Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λῆμμα

См. также в других словарях:

  • λῆμμα — anything received neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήμμα — Το αποκομιζόμενο εισόδημα, η πρόσοδος, το κέρδος. Στη Λογική, λ. ονομάζεται η μείζων πρόταση από την οποία δημιουργείται το συμπέρασμα, ενώ οι λεξικογράφοι ονομάζουν λ. τον αρχικό τύπο στον οποίο υπάγεται η τυπολογική και σημασιολογική πραγματεία …   Dictionary of Greek

  • λήμμα — το, ατος (στη λεξικογραφία), κάθε λέξη που εξηγείται ή γράφεται γι αυτήν σχετικό άρθρο: Τα λήμματα της εγκυκλοπαίδειας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λῆμμ' — λῆμμα , λῆμμα anything received neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήμμαθ' — λή̱μματα , λῆμμα anything received neut nom/voc/acc pl λή̱μματι , λῆμμα anything received neut dat sg λή̱μματε , λῆμμα anything received neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Перантинос, Никос — Никос Перантинос греч. Νίκος Περαντινός Дата рождения: 1910 год(1910) …   Википедия

  • Фокас, Димитриос — Димитриос Фокас Δημήτριος Φωκάς Род деятельности: вице адмирал Дата рождения: 1886 год(1886) …   Википедия

  • Тзавелас, Ламброс — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Тзавелас. Ламброс Тзавелас греч. Λάμπρος Τζαβέλας Дата рождения 1745 год(174 …   Википедия

  • δίλημμα — Σύνθετος συλλογισμός που περιέχει δύο αντιθετικές προτάσεις· θέση αμηχανίας στην οποία βρίσκεται κανείς προκειμένου να επιλέξει μεταξύ δύο αποφάσεων· απορία που οδηγεί σε δύο αντίθετες απόψεις ή λύσεις· η δυσχέρεια επιλογής μεταξύ ενός ζεύγους… …   Dictionary of Greek

  • λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… …   Dictionary of Greek

  • λημμάτιον — λημμάτιον, τὸ (Α) [λήμμα] υποκορ. τού λήμμα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»