap. Plu.2.236d.III the immaterial and immortal soul, first in Pindar,ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων.. ἀνδιδοῖ [Φερσεφόνα] ψυχὰς πάλιν Fr. 133
, cf. Pl.Men. 81b;εἰπόντες ὡς ἀνθρώπου ψ. ἀθάνατός ἐστι Hdt.2.123
;ἀγένητόν τε καὶ ἀθάνατον ψ. Pl.Phdr. 246a
, cf. Phd. 70c, al.;ἀθάνατος ἡμῶν ἡ ψ. καὶ οὐδέποτε ἀπόλλυται Id.R. 608d
;ἁψ. τῷ σώματι συνέζευκται καὶ καθάπερ ἐν σάματι τέθαπται Philol.14
, cf. Pl.Cra. 400c: hence freq. opp.σῶμα, ψ. καὶ σῶμα X.Mem.1.3.5
, cf. An.3.2.20;ψ. ἢ σῶμα ἢ συναμφότερον, τὸ ὅλον τοῦτο Pl.Alc.1.130a
;εἰς θηρίου βίον ἀνθρωπίνη ψ. ἀφικνεῖται καὶ ἐκ θηρίου.. πάλιν εἰς ἄνθρωπον Id.Phdr. 249b
;κατὰ τοὺς Πυθαγορικοὺς μύθους τὴν τυχοῦσαν ψ. εἰς τὸ τυχὸν ἐνδύεσθαι σῶμα Arist.de An. 407b22
;οὐδὲ τοῦτο ἐπείσθην, ὡς ἡ ψ., ἕως μὲν ἂν ἐν θνητῷ σώματι ᾖ, ζῇ, ὅταν δὲ τούτου ἀπαλλαγῇ, τέθνηκεν X.Cyr.8.7.19
;ἀνθρώπου γε ψ., ἣ τοῦ θείου μετέχει,.. ὁρᾶται δ' οὐδ' αὐτή Id.Mem.4.3.14
, cf. Cyr. 8.7.17; αἰθὴρ μὲμ ψυχὰς ὑπεδέξατο, σώ[ματα δὲ χθών] IG12.945 (v B. C.);ὁπόταμ ψ. προλίπῃ φάος ἀελίοιο Orph.Fr.32
f.1;ἡμεῖς ἐσμεν ψ., ζῷον ἀθάνατον ἐν θνητῷ καθειργμένον φρουρίῳ Pl.Ax. 365e
.IV the conscious self or personality as centre of emotions, desires, and affections,χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί Pi.N.9.39
;μορφὰν βραχύς, ψυχὰν δ' ἄκαμπτος Id.I.4(3).53(71)
;ἐνίους τῶν καλῶν τὰς μορφὰς μοχθηροὺς ὄντας τὰς ψ. X.Oec.6.16
;θνητοῦ σώματος ἔτυχες, πειρῶ τῆς ψ. ἀθάνατον μνήμην καταλιπεῖν Isoc.2.37
; opp. material blessings,κτεάνων ψ. ἔχοντες κρέσσονας Pi.N.9.32
;μήτε σωμάτων ἐπιμελεῖσθαι μήτε χρημάτων.. οὕτω σφόδρα ὡς τῆς ψ. ὅπως ὡς ἀρίστη ἔσται Pl.Ap. 30b
, cf. 29e: hence regarded in abstraction,τὸ παρεχόμενον ἡμῶν ἕκαστον τοῦτ' εἶναι μηδὲν ἀλλ' ἢ τὴν ψ., τὸ δὲ σῶμα ἰνδαλλόμενον ἡμῶν ἑκάστοις ἕπεσθαι Pl.Lg. 959a
;ἡ ψ. ἐστιν ἄνθρωπος Id.Alc.1.130c
;οὐδὲ νῦν τήν γ ἐμὴν ψ. ἑωρᾶτε X.Cyr.8.7.17
, cf. supr. 111: sts., therefore, distd. from oneself,ψ. γὰρ ηὔδα πολλά μοι μυθουμένη S.Ant. 227
