Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

Μήδων

См. также в других словарях:

  • Μήδων — masc nom/voc sg Μή̱δων , Μῆδος Mede masc gen pl Μῆδος Mede masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μηδῶν — Μήδη fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηδῶν — μῆδος 1 counsels neut gen pl (attic epic doric) μῆδος 2 genitals neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μήδωνι — Μήδων masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μήδωνος — Μήδων masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • κυρός — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… …   Dictionary of Greek

  • κύρος — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… …   Dictionary of Greek

  • Βαβυλώνιοι — Αρχαίος λαός της πόλης Βαβυλώνας, αλλά και του νότιου τμήματος της Μεσοποταμίας, μεταξύ του Τίγρη και του Ευφράτη. Οι Β. αποτελούσαν τον νότιο κλάδο των σημιτικών πληθυσμών της Μεσοποταμίας και ξεχώριζαν από τους Ασσυρίους, οι οποίοι ήταν… …   Dictionary of Greek

  • μηδίζω — (Α μηδίζω) 1. διάκειμαι φιλικά ή προσχωρώ στους Μήδους, υπερασπίζομαι τα συμφέροντα τών Μήδων, παίρνω το μέρος τών Μήδων, ακολουθώ τους Μήδους («ὁ Μεγάβαζος στρατηγὸς ληφθεὶς ἐν τῇ χώρῃ Ἑλλησποντίων τοὺς μὴ μηδίζοντας κατεστρέφετο», Ηρόδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • μηδιά — Αρχαία χώρα της νοτιοδυτικής Ασίας και πιο συγκεκριμένα του βορειοδυτικού Ιράκ. Η Μ. συνόρευε στα Β με την Κασπία θάλασσα και την Αρμενία, στα Δ με τη Μεσοποταμία, στα Ν. με τα Σούσα και στα Α με την Περσία και τη χώρα των Πάρθων. Ήδη από τον 9o… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»