-
1 φρόνημα
τό1) взгляд, воззрение; идея, убеждение;πολιτικά φρόνήματα — политические взгляды;
αλλάζω τα φρονήματα μου менять свои взгляды;εκφράζω το φρόνημα μου выражать своё убеждение; 2) самосознание;εθνικό φρόνημα — национальное самосознание
-
2 αδουλωτος
2непорабощенный(ἔθνος Diod.; φρονήματα Plut.)
ἀ. ὑπὸ τῶν παρόντων Plut. — не склоняющийся перед обстоятельствами -
3 αθεος
21) отвергающий (общепризнанных) богов Plat.2) безбожный, нечестивый(ἀνήρ, φρονήματα Aesch.; βέλη Pind.; ἐρωτήματα Plut.)
3) отвергнутый богами(ἄ. ἄφιλος Soph.)
-
4 αναρρωννυμι
1) вновь подкреплять, придавать силы, подбодрять(ἀνθρώπους, τὰ φρονήματα πρὸς τὸ θαρρεῖν Plut.)
ἐπὴ εὐπραγίᾳ ἀναρρωσθέντες Thuc. — ободренные успехом2) окрепнуть -
5 διασειω
1) сильно встряхивать, трясти(τὰ ἱμάτια Arst.; τέν κεφαλήν Plut.)
2) размахивать(τῇ οὐρᾷ Xen.; τοῖν χεροῖν Arst.)
3) сотрясать, расшатывать(τὸ γόμφωμα Plut.)
αἱ οἰκίαι διεσείσθησαν Diod. — дома пришли в ветхость4) потрясать, смущать, волновать(τὰ Ἀθηναίων φρονήματα Her.; τοὺς ἀκούοντας Polyb.)
τὰ παρόντα διασεῖσαι Plut. — совершить переворот в (существующем) положении дел5) притеснять, обижать(τινά NT.)
-
6 ελευθερος
3 и 21) свободный, вольный, независимый(οἱ δοῦλοι καὴ οἱ ἐλεύθεροι Thuc., Arst.; πολίτης Arst.; ἐ. οὔτις ἐστὴ πλέν Διὸς Aesch.; ἥ πόλις κοινωνία τῶν ἐλευθέρων ἐστίν Arst.; ἐλεύθεροι ἀπ΄ ἀλλήλων Xen., Plat.)
ἐλευθερον ἦμαρ ἀπούρας Hom. — лишив свободы, обратив в рабство;κρητῆρα στήσασθαι ἐλεύθερον Hom. — поставить чащу (в честь) свободы;εἰς ἐλευθέραν φυλακέν ἀποθέσθαι τινά Diod. — подвергнуть кого-л. домашнему аресту;ἀγορὰ ἐλευθέρα Xen., Arst.; — свободная площадь, т.е. закрытая для представителей «неблагородных» профессий (торговцев, ремесленников и проч.)2) подобающий свободному гражданину, благородный(λόγος Soph.; φρονήματα, ἦθος Plat.; μεγαλόψυχος καὴ ἐ. Arst.)
3) необремененный долгами(χρήματα Dem.)
4) освобожденный, оправданный(αἵματος Eur.)
-
7 καρτερος
31) сильный, могучий, мужественный(Ἕκτωρ, φάλαγγες, κ. ἐν πολέμῳ Hom.)
κ. πρὸς τὸ λέγειν Plat. — сильный в спорах2) крепкий(σώματα Arst.)
3) великийκ. ὅρκος Hom. — нерушимая клятва
4) могучий, громкий(ἀλαλά Pind.)
5) огромный, громадный(λίθος Pind.)
6) тяжелый, жестокий, мучительный(ἕλκος Hom.)
7) тягостный, удручающий(μέριμνα Pind.)
8) ужасный, жестокий(ἔργα Hom.; μάχη Her.)
9) дерзостный, высокомерный(φρονήματα Aesch.)
10) упорный, непреклонный(πρὸς τὸ ἀπιστεῖν Plat.)
11) крепкий, прочный(τεῖχος Her.; χωρίον Thuc.)
12) не теряющий самообладания, терпеливый(πρός τινα Xen.)
-
8 ματαιος
3 и 21) пустой, вздорный, безрассудный(φόβος, χαρά Aesch.; λόγοι Her., Eur.; πίστις NT.)
τὸ μέ μάταιον Aesch. — сосредоточенность, серьезность2) охваченный безумием, безумный(ἀνήρ Soph.)
3) напрасный, бесполезный, безуспешный(πόνος Plat.; ὑλάγματα Aesch.; στρατεία Dem.; δόρατα Polyb.)
4) оскорбительный, обидный(ἔπη Her.)
5) дерзновенный, заносчивый(γλῶσσα, φρονήματα Aesch.; χεῖρες Soph.)
-
9 πιπτω
(fut. πεσοῦμαι - эп.-ион. πεσέομαι, aor. 2 ἔπεσον - эп. πέσον и эол.-дор. ἔπετον, pf. πέπτωκα - поздн. πέπτηκα; part. πεπτεώς, πεπτηώς и πεπτώς, ῶτος)1) падать(πεδίῳ Hom.; ἐπὴ γᾷ Soph.; ἐπὴ τέν γῆν Plat.; ἐπὴ τῆς γῆς и εἰς τέν γῆν NT.; πρὸς οὖδας Eur.; ἀπ΄ οὐρανοῦ Aesch.; εἰς βόθυνον, ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, ἀπὸ τῆς τραπέζης NT.)
πέσεν ὕπτιος Hom. — он упал навзничь;πέσε πρηνής Hom. и ἐπὴ πρόσωπον NT. — он упал ниц;π. ὑπὸ ἄξοσι Hom. — падать под колеса;ὕπνος ἐπὴ βλεφάροισιν ἔπιπτεν Hom. — сон спустился на вежды;π. μετὰ ποσσὴ γυναικός Hom. — рождаться на свет;π. ἐς πόντον Hes. — (о созвездии) погружаться в море;ὕπνῳ Aesch. и εἰς ὕπνον πεσεῖν Soph. — погрузиться в сон;π. ἀμφὴ γόνυ τινός Eur. — пасть к чьим-л. коленям2) бросаться, устремляться, кидаться(ἐνὴ νήεσσι Hom.; ἐπ΄ ἀλλήλοισι Hes.)
π. περὴ ξίφει Soph. — броситься на (свой) меч;Βορεάο πεσόντος Hom. — при поднявшемся северном ветре3) падать мертвымπ. δορί Eur. — пасть сраженным копьем;
π. ὑπό τινος Her., Plut.; — пасть от чьей-л. руки;οἱ πεπτωκότες Xen. — павшие, убитые;τὸ Περσῶν ἄνθος οἴχεται πεσόν Aesch. — погиб цвет персов;ἀβουλίᾳ πεσεῖν Soph. — погибнуть от (собственного) неблагоразумия4) валиться, рушиться(οἰκία ἔπεσε NT.)
στάντες ἐς ὀρθὸν καὴ πεσόντες ὕστερον Soph. — воспрянув, а затем пав (снова);τὰ σκλήρ΄ ἄγαν φρονήματα πίπτει μάλιστα Soph. — слишком непреклонные души особенно скоро надламываются5) утихать, умолкать(ἄνεμος πέσε Hom.)
πέπτωκε κομπάσματα Aesch. — умолкла похвальба6) выпадать из (чего-л.), т.е. лишаться7) ускользать(ἐξ ἀρκύων Aesch.; ἔξω τῶν κακῶν Arph.)
8) впадать(εἰς ὀργήν Thuc.; τῆς ἀπειθείας NT.)
