Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀπόλωλα

См. также в других словарях:

  • ἀπόλωλα — ἀπόλλυμι destroy utterly perf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀπόλωλ' — ἀπόλωλα , ἀπόλλυμι destroy utterly perf ind act 1st sg ἀπόλωλε , ἀπόλλυμι destroy utterly perf imperat act 2nd sg ἀπόλωλε , ἀπόλλυμι destroy utterly perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολώλασι — ἀπολώλᾱσι , ἀπόλλυμι destroy utterly perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολώλασιν — ἀπολώλᾱσιν , ἀπόλλυμι destroy utterly perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόλωλ' — ἀπόλωλα , ἀπόλλυμι destroy utterly perf ind act 1st sg ἀπόλωλε , ἀπόλλυμι destroy utterly perf imperat act 2nd sg ἀπόλωλε , ἀπόλλυμι destroy utterly perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικονίω — ἐπικονίω (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐπικεκόνιμαι ἐξέφθαρμαι, ἀπόλωλα» (διαφ. γραφή ἐπικεκόνημαι, οπότε το ρ. θα ήταν επικονέω) …   Dictionary of Greek

  • στίζω — ΝΜΑ 1. προξενώ στίγματα με έγκαυση ή με οξύ όργανο, στιγματίζω, διαστίζω (α. «τόν έστιξε με καυτό σίδερο» β. «τῶν δούλων τὸν πιστότατον ἀποξυρήσας τὴν κεφαλὴν ἔστιξε», Ηρόδ.) 2. ποικίλλω ένα μέρος τού σώματος με στίγματα, κάνω δερματοστιξία («τὰ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»