-
1 ἔργον
Grammatical information: n.Meaning: `work, labour, work of art' (Il.).Dialectal forms: Myc. wekata \/wergatās\/Compounds: As 1. member e. g. in ἐργο-λάβος `undertaker'; further PN Έργα-μένης (Bechtel Namenstud. 23f.; cf. ἐργά-της but also Άλκαμένης); very often as 2. member - εργός (or - οργός), e. g. γεωργός (s. γῆ), δημιουργός (s. v.).Derivatives: ἐργώδης `laborious, heavy' (Hp., X.). ἐργάτης m. (from plur. ἔργα; Schwyzer 500; cf. ἐργάζομαι) `labourer', esp. `agricultural lab.', `laborious' (Ion.-Att.), f. ἐργάτις, with ἐργατικός `from an ἐργάτης, laborious', ἐργατίνης = ἐργάτης (Theoc.; vgl. Chantraine Formation 203, Schwyzer 490), διεργάτινος (Mytilene), ἐργατήσιος `profitable' (Plu. Cat. Ma. 21; uncertain; cf. Chantraine 42); ἐργασία, to ἐργάζομαι, s. below; denomin. verb ἐργατεύομαι, - εύω `work hard' with ἐργατεία (LXX, pap.). Έργάνη, Delph. Ϝαργάνα surname of Athena (Delphi VI-Va etc.), also = ἐργασία (pap., H.); ἔργανα, Ϝέργανα (written γέργ-) ἐργαλεῖα H. ἐργαλεῖον, usu. pl. - εῖα, Cret. Ϝεργ- `tool, instrument' (Ion.-Att.); there is no *ἔργαλον (cf. Chantraine 60 w. n. 1). denomin. verb ἐργάζομαι (Schwyzer 734 w. n. 7), Cret. Ϝεργάδδομαι `work' (Il.), often with prefix ἀπ-, ἐν- etc.; several derivv.: ἐργαστικός `busy, productive, labourer' (Ion.-Att.); ἐργασία, Cret. Ϝεργ- `(heavy) labour, fieldwork, profession' (Ion.-Att.; cf. Porzig Satzinhalte 215) with ἐργάσιμος `in business, cleared (land)' (also to ἐργάζομαι; cf. Arbenz Die Adj. auf - ιμος 44f.); ἐργαστήρ `fieldlabourer' (X.), ἐργαστής `id.', also `negotiator' (A. D., Rom. inscr.); ἐργαστήριον `workshop' (Ion.-Att.; cf Chantraine 62f.; from there - after vinculum - Lat. ergastulum; after Leumann [lastly Sprache 1, 207 n. 11] from ἔργαστρον) with ἐργαστηριακός `labourer' (Plb.), deminut. ἐργαστηρίδιον (pap.); ἔργαστρα pl. `wages' (pap.; Chantraine 332); cf. Fraenkel Nom. ag. 1, 147 w. n. 3. Desiderat. ptc. ἐργασείων `who wants to do' (S.).Origin: IE [Indo-European] [1168] *u̯erǵ- `work'Etymology: Ϝέργον (Dor.; from there El. Ϝάργον) is identical with Av. varǝzǝm n., Germ., e. g. OHG werc, ONo. verk n. ` work'; IE *u̯érǵom n.; with sec. o Arm. gorc `id.' (after deverb. gorcem `work'); uncertain Welsh. vergo-bretus `highest official of the Aeduans'. - Primary verbs ἔρδω and ῥέζω; further ὄργανον, ὄργια, ἐόργη, s. vv.Page in Frisk: 1,548-549Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔργον
См. также в других словарях:
Κουμανταρέας, Μένης — (Αθήνα 1931 –). Πεζογράφος και μεταφραστής λογοτεχνίας. Δεν ακολούθησε ολοκληρωμένο κύκλο πανεπιστημιακών σπουδών και μετά τη θητεία του στο ναυτικό εργάστηκε για μια εικοσαετία σε ναυτιλιακές και ασφαλιστικές εταιρείες. Παράλληλα ασχολήθηκε με… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek