Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ὑπέρφρων

См. также в других словарях:

  • ὑπέρφρων — haughty masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπέρφρων — ον, Α 1. πολύ υπερήφανος, αγέρωχος («τῶν φρονημάτων ὁ Ζεὺς κολαστὴς τῶν ἄγαν ὑπερφρόνων», Ευρ.) 2. γενναιόψυχος, υψηλόφρονας·3. το ουδ. ως ουσ. τὸ υπέρφρον γενναιοφροσύνη 4. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὑπέρφρονα πολύ υπερήφανα, αλαζονικά. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ὑπερφρόνων — ὑπέρφρων haughty masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέρφρον — ὑπέρφρων haughty masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέρφρονα — ὑπέρφρων haughty masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέρφρονας — ὑπέρφρων haughty masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέρφρονες — ὑπέρφρων haughty masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέρφρονι — ὑπέρφρων haughty masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέρφρονος — ὑπέρφρων haughty masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέρφροσιν — ὑπέρφρων haughty masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανυπέρφρων — ον, Α υπεροπτικός στο έπακρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὑπέρφρων «υπερήφανος»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»