-
1 εργαστήρ
-
2 ἐργαστήρ
-
3 ἐργαστήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργαστήρ
-
4 εργαστήρας
-
5 ἐργαστῆρας
-
6 εργαστήρες
-
7 ἐργαστῆρες
-
8 εργαστήρσι
-
9 ἐργαστῆρσι
-
10 εργαστήρων
-
11 ἐργαστήρων
-
12 ἔργον
Grammatical information: n.Meaning: `work, labour, work of art' (Il.).Dialectal forms: Myc. wekata \/wergatās\/Compounds: As 1. member e. g. in ἐργο-λάβος `undertaker'; further PN Έργα-μένης (Bechtel Namenstud. 23f.; cf. ἐργά-της but also Άλκαμένης); very often as 2. member - εργός (or - οργός), e. g. γεωργός (s. γῆ), δημιουργός (s. v.).Derivatives: ἐργώδης `laborious, heavy' (Hp., X.). ἐργάτης m. (from plur. ἔργα; Schwyzer 500; cf. ἐργάζομαι) `labourer', esp. `agricultural lab.', `laborious' (Ion.-Att.), f. ἐργάτις, with ἐργατικός `from an ἐργάτης, laborious', ἐργατίνης = ἐργάτης (Theoc.; vgl. Chantraine Formation 203, Schwyzer 490), διεργάτινος (Mytilene), ἐργατήσιος `profitable' (Plu. Cat. Ma. 21; uncertain; cf. Chantraine 42); ἐργασία, to ἐργάζομαι, s. below; denomin. verb ἐργατεύομαι, - εύω `work hard' with ἐργατεία (LXX, pap.). Έργάνη, Delph. Ϝαργάνα surname of Athena (Delphi VI-Va etc.), also = ἐργασία (pap., H.); ἔργανα, Ϝέργανα (written γέργ-) ἐργαλεῖα H. ἐργαλεῖον, usu. pl. - εῖα, Cret. Ϝεργ- `tool, instrument' (Ion.-Att.); there is no *ἔργαλον (cf. Chantraine 60 w. n. 1). denomin. verb ἐργάζομαι (Schwyzer 734 w. n. 7), Cret. Ϝεργάδδομαι `work' (Il.), often with prefix ἀπ-, ἐν- etc.; several derivv.: ἐργαστικός `busy, productive, labourer' (Ion.-Att.); ἐργασία, Cret. Ϝεργ- `(heavy) labour, fieldwork, profession' (Ion.-Att.; cf. Porzig Satzinhalte 215) with ἐργάσιμος `in business, cleared (land)' (also to ἐργάζομαι; cf. Arbenz Die Adj. auf - ιμος 44f.); ἐργαστήρ `fieldlabourer' (X.), ἐργαστής `id.', also `negotiator' (A. D., Rom. inscr.); ἐργαστήριον `workshop' (Ion.-Att.; cf Chantraine 62f.; from there - after vinculum - Lat. ergastulum; after Leumann [lastly Sprache 1, 207 n. 11] from ἔργαστρον) with ἐργαστηριακός `labourer' (Plb.), deminut. ἐργαστηρίδιον (pap.); ἔργαστρα pl. `wages' (pap.; Chantraine 332); cf. Fraenkel Nom. ag. 1, 147 w. n. 3. Desiderat. ptc. ἐργασείων `who wants to do' (S.).Origin: IE [Indo-European] [1168] *u̯erǵ- `work'Etymology: Ϝέργον (Dor.; from there El. Ϝάργον) is identical with Av. varǝzǝm n., Germ., e. g. OHG werc, ONo. verk n. ` work'; IE *u̯érǵom n.; with sec. o Arm. gorc `id.' (after deverb. gorcem `work'); uncertain Welsh. vergo-bretus `highest official of the Aeduans'. - Primary verbs ἔρδω and ῥέζω; further ὄργανον, ὄργια, ἐόργη, s. vv.Page in Frisk: 1,548-549Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔργον
См. также в других словарях:
εργαστήρ — ἐργαστήρ, ῆρος, ό, θηλ. ἐργαστρίς, ίδος (Α) [εργάζομαι] 1. εργάτης, γεωργός 2. (για τον Ήφαιστο) σιδηρουργός … Dictionary of Greek
ἐργαστήρ — workman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργαστῆρας — ἐργαστήρ workman masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργαστῆρες — ἐργαστήρ workman masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργαστῆρσι — ἐργαστήρ workman masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργαστήρων — ἐργαστήρ workman masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιακός — κατάλ. που εμφανίζεται ήδη από τον 5ο π.Χ. αιώνα σε πλήθος επιθ. παραγομένων από λ. σε ιος και που σχηματίστηκε αντί για * ιικός αναλογικά προς τις καταλ. ιά, ιάς, ιάδης, ιάζειν και προς αποφυγή τής κακοφωνίας τών δύο συνεχόμενων ι. Οι λ. με… … Dictionary of Greek
εργάζομαι — και εργάζω (AM ἐργάζομαι) 1. απασχολώ τις σωματικές και πνευματικές μου δυνάμεις στην παραγωγή έργου (α. «εργάζομαι σκληρά» β. «εργάζεται στα χωράφια» γ. «εργάζεται σ’ ένα πρόγραμμα οικονομικής συνεργασίας» δ. «εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ… … Dictionary of Greek
εργαστήριο — Χώρος με κατάλληλο εξοπλισμό για την εκτέλεση ορισμένων εργασιών ή διαδικασιών (με την έννοια αυτή ε. είναι και μια μικρή βιοτεχνία)· ειδικότερα, χώρος που εξοπλίζεται με τα κατάλληλα μέσα για την πραγματοποίηση πειραμάτων στα πεδία της… … Dictionary of Greek
εργαστής — ἐργαστής, ὁ (Α) [εργάζομαι] ο εργαστήρ … Dictionary of Greek
εργαστρίς — η βλ. εργαστήρ … Dictionary of Greek