Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(δικαστής

См. также в других словарях:

  • δικαστής — a judge masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαστής — Όρος που στη συνήθη του έννοια σημαίνει τον δημόσιο λειτουργό, o οποίος αποτελεί μέλος της δικαστικής αρχής και με την ιδιότητά του αυτή έχει δικαστικές αρμοδιότητες. Αντίθετα, υπό στενή έννοια ο όρος αφορά τους δημόσιους λειτουