-
1 θάνατος
Grammatical information: m.Meaning: `death' (Il.).Compounds: Compp., e. g. ἀ-θάνατος `immortal' (Il.), θανατη-φόρος `death-bringing' (A. ; - η- rhythmic and analog. conditioned, Schwyzer 438f.).Derivatives: Adj.: θανάσιμος `bringing death, going to die' (IA; on the formation Arbenz Die Adj. auf - ιμος 17 and 70f.; rarely θανατήσιμος, Arbenz 78f.); also θανατώδης (Hp.), θανατόεις (S., E.), θανατήσιος (Afric.; after βιοτήσιος, βροτήσιος), θανατικός (D. S., Plu.), θανατηρός (Eust.); θανατούσια (sc. ἱερά) pl. `feast for the dead' (Luc.; after γερούσιος). Denomin. verbs: 1. θανατόω `kill, bring to death, sentence to death' (IA) with θανάτωσις; 2. θανατάω `like to die', also `be dying' (Pl.); 3. θανατιάω `id.' (Luc.). - The old perfect τέθνηκα `am dead', pl. τέθνᾰμεν, ptc. τεθνηώς, τεθνεώς, Aeol. inf. τεθνά̄κην, with the thematic root aorist ἔθανον `I died' (Il.), the fut. θανοῦμαι (Il.) and an added present θνηισκω (inscr.), θνήσκω (mss.), Aeol. θναισκω (Hdn. Gr. 2, 79); in prose mostly ἀπο-θνῄσκω; also with other prefixes, e. g. κατα-θνῄσκω, - θανεῖν, - τέθνηκα (all Il.); on the function of the prefix Schwyzer-Debrunner 268f., Hermann Gött. Nachr. 1943, 617f. Verbal adj. θνητός `mortal' (Il.). - From there θνήσιμος (only Arg. to S. OT 7) with θνησιμαῖον `cadaver' (LXX; Chantraine Formation 49, Mélanges Maspéro 221); in the same meaning also θνᾱσίδιον, θνησ(ε)ίδιον (Lesbos, Ael.; Schwyzer 270). Verbalsubst. θνῆσις `dying, mortality' (medic.); on εὑθνήσιμος `preparing a soft death' (A. Ag. 1294) from εὖ θνῄσκειν; cf. εὑθάνατος, - τέω, - σία; diff., hardly correct, Arbenz 78 u. 84.Etymology: The form θαν- ( εῖν) and θάνα-(τος) θνᾱ-(τός) point to a form *dhnh₂-, *dhnh₂-e- beside *dhnh₂- before consonant. The comparison with Skt. aorist á-dhvanī-t `he disappeared' and the ptc. dhvān-tá- `dark' led to the reconstruction IE dhu̯enǝ-; the meaning `die' stems from a euphemism, cf. Chantraine Sprache 1, 146. See Pok. 266. But the -u̯- is not quite certain.Page in Frisk: 1,652-653Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θάνατος
См. также в других словарях:
κερατηφόρος — κερατηφόρος, ον (Α) αυτός που έχει κέρατα, κερασφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος + συνδετικό φωνήεν η (πρβλ. στεφ η φόρος) + φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. θανατη φόρος] … Dictionary of Greek
ζειροφόρος — ζειροφόρος, ον (Α) αυτός που φοράει ζειρά*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζειρά + φορος < φέρω (πρβλ. ελπιδο φόρος, θανατη φόρος)] … Dictionary of Greek
θαλλοφόρος — ο (Α θαλλοφόρος, ον) αυτός που κρατά στο χέρι θαλλό αρχ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ θαλλοφόροι αυτοί που κρατούσαν θαλλούς ελιάς κατά την εορτή τών Παναθηναίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλλός + φορος (< φέρω), πρβλ. θανατη φόρος, τροπαιο φόρος] … Dictionary of Greek
καλαθηφόρος — καλαθηφόρος, ον (Α) 1. αυτός που κρατά καλάθι 2. στον πληθ. Καλαθηφόροι τίτλος δράματος τού Ευβούλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καλαθηφόρος αντί *καλαθοφόρος για μετρικούς λόγους προέρχεται από κάλαθος + φορος (< φόρος < φέρω), πρβλ. θανατη φόρος,… … Dictionary of Greek
καματηφόρος — καματηφόρος, ον (Α) αυτός που επιφέρει κάματο, κόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάματος + φόρος (< φέρω), κατά το πρότυπο τών θανατη φόρος, λαμπαδη φόρος, τών οποίων το η οφείλεται σε μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
κινησιφόρος — κινησιφόρος, ον (Α) αυτός που προκαλεί κίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινησι < κινῶ + φόρος (< φέρω), πρβλ. θανατη φόρος, λογχη φόρος. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek
κρεοφόρος — κρεοφόρος, ον (Α) αυτός που μεταφέρει κρέατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο) * + φόρος (< φέρω), πρβλ. αγγελια φόρος, θανατη φόρος] … Dictionary of Greek
κυπελλοφόρος — α, ο (Α κυπελλοφόρος, ον) νεοελλ. βοτ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κυπελλοφόρα τα φυτά τών οποίων ο καρπός περιβάλλεται με κύπελλο αρχ. 1. αυτός που μεταφέρει κύπελλα 2. αυτός ο οποίος προσφέρει σε κάποιον κύπελλο («Ἥφαιστος κυπελλοφόρος γίνεται… … Dictionary of Greek
λαχανηφόρος — και λαχανοφόρος, ον (Α) αυτός που φέρει, που μεταφέρει λάχανα («λαχανηφόροι ἄνδρες», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανον + φόρος (< φέρω). Το συνδ. φωνήεν η τού τ. λαχανηφόρος σχηματίστηκε πιθ. αναλογικά προς άλλα σύνθ. με β συνθετικό ηφόρος (πρβλ.… … Dictionary of Greek
πυρετοφόρος — ον, Α αυτός που προξενεί πυρετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρετός + φόρος (< φέρω), πρβλ. θανατη φόρος] … Dictionary of Greek
τελετηφορία — ἡ, Α τελετουργία, ιεροτελεστία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τελετή + φορία (< φόρος*), πρβλ. θανατη φορία] … Dictionary of Greek