Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κολακείαις

См. также в других словарях:

  • κολακείαις — κολακεία flattery fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκνυζώμαι — άομαι, Α 1. (για σκύλο) σκιρτώ μπροστά σε κάποιον κουνώντας την ουρά και γαυγίζοντας σιγανά 2. μτφ. (για άνθρωπο) κολακεύω («πολλὰ τοῑς ποσὶ τῆς Ἀρσάκης προσκνυζομένη, καὶ παντοίαις κολακείαις ἐξειπεῑν τὸ πάθος ἐπαγομένη», Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»