-
1 έργο
1) film2) playΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > έργο
-
2 ἐργομωκεύω
A flatter, wheedle, Gloss.:—[voice] Med., = assentior, ancillor, prob. in Dosith.p.430 K. (= p.95T.):—hence [suff] ἐργο-μωκία, [suff] ἐργό-μωκος, Gloss.;Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργομωκεύω
-
3 ἐργολήπτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργολήπτης
-
4 ἐργομίσης
A one who hates work, Hdn.Gr.2.685.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργομίσης
-
5 ἐργομωκέω
A = ἐμπαίζω, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργομωκέω
-
6 ἐργοποιία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργοποιία
-
7 ἐργοπονέομαι
A work hard, Artem.3.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργοπονέομαι
-
8 ἐργοπόνος
ἐργο-πόνος, ὁ,A husbandman, AP11.9 (Leon.); hunter, Opp.C.1.148 ; fisher, Nic. Th. 831 ;ἐ. ἐλέφαντος
a worker in..,Man.
1.298 : as Adj., laborious, Coluth.195 (fem.); in bad sense (cf. πόνηρος, πανοῦργος), Rhetor. in Cat.Cod.Astr.7.198.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργοπόνος
-
9 ἐργοστόλος
ἐργο-στόλος, ον,A = ἐργεπιστάτης, Charito 4.2, CIG 3700 ([place name] Cyzicus).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργοστόλος
-
10 ἐργοτεχνίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργοτεχνίτης
-
11 ἐργοφόρος
ἐργο-φόρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργοφόρος
-
12 ἐργόχειρον
ἐργό-χειρον, τό,A manual labour, PMasp.23.20 (vi A.D.), PLond.4.1708.56 (vi A.D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργόχειρον
-
13 ἔργον
Grammatical information: n.Meaning: `work, labour, work of art' (Il.).Dialectal forms: Myc. wekata \/wergatās\/Compounds: As 1. member e. g. in ἐργο-λάβος `undertaker'; further PN Έργα-μένης (Bechtel Namenstud. 23f.; cf. ἐργά-της but also Άλκαμένης); very often as 2. member - εργός (or - οργός), e. g. γεωργός (s. γῆ), δημιουργός (s. v.).Derivatives: ἐργώδης `laborious, heavy' (Hp., X.). ἐργάτης m. (from plur. ἔργα; Schwyzer 500; cf. ἐργάζομαι) `labourer', esp. `agricultural lab.', `laborious' (Ion.-Att.), f. ἐργάτις, with ἐργατικός `from an ἐργάτης, laborious', ἐργατίνης = ἐργάτης (Theoc.; vgl. Chantraine Formation 203, Schwyzer 490), διεργάτινος (Mytilene), ἐργατήσιος `profitable' (Plu. Cat. Ma. 21; uncertain; cf. Chantraine 42); ἐργασία, to ἐργάζομαι, s. below; denomin. verb ἐργατεύομαι, - εύω `work hard' with ἐργατεία (LXX, pap.). Έργάνη, Delph. Ϝαργάνα surname of Athena (Delphi VI-Va etc.), also = ἐργασία (pap., H.); ἔργανα, Ϝέργανα (written γέργ-) ἐργαλεῖα H. ἐργαλεῖον, usu. pl. - εῖα, Cret. Ϝεργ- `tool, instrument' (Ion.-Att.); there is no *ἔργαλον (cf. Chantraine 60 w. n. 1). denomin. verb ἐργάζομαι (Schwyzer 734 w. n. 7), Cret. Ϝεργάδδομαι `work' (Il.), often with prefix ἀπ-, ἐν- etc.; several derivv.: ἐργαστικός `busy, productive, labourer' (Ion.-Att.); ἐργασία, Cret. Ϝεργ- `(heavy) labour, fieldwork, profession' (Ion.-Att.; cf. Porzig Satzinhalte 215) with ἐργάσιμος `in business, cleared (land)' (also to ἐργάζομαι; cf. Arbenz Die Adj. auf - ιμος 44f.); ἐργαστήρ `fieldlabourer' (X.), ἐργαστής `id.', also `negotiator' (A. D., Rom. inscr.); ἐργαστήριον `workshop' (Ion.