-
1 υπερφρων
2, gen. ονος1) высокомерный, надменный(λόγοι Aesch.; φρονήματα Eur.)
2) горделивый(τὸ σῆμα ἐπ΄ ἀσπίδος Aesch.)
3) уверенный в себе(ἥ τόλμα Thuc.)
См. также в других словарях:
ὑπέρφρων — haughty masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέρφρων — ον, Α 1. πολύ υπερήφανος, αγέρωχος («τῶν φρονημάτων ὁ Ζεὺς κολαστὴς τῶν ἄγαν ὑπερφρόνων», Ευρ.) 2. γενναιόψυχος, υψηλόφρονας·3. το ουδ. ως ουσ. τὸ υπέρφρον γενναιοφροσύνη 4. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὑπέρφρονα πολύ υπερήφανα, αλαζονικά. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ὑπερφρόνων — ὑπέρφρων haughty masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέρφρον — ὑπέρφρων haughty masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέρφρονα — ὑπέρφρων haughty masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέρφρονας — ὑπέρφρων haughty masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέρφρονες — ὑπέρφρων haughty masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέρφρονι — ὑπέρφρων haughty masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέρφρονος — ὑπέρφρων haughty masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέρφροσιν — ὑπέρφρων haughty masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανυπέρφρων — ον, Α υπεροπτικός στο έπακρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὑπέρφρων «υπερήφανος»] … Dictionary of Greek