εἰς νόσον π. Aesch. — заболеть;εἰς ἔρον τοῦ μαθεῖν π. Eur. — загореться любопытством;ἐν μέσοις ἀρκυστάτοις π. Soph. — попасть глубоко в западню;π. ἐς δάκρυα Her. — залиться слезами9) выпадать (на долю), складываться, случаться, оказыватьсяὁ κλῆρος πίπτει τινί или παρά τινα Plat. и ἐπί τινα NT. — жребий выпадает кому-л., падает на кого-л.;
εὖ πίπτουσιν κύβοι Soph. — кости выпадают хорошо, т.е. обстоятельства складываются благоприятно;τὰ εὖ πεσόντα Aesch. — удачи;πρὸς τὰ πεπτωκότα Plat. — смотря по сложившимся обстоятельствам;ἐν ἀλαθεία π. Pind. — оказываться верным;ὠτακουστεῖν, ὅκῃ πεσέεται τὰ πρήγματα Her. — напряженно выжидать, как сложатся дела10) совпадать, приходиться11) подпадать, относиться(εἰς γένη ταῦτα, ὑπὸ παραγγελίαν οὐδεμίαν Arst.)
12) ошибатьсяτούτου ἐχόμενος, ἡγοῦμαι οὐκ ἄν ποτε πεσεῖν Plat. — полагаю, что, придерживаясь этого, я никогда не ошибусь
13) пропадать, исчезать(εὐκοπώτερόν ἐστι τὸν οὐρανὸν καὴ τέν γῆν παρελθεῖν ἢ τοῦ νόμου μίαν κεραίαν πεσεῖν NT.)
-
10 σκληρος
дор. σκλᾱρός 31) сухой, твердый(γῆ Aesch., Xen.)
2) жесткий, тугой(κοίτη Plat.)
3) упругий(τιτθία Arph.; μαστοί Arst.)
4) крепкий, сильный (sc. παῖς Plut.)5) окостеневший, утративший гибкость (sc. γέρων Plat.)6) сухой, терпкий(οἶνος Arph.)
7) резкий, пронзительный(βρονταί Her.; ἄνεμοι NT.)
8) яркий(αὐγή Arst.)
9) суровый, тяжелый(βίος Men.; συμφοραί Eur.)
10) угрюмый, мрачный(ἦθος Plat.)
11) непокорный, упрямый(φρονήματα Soph.)
12) строгий, неумолимый(δικαστής Arph.)
13) непреклонный(θράσος Eur.)
14) жестокий, злобный(ἄνθρωπος NT.)
σκληρὰ ἀοιδός Soph. = Σφίγξ15) крутой(κοιλία Arst.). - см. тж. σκληρόν
-
11 υπερκομπος
21) крайне кичливый, спесивый(φρονήματα, v. l. ὑπέρκοπος, θράσος Aesch.)
2) великолепный, пышный(αἱ σάγαι Aesch.)
3) выдающийся -
12 υπερφρων
2, gen. ονος1) высокомерный, надменный(λόγοι Aesch.; φρονήματα Eur.)
2) горделивый(τὸ σῆμα ἐπ΄ ἀσπίδος Aesch.)
3) уверенный в себе(ἥ τόλμα Thuc.)
-
13 εκφράζω
μετ.1) высказывать, выражать;εκφράζω εικασία (γνώμη) — высказывать предположение (мнение);
φρονήματα ( — или ιδέες) — выражать мысли;εκφράζω συμπάθεια — выражать сочувствие;
εκφράζω εμπιστοσύνη — выражать доверие;
2) выражать, обнаруживать, проявлять;εκφράζω χαρά (δυσαρέσκεια) — выражать радость (недовольство);
την αγάπη μου — проявлять свою любовь;εκφράζομαι — высказываться, выражать свои мысли;
εκφράζομαι με ακρίβεια και συντομία — выражаться точно и кратко;
εκφράζομαι κατά τίνος — высказываться против кого-чего-л.
-
14 κοινωνικός
η, ό[ν]1) общественный, социальный;κοινωνικές σχέσεις — общественные отношения;
κοινωνικό καθεστώς ( — или σύστημα) — общественный строй;
κοινωνικές ασφαλίσεις — социальное страховсшие;
κοινωνικές υπηρεσίες — или κοινωνική πρόνοια — социальное обеспечение;
κοινωνική εργασία — общественная работа;
κοινωνική ζωή — или κοινωνικ βίος — общественная, социальная жизнь;
κοινωνικές τάξεις (επιστήμες) — общественные классы (науки);
κοινωνική παραγωγή — общественное производство;
κοινωνική ιδιοκτησία — общественная собственность;
κοινωνική θέση — социальное положение;
κοινωνικά φρονήματα — политические убеждения;
πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων — справка (полиции) о политической благонадёжности;
2) общительный;κοινωνικός χαρακτήρας — общительный характер
См. также в других словарях:
φρονήματα — φρόνημα mind neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρονήματ' — φρονήματα , φρόνημα mind neut nom/voc/acc pl φρονήματι , φρόνημα mind neut dat sg φρονήματε , φρόνημα mind neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρόνημα — το, ΝΜΑ [φρονῶ] 1. διανόημα, σκέψη (α. «μ ένα βλέμμα όπου φονεύει / τα φρονήματα τα αισχρά», Σολωμ. β. «Ζεύς τοι κολαστὴς τῶν ὑπερκόπων ἄγαν φρονημάτων», Αισχύλ.) 2. συναίσθηση αξίας ή υπεροχής, αυτοπεποίθηση (α. «έχει υψηλό φρόνημα» β. «ἀνδρὶ … Dictionary of Greek
άρχων — (3ος–2ος αι. π.Χ.).Ευγενής από την Αιγείρα. Έγινε τρεις φορές στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας (187, 172, 170 π.Χ.). Κατηγορήθηκε για εχθρότητα προς τους Ρωμαίους, αλλά υποστηρίχτηκε από την Εκκλησία του Δήμου για τα πατριωτικά του φρονήματα. * … Dictionary of Greek
ανδρόβουλος — ἀνδρόβουλος, ον (Α) (για γυναίκα) αυτή που έχει ανδρικά φρονήματα … Dictionary of Greek
αξεσπάθωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έδρασε αποφασιστικά 2. αυτός που δεν εκδήλωσε ανεπιφύλακτα τη γνώμη ή τα φρονήματα του … Dictionary of Greek
γεώδης — ες (AM γεώδης, ες) [γέα, γη] 1. αυτός που έχει τη σύσταση ή το χρώμα τού εδάφους, χωμάτινος 2. ο χωματώδης, εκείνος που έχει πολύ χώμα αρχ. μσν. ο γήινος, ο σχετικός με τη σάρκα και τα εγκόσμια, σε αντίθεση με τον ουράνιο, τον πνευματικό («γεώδη… … Dictionary of Greek
δηλώνω — (AM δηλῶ, όω Μ και δηλώνω) [δήλος] 1. αναφέρω, λέγω («δήλωσε τα εξής», «δηλώσω δὲ καὶ τόδε») 2. φανερώνω, αποκαλύπτω («τον έρωτα εδήλωσαν που χαν εις την αγάπην», «κάρτα μοι σαφώς ἐδήλωσας κακά») 3. ερμηνεύω, εξηγώ («δηλώσει τα αινίγματα και τα… … Dictionary of Greek
δημοτικός — ή και ιά, ό (AM δημοτικός, ή, όν) Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δήμο, στον λαό νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει στον δήμο ή υπάγεται στη δικαιοδοσία τής δημοτικής αρχής (σε αντιδιαστολή με αυτόν που υπάγεται στο δημόσιο ή σε ιδιώτες) 2.… … Dictionary of Greek
ηερέθομαι — ἠερέθομαι (Α) (επικ. τ. τού αείρομαι μόνο στο γ πληθ. πρόσ. ενεστ. και πρτ.) 1. κρέμομαι, μετεωρίζομαι, αιωρούμαι 2. (για νέους) είμαι άστατος, έχω ασταθή φρονήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Παράλληλος τ. τού αείρω (Ι)* (πρβλ. ηγερέθομα αγείρω). Το αρχικό… … Dictionary of Greek
θεμίζω — (Α) [θέμις (Ι)] 1. δικάζω, κρίνω, τιμωρώ 2. (κατά τον Ησύχ.) «θεμιζέτω μαστιγούτω, νομοθετείτω» 3. μέσ. θεμίζομαι ρυθμίζω τα φρονήματα μου και τις επιθυμίες μου σύμφωνα με τον νόμο («θεμισσάμενοι ὀργάς», Πίνδ.) … Dictionary of Greek