Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Πατροκλῆος

См. также в других словарях:

  • Πατροκλῆος — Πατροκλέης masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Гекзаметр — Гекзаметр, гексаметр, устар. ексаметр, ексаметрон, эксаметр, дактило хореический размер, шестеромерный стих (др. греч. ἑξάμετρον, от ἕξ  «шесть» и μέτρον  «мера»)  в античной метрике любой стих, состоящий из шести метров. В более… …   Википедия

  • ενηείη — ἐνηείη, η (Α) [ενηής] πραότητα, αγαθότητα, ευπροσηγορία, ευμένεια («νῡν τις ἐνηείης Πατροκλῆος δειλοῑο μνησάσθω», Ομ. Οδ.) …   Dictionary of Greek

  • κικλήσκω — (Α) 1. καλώ κάποιον, φωνάζω κάποιον κοντά μου («κικλήσκει σε πατὴρ ἐμός», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον σε γεύμα, δείπνο κ.λπ. 3. καλώ κάποιον να μέ βοηθήσει, επικαλούμαι τη βοήθεια κάποιου («κικλήσκουσ Ἀίδην καὶ ἐπαινὴν Περσεφόνειαν», Ομ. Ιλ.) 4 …   Dictionary of Greek

  • Ναυκύδης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ν. ο πρεσβύτερος (5ος αι. π.Χ.).Γλύπτης. Καταγόταν από το Άργος και ήταν αδελφός του περίφημου γλύπτη Πολύκλειτου. Πρέπει να ήταν πολύ νεότερος από τον αδελφό του, γιατί ο Πλίνιος αναφέρει ότι έζησε κατά την 95η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»