;ἡ ψ. μου πεπότηται Ar.Nu. 319
(anap.);τί ποτ' ἔστι μαθεῖν ἔραται ψ. E.Hipp. 173
(anap.);ἄλλο τι βουλομένη ἑκατέρου ἡ ψ. δήλη ἐστίν Pl.Smp. 192c
; οἴμοι ψυχή woe is me! LXX Mi.7.1; καὶ ἐρῶ τῇ ψ. μου, "yuxh/, e)/xeis polla\ a)gaqa/" Ev.Luc.12.19; in periphrases, ψ. Ὀρέστου, = Ὀρέστης, S.El. 1127, al.: but τὴν Φιλοκτήτου ψ. ἐκκλέψεις his wits, Id.Ph.55;ἡ δ' ἐμὴ ψ. τέθνηκεν Id.Ant. 559
, cf. OC 999; so ψυχαί abs., = ἄνθρωποι, ψ. ὀλέσασα A.Ag. 1457 (lyr.); ψ. πολλαὶ ἔθανον many souls perished, Ar.Th. 864;πᾶσαι αἱ ψ., υἱοὶ καὶ αἱ θυγατέρες λ γ LXX Ge.46.15
, cf. Ex.12.4, al.; [κιβωτὸς] εἰς ἣν ὀλίγοι, τοῦτ' ἔστιν ὀκτὼ ψ., διεσώθησαν 1 Ep.Pet.3.20
. In apostrophe,μή, φίλα ψ. Pi.P.3.61
;ὦ μελέα ψ. S.Ph. 712
(lyr.);ὦ ἀγαθὴ καὶ πιστὴ ψ. X.Cyr.7.3.8
; in referring to persons,ὅταν μεγάλη ψ. φυῇ Pl.R. 496b
(cf. μεγαλόψυχος) ; καλεῖται γοῦν ἡ ψ. Κρινοκοράκα the creature, Thphr.Char.28.2;πάσῃ ψ. τετελευτηκυίᾳ LXX Nu.6.6
,11;πᾶσα ψ. ὑποτασσέσθω Ep.Rom.13.1
, etc.: generally, being, ψυχὴ ζῶσα living creature, LXX Ge.1.24, cf. 20(pl.).2 of various aspects of the self, ἐν πολέμοιο μάχαις τλάμονι ψ. παρέμειν ) enduring heart, Pi.P.1.48;διεπειρᾶτο αὐτοῦ τῆς ψ. Hdt.3.14
, ἦν ηὰρ.. ψυχὴν οὐκ ἄκρος poor-spirited, Id.5.124;ψυχὴν ἄριστε πάντων Ar.Eq. 457
;καρτερὰν ψ. λαβεῖν Id.Ach. 393
;κράτιστοι ἂν τὴν ψ. κριθεῖεν Th.2.40
;τοῖς σώμασι δύνανται τὰς δὲ ψ. οὐκ ἔχουσιν Lys.10.29
;ὁ γὰρ' λόγχην ἀκονῶν καὶ τὴν ψ. τι παρακονᾷ X.Cyr.6.2.33
, cf. Oec.21.3.3 of the emotional self,ὑπείργασμαι μὲν εὖ ψυχὴν ἔρωτι E.Hipp. 505
, cf. 527 (lyr.);πάνυ μου ἡ ψ. ἐπεθύμει X.Oec.6.14
;τίνα ποτὲ ψ. ἔχων; Lys.32.12
; τίν' οἴεσθ' αὐτὴν ψ. ἕξειν, ὅταν ἐμὲ ῒδῃ; how will she feel? D.28.21; μία ψ., prov. of friends, Arist.EN 1168b7; ψ. μία ἤστην prob. in Phryn. PSp.128B.; of appetite,ψυχῇ διδόντες ἡδονήν A.Pers. 841
(s. v.l.), cf. Epich.297, Theocr.16.24;λίχνῳ δὲ ὄντι τὴν ψ. Pl.R. 579b
;τῷ δὲ ἡ ψ. σῖτον μὲν οὐ προσίετο, διψῆν δ' ἐδόκει X.Cyr.8.7.4
.4 of the moral and intellectual self,ἀπὸ πάμπαν ἀδίκων ἔχειν ψ. Pi.O. 2.70