-Att.; cf Chantraine 62f.; from there - after vinculum - Lat. ergastulum; after Leumann [lastly Sprache 1, 207 n. 11] from ἔργαστρον) with ἐργαστηριακός `labourer' (Plb.), deminut. ἐργαστηρίδιον (pap.); ἔργαστρα pl. `wages' (pap.; Chantraine 332); cf. Fraenkel Nom. ag. 1, 147 w. n. 3. Desiderat. ptc. ἐργασείων `who wants to do' (S.).Origin: IE [Indo-European] [1168] *u̯erǵ- `work'Etymology: Ϝέργον (Dor.; from there El. Ϝάργον) is identical with Av. varǝzǝm n., Germ., e. g. OHG werc, ONo. verk n. ` work'; IE *u̯érǵom n.; with sec. o Arm. gorc `id.' (after deverb. gorcem `work'); uncertain Welsh. vergo-bretus `highest official of the Aeduans'. - Primary verbs ἔρδω and ῥέζω; further ὄργανον, ὄργια, ἐόργη, s. vv.Page in Frisk: 1,548-549Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔργον
-
14 λαμβάνω
Grammatical information: v.Other forms: Aor. λαβεῖν (Il.), redupl. midd. λελα-βέσθαι (δ 388), pass. λαφθῆναι (Ion.), ληφθῆναι (Att.), λημφθῆναι (hell.); fut. λάψομαι (Ion.), λά[μ]ψεται (Alc., Hamm Grammatik 145), λαψῃ̃ 2. sg. (Dor.), λήψομαι (Att.), λήμψομαι (hell.); perf. εἴληφα (Att.), εἴλαφα (Dor.), λελάβηκα (Ion. Dor. Arc., also Att.), midd. εἴλημμαι (Att.), λέλημμαι (trag.), λέλαμμαι, λελάφθαι (Ion.),Derivatives: Very many derivv., many technical words with specific meanings: A. From λαβεῖν: 1. λαβή `grip, point of application etc.' (Alc. [ λάβα], Ion. Att.), of the compp. e. g. συλλαβή `grip, syllable etc.' (A., Att.); λαβίς f. `grip, cramp, tweezers' (hell.) with λαβίδιον (Dsc., Gal.), ἀντι-, κατα-, περι-λαβεύς `handgrip of a shield, peg etc.' (H., medic.; cf. Boßhardt 81), λάβιον `grip' (Str.), ἀπολάβειον `cramp' (Ph. Bel.). 2. - λάβος in compp. as ἐργο-λάβ-ος m. `untertaker' with - έω, - ία (Att., hell.). 3. - λαβής e. g. εὑ-λαβ-ής (: εὑ λαβεῖν) `careful' with - έομαι, - εια (IA.; lit. s. θρησκεύω, also Kerényi Byz.-Neugr. Jbb. 8, 306ff.). 4. ΛhαβΕτος PN (Att. epigr.). - B. From full-grade forms ( λήψομαι, ληφθῆναι): 1. λῆμμα ( ἀνά- λαμβάνω etc.) `taking in, accept' (Att.). 2. λῆψις ( ἀνά- λαμβάνω etc.), hell. λῆμψις `capture, apprehension, attack of a disease' (Hp., Att.), ἀπό-, διά-λαμψις = ἀπό-, διά-ληψις (Mytil., Kyme a. o.). 3. - λη(μ)πτωρ, e. g. συλ-λήπ-τωρ with συλλήπτρ-ια `participant, assistant' (Att.). 4. ἀνα-, κατα-ληπ-τήρ `scoop' resp. `clamp' (hell.), ἀνα- ληπτρ-ίς f. `connection' (Gal.). 5. παρα- λή(μ)π-της `tax-collector' (hell.), προσωπο-λήπ-της `who looks after the person' (NT). 6. ληπτικός ` receptive' (Arist.), further in comp., e. g. ἐπιληπτικός ` epileptic' (: ἐπίληψις, Hp.). 7. συλ-λήβ-δην adv. `taken together' (Thgn., A.). - On λάβρος s. v.; on ἀμφι-λαφής s. λάφυρον.Etymology: From Aegin. λhαβών, Att.ΛhαβΕτος and εἴληφα (and also hom. ἔ-λλαβον) we see IE. sl-; the Hom. present λάζομαι, for which λαμβάνω was an innovation (Schwyzer 699 f.; metr. uneasy? Kuiper Nasalpräs. 156) shows IE. gʷ; basis therefore IE. * slagʷ-. The aspiration in εἴληφα can be secondary (vgl. Schwyzer 772); perhaps another verb for `grasp' (s. λάφυρον) was involved; also some other formes were influenced by it. the zero grade must be secondary, *sl̥h₂- would hav got long ᾱ.Page in Frisk: 2,77-78Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λαμβάνω