;ψ. τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην S.Ant. 176
;ἀρκεῖν.. κἀντὶ μυρίων μίαν ψ. τάδ' ἐκτίνουσαν, ἢν εὔνους παρῇ Id.OC 499
;ψ. γὰρ εὔνους καὶ φρονοῦσα τοὔνδικον Id.Fr. 101
;ἡ κακὴ σὴ ψ. Id.Ph. 1014
;ψυχῆς κατήγορος κακῆς X.Oec.20.15
, cf. Pl.R. 353e;ἡ βουλεύσασα ψ. Antipho 4.1.7
, cf. Pl.Lg. 873a; τὸ σῶμα ἀπειρηκὸς ἡ ψ. συνεξέσωσεν.. διὰ τὸ μὴ ξυνειδέναι ἑαυτῇ the mind conscious of innocence, Antipho 5.93;τὸ ἐπιμελεῖσθαι καὶ ἄρχειν καὶ βουλεύεσθαι.. ἐσθ' ὅτῳ ἄλλῳ ἢ ψυχῇ δικαίως ἂν ἀποδοῖμεν; Pl.R. 353d
;τὴν τῆς ψ. ἐπιμέλειαν X.Mem. 1.2.4
, Isoc.15.304; τὰ ἐν τῇ ψ. διὰ τὴν παιδείαν ἐγγιγνόμενα ib.290;τῆς ψ. ἐξελθούσης, ἐν ᾗ μόνῃ γίγνεται φρόνησις X.Mem.1.2.53
;νοῦς τε καὶ ψ. Pl.Cra. 400a
, cf. Phdr. 247c, al.; ;ἰδὼν μὲν γνούς τε σῇ ψ., τέκνον E.Tr. 1171
. Phrases:—ἐκ τῆς ψ. φίλος X.An.7.7.43
; ἀπὸ τῆς ψ. φιλεῖν with all the heart, Thphr. Char.17.3;βόσκοιτ' ἐκ ψυχᾶς τὰς ἀμνάδας Theoc.8.35
;ὅλῃ τῇ ψ. κεχαρίσθαι τινί X.Mem.3.11.10
; οὐκ ἐᾷ ἡμᾶς οὐδὲ ψυχῆς λαχεῖν he won't let us call our soul our own, Phryn.PSp.128B.5 of animals, ψ. μεγαλόφρων, of a horse, X.Eq.11.1;θηρίων ψ. ἡμεροῦμεν Isoc.2.12
; ψ. χηνός, ὀρτυγίου, Eub.101, Antiph.5.6 of inanimate things,πᾶσα πολιτεία ψ. πόλεώς ἐστιν Isoc.12.138
, cf. 7.14;ἡ τῶνδε τῶν ἀνδρῶν ἀρετὴ τῆς Ἑλλάδος ἦν ψ. D.60.23
;οἷον ψ. ὁ μῦθος τῆς τραγῳδίας Arist.Po. 1450a38
; also of the spirit of an author, D.H.Lys.11.V Philosophical uses:1 In the early physicists, of the primary substance, the source of life and consciousness, ὁρίζονται πάντες (sc. οἱ πρότεροι)τὴν ψ. τρισίν, κινήσει, αἰσθήσει, τῷ ἀσωμάτῳ Arist.de An. 405b11
; τὸν λίθον ἔφη [Θαλῆς] ψ. ἔχειν ὅτι τὸν σίδηρον κινεῖ, of the magnet, ib. 405a20; ψυχῇσιν θάνατος ὕδωρ γενέσθαι, ὕδατι δὲ θάνατος γῆν γενέσθαι, ἐκ γῆς δὲ ὕδωρ γίνεται, ἐξ ὕδατος δὲ ψ. (sc. πῦρ) Heraclit. 36;ἡ ψ. πνεῦμα Xenoph.
ap. D.L.9.19; καρδία ψυχῆς καὶ αἰσθήσιος [ἀρχά] Philol.13;τοῦτο [ἀὴρ] αὐτοῖς καὶ ψ. ἐστι καὶ νόησις Diog.
Apoll.4;τὴν τῶν ἄλλων ἁπάντων φύσιν οὐ πιστεύεις Ἀναξαγόρᾳ νοῦν καὶ ψ. εἶναι τὴν διακοσμοῦσαν; Pl.Cra. 400a
, cf. Arist.de An. 404a25; Δημόκριτος πῦρ τι καὶ θερμόν θησιν αὐτὴν (sc. ψυχὴν) εἶναι ib. 404a1, cf. Resp. 472a4.2 the spirit of the universe,ψ. εἰς τὸ μέσον [τοῦ κόσμου] θείς Pl.Ti. 34b
, cf. 30b;τὴν τοῦ παντὸς δῆλον ὅτι τοιαύτην εἶναι βούλεται [ὁ Τίμαιος] οἷόν ποτ' ἐστὶν ὁ καλούμενος νοῦς Arist.de An. 407a3
; ἐν τῷ ὅλῳ τινὲς [τὴν ψ.] μεμεῖχθαί φασιν, ὅθεν ἴσως καὶ Θαλῆς ᾠήθη πάντα πλήρη θεῶν εἶναι ib. 411a8;ὁ κόσμος ψ. ἐστὶν ἑαυτοῦ καὶ ἡγεμονικόν Chrysipp.Stoic.2.186
; ψ. [κόσμου] Plu.2.1013e, cf. M.Ant.4.40;ψ. ἐλθοῦσα εἰς σῶμα οὐρανοῦ Plot.5.1.2
;τόδε τὸ πᾶν ψ. μίαν ἔχον εἰς πάντα αὐτοῦ μέρη Id.4.4.32
; περὶ ψυχᾶς κόσμου καὶ φύσιος, title of work by Ti.Locr.3 In Pl. the immaterial principle of movement and life,ὅταν παρῇ [ψυχὴ] τῷ σώματι, αἴτιόν ἐστι τοῦ ζῆν αὐτῷ Pl.Cra. 399d
, cf. Def. 411c; [ψυχῆς λόγον ἔχομεν] τὴν δυναμένην αὐτὴν αὑτὴν κινεῖν κίνησιν Id.Lg. 896a
; μεταβολῆς τε καὶ κινήσεως ἁπάσης αἰτία [ἡ ψ.] ἅπασιν ib. b, cf. 892c; its presence is requisite for thought,σοφία καὶ νοῦς ἄνευ ψ. οὐκ ἂν γενοίσθην Id.Phlb. 30c
, cf. Ti. 30b, Sph. 249a; defined by Arist. asοὐσία ὡς εἶδος σώματος φυσικοῦ δυνάμει ζωὴν ἔχοντος de An. 412a20
; ἐντελέχεια ἡ πρώτη σώματος φυσικοῦ ὀργανικοῦ ib. 412b5; the tripartite division ofψ., οἱ δὲ περὶ Πλάτωνα καὶ Ἀρχύτας καὶ οἱ λοιποὶ Πυθαγόρειοι τὴν ψ. τριμερῆ ἀποφαίνονται, διαιροῦντες εἰς λογισμὸν καὶ θυμὸν καὶ ἐπιθυμίαν Iamb.
ap. Stob.1.49.34, cf. Pl.R. 439e sqq.; in Arist.ἡ ψ. τούτοις ὥρισται, θρεπτικῷ, αἰσθητικῷ, διανοητικῷ, κινήσει· πότερον δὲ τοὔτων ἕκαστόν ἐστι ψ. ἢ ψυχῆς μόριον; de An. 413b11
, cf. PA 641b4;ἡ θρεπτικὴ ψ. Id.de An. 434a22
, al.; in the Stoics and Epicureans, σῶμα ἡ ψ. Zeno and Chrysipp.Stoic.1.38; of the scala naturae,τὰ μὲν ἕξει διοικεῖται, τὰ δὲ φύσει, τὰ δ' ἀλόγῳ ψ., τὰ δὲ καὶ λόγον ἐχούσῃ καὶ διάνοιαν Stoic.2.150
, cf. M.Ant.6.14;ἡ ψ. σῶμά ἐστι λεπτομερές.. προσεμφερέστατον πνεύματι θερμοῦ τινα κρᾶσιν ἔχοντι Epicur.Ep.1p.19U.
;τέλος.. τὸ μήτε ἀλγεῖν κατὰ σῶμα μήτε ταράττεσθαι κατὰ ψ. Id.Ep.3p.64U.