См. также в других словарях:
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
έργο — το 1.το σύνολο ενεργειών και προσπαθειών για να γίνει κάτι, αλλ. εργασία, δουλειά, ασχολία, επάγγελμα. 2. αποτέλεσμα ή προϊόν εργασίας: Αρχιτεκτονικό έργο. 3. το θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο: Απόψε παίζεται ωραίο έργο στο θέατρο. 4. μτφ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανώνυμο ή ψευδώνυμο έργο — Τα αρχαιότερα λογοτεχνικά έργα δεν αναφέρουν το όνομα του συγγραφέα, ακόμα και αν σε μερικές περιπτώσεις είναι δυνατόν να διαπιστωθούν μέσα σε αυτά εκδηλώσεις που ανάγονται στην παρέμβαση μιας προσωπικότητας αξίας. Μέσα σε ένα τέτοιο πολιτιστικό… … Dictionary of Greek
πλαστό έργο τέχνης — Ονομάζεται κάθε πίνακας, σχέδιο, χαρακτικό έργο, γλυπτό, καλλιτεχνικό αντικείμενο που απομιμείται μορφές και τεχνικές ενός καλλιτέχνη ή μιας εποχής με σκοπό να εξαπατήσει τον τυχόν αγοραστή ή ειδικό. Το στοιχείο της κακής πρόθεσης, η θέληση της… … Dictionary of Greek
εγκυκλοπαιδεία — Έργο που περιέχει σε αλφαβητική σειρά, συνήθως σε περισσότερους από έναν τόμους, συνοπτική έκθεση του συνόλου των ανθρώπινων γνώσεων ή και των γνώσεων που ανάγονται σε ορισμένη επιστήμη. Οι ε., αντίθετα από τα λεξικά, δεν περιορίζονται στη… … Dictionary of Greek
βιογραφία — Έργο που εξιστορεί τη ζωή ενός ανθρώπου με την αναφορά στο σύνολο των στοιχείων εκείνων τα οποία αποκαλύπτουν την ψυχολογική του ιδιοσυστασία και την πνευματική του προσωπικότητα και συνάμα ορίζουν το πλέγμα των πολύπλευρων δεσμών του με το… … Dictionary of Greek
Μανιοσού — Έργο της ιαπωνικής λογοτεχνικής παράδοσης. Το έργο, το οποίο απαρτίζεται από είκοσι βιβλία, συγκεντρώνει 4.496 ωδές ποιητών του 7ου και του 8ου αι. μ.Χ. και αποτελεί την ευρύτερη και αρχαιότερη συλλογή ποιημάτων στην ιαπωνική γλώσσα. Ο άνθρωπος… … Dictionary of Greek
Аврамидис, Иоаннис — Έργο του Αβραμίδη στην πλατεία Δημαρχείου του Χάιλμπρον Иоаннис Аврамидис ( … Википедия
οχύρωση — Έργο ή συγκρότημα έργων, κατασκευασμένο για την υπεράσπιση μιας θέσης ή μιας περιοχής. Η υπεράσπιση αυτή μπορεί να επιτευχθεί με κατάλληλη εκμετάλλευση της ίδιας της μορφής του εδάφους καθώς και με διάφορες βελτιώσεις. Έτσι είναι δυνατό να… … Dictionary of Greek
ταλμούδ — Έργο στο οποίο βρίσκεται συγκεντρωμένο το μεγαλύτερο μέρος της μεταβιβλικής εβραϊκής παράδοσης. Αναπτύχθηκε από τον 3o έως τον 7o αι. με απαρχή έναν κώδικα πολιτικού και θρησκευτικού δικαίου, τη Μισνά (Εβραίοι, λογοτεχνία). Τα άρθρα του κώδικα… … Dictionary of Greek
ανάχωμα, προστατευτικό — Έργο κατά μήκος των δύο όχθων ενός ποταμού, που έχει προορισμό τη ρύθμιση της απορροής του και την αποφυγή ζημιών στην παραποτάμια περιοχή και στις γειτονικές ζώνες. Τα π.α. είναι χωμάτινα και κατασκευάζονται από υλικά που λαμβάνονται από τα… … Dictionary of Greek