; in the Neo-Platonists characterized by discursive thinking,τοὺς λογισμοὺς ψυχῆς εἶναι ἐνεργήματα Plot.1.1.7
; related to νοῦς as image to archetype, εἰκών τίς ἐστι νοῦ [ψ.] Id.5.1.3; present in entirety in every part,πάρεστι πᾶσα πανταχοῦ ψ. Id.5.1.2
, cf. 4.7.5;φύσις ψ. οὖσα, γέννημα ψυχῆς προτέρας Id.3.8.4
; animal and vegetable bodies possessοἷον σκιὰν ψυχῆς Id.4.4.18
;πᾶν σῶμα.. ψυχῆς μετουσίᾳ κινεῖται ἐξ ἑαυτοῦ καὶ ζῇ διὰ ψ. Procl.Inst.20
.2 τριπόλιον, Ps.-Dsc.4.132.VII Psyche, in the allegory of Psyche and Eros, Apul.Metam. bks. 4-6, Aristophontes ap. Fulg.Myth.3.6. (See ancient speculations on the derivation, Pl.Cra. 399d- 400a, Arist.de An. 405b29, Chrysipp.Stoic.2.222; Hom. usage gives little support to the derivation from ψύχω 'blow, breathe';τὸν δὲ λίπε ψ. Il.5.696
means 'his spirit left his body', and so λειποψυχέω means 'swoon', not 'become breathless';ἀπὸ δὲ ψ. ἐκάπυσσε Il.22.467
means 'she gasped out her spirit', viz. 'swooned'; the resemblance of ἄμπνυτο 'recovered consciousness' to ἀμπνέω 'recover breath' is deceptive, v. ἄμπνυτο, ἔμπνυτο: when concrete the Homeric ψ. is rather warm blood than breath, cf. Il.14.518, 16.505, where the ψ. escapes through a wound; cf. ψυχοπότης, ψυχορροφέω, and S.El. 786, Ar.Nu. 712 (v. supr.1).) -
5 ἀντικαταθνήσκω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντικαταθνήσκω
-
6 ἀρτιφυής
ἀρτι-φῠής, ές,A just born,ἀ. ἔθανον Epigr.Gr. 334.11
([place name] Ilium), cf. Inscr.Cos343; fresh,κράμβη AP6.21
, cf. Dsc.3.15;κύκλος ἰούλων Nonn.D.3.416
.II of number, even, Hp.Septim. 9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρτιφυής
-
7 θνήσκω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > θνήσκω
-
8 θάνατος
Grammatical information: m.Meaning: `death' (Il.).Compounds: Compp., e. g. ἀ-θάνατος `immortal' (Il.), θανατη-φόρος `death-bringing' (A. ; - η- rhythmic and analog. conditioned, Schwyzer 438f.).Derivatives: Adj.: θανάσιμος `bringing death, going to die' (IA; on the formation Arbenz Die Adj. auf - ιμος 17 and 70f.; rarely θανατήσιμος, Arbenz 78f.); also θανατώδης (Hp.), θανατόεις (S., E.), θανατήσιος (Afric.; after βιοτήσιος, βροτήσιος), θανατικός (D. S., Plu.), θανατηρός (Eust.); θανατούσια (sc. ἱερά) pl. `feast for the dead' (Luc.; after γερούσιος). Denomin. verbs: 1. θανατόω `kill, bring to death, sentence to death' (IA) with θανάτωσις; 2. θανατάω `like to die', also `be dying' (Pl.); 3. θανατιάω `id.' (Luc.). - The old perfect τέθνηκα `am dead', pl. τέθνᾰμεν, ptc. τεθνηώς, τεθνεώς, Aeol. inf. τεθνά̄κην, with the thematic root aorist ἔθανον `I died' (Il.), the fut. θανοῦμαι (Il.) and an added present θνηισκω (inscr.), θνήσκω (mss.), Aeol. θναισκω (Hdn. Gr. 2, 79); in prose mostly ἀπο-θνῄσκω; also with other prefixes, e. g. κατα-θνῄσκω, - θανεῖν, - τέθνηκα (all Il.); on the function of the prefix Schwyzer-Debrunner 268f., Hermann Gött. Nachr. 1943, 617f. Verbal adj. θνητός `mortal' (Il.). - From there θνήσιμος (only Arg. to S. OT 7) with θνησιμαῖον `cadaver' (LXX; Chantraine Formation 49, Mélanges Maspéro 221); in the same meaning also θνᾱσίδιον, θνησ(ε)ίδιον (Lesbos, Ael.; Schwyzer 270). Verbalsubst. θνῆσις `dying, mortality' (medic.); on εὑθνήσιμος `preparing a soft death' (A. Ag. 1294) from εὖ θνῄσκειν; cf. εὑθάνατος, - τέω, - σία; diff., hardly correct, Arbenz 78 u. 84.Etymology: The form θαν- ( εῖν) and θάνα-(τος) θνᾱ-(τός) point to a form *dhnh₂-, *dhnh₂-e- beside *dhnh₂- before consonant. The comparison with Skt. aorist á-dhvanī-t `he disappeared' and the ptc. dhvān-tá- `dark' led to the reconstruction IE dhu̯enǝ-; the meaning `die' stems from a euphemism, cf. Chantraine Sprache 1, 146. See Pok. 266. But the -u̯- is not quite certain.Page in Frisk: 1,652-653Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θάνατος
-
9 θνῄσκω
θνῄσκω (s. next entry and ἀποθνῄσκω; Hom.+. On the spelling s. Kühner-Bl. I 133; II 442; B-D-F §26 and 27; W-S. §5, 11b; Mlt-H. 84) fut. 3 sg. θανεῖται Pr 13:14; 2 aor. ἔθανον LXX; pf. τέθνηκα, inf. τεθνηκέναι (Ac 14:19 τεθνάναι v.l. as Jos., Vi. 59); ptc. τεθνηκώς (LXX; τεθνεώς Tat.; τεθνηῶτες Job 39:30); analogous formations: 3 fut. mid. 1 pl. τεθνηξόμεθα 4 Macc. 8:21 (on this fut. s. Schwyzer I 783, esp. n. 3) and aor. ptc. acc. pl. τεθνήξαντας (TestAbr A 18 p. 100, 27 [Stone p. 48]); plpf. 3 sg. ἐτεθνήκει J 11:21 v.l., 2 pl. τεθνήκειτε Hs 9, 28, 6. Gener. ‘die’, pf. ‘to have died, be dead’.① to pass from physical life, die, Mt 2:20; Mk 15:44; Lk 8:49; J 19:33; Ac 14:19; 25:19. Subst. perf. ptc. have died, be dead (ὁ) τεθνηκώς the man who had died (class.; LXX) Lk 7:12; J 11:44; 12:1 v.l.② to lose one’s relationship w. God, die, fig. extension of mng. 1 (w. ζῆν: Chariton 7, 5, 4) of spiritual death (Ael. Aristid. 52, 2 K.=28 p. 551 D.: τὸ τεθνηκὸς τῆς ψυχῆς; Bar 3:4; Philo, Fug. 55 ζῶντες ἔνιοι τεθνήκασι καὶ τεθνηκότες ζῶσι) ζῶσα τέθνηκεν she is dead though she is still alive 1 Ti 5:6. (Timocles Com. [IV B.C.] 35 οὗτος μετὰ ζώντων τεθνηκώς=dead among the living) οὔτε ζῶσιν οὔτε τεθνήκασιν Hs 8, 7, 1; 9, 21, 2; cp. 9, 21, 4. διὰ τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν τεθνήκειτε [ἂν] τῷ θεῷ because of your sins you would have died to God 9, 28, 6.—DELG s.v. θάνατος. TW.
См. также в других словарях:
ἔθανον — θνήσκω aor ind act 3rd pl θνήσκω aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αειθανής — ἀειθανής, ές (Α) αυτός που κατέχεται διαρκώς από τον φόβο τού θανάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + θανής < θαν , θ. αόρ. β ἔθανον τού θνῂσκω] … Dictionary of Greek
αθανής — ἀθανής, ές (Μ) ο αθάνατος* [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θανής < θ. θαν τού ἔθανον < θνήσκω] … Dictionary of Greek
αρτιθανής — ἀρτιθανής, ές (Α) αυτός που πέθανε πριν λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + θανής < (θ.) θαν , έθανον (αόρ. β του θνήσκω) (πρβλ. αειθανής] … Dictionary of Greek
βιοθανής — βιοθανής, ές (Μ) 1. αυτός που πέθανε από βίαιο θάνατο 2. εκείνος που αυτοκτόνησε. [ΕΤΥΜΟΛ. < βία + θανής < (θ) θαν έθανον, αόρ. β του θνήσκω (πρβλ. αειθανής, αρτιθανής κ.ά.)] … Dictionary of Greek
δισθανής — δισθανής, ές (Α) αυτός που πήγε δύο φορές στον κάτω κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δισ (βλ. δις) + θανής < (θ.) θαν (έθανον)] … Dictionary of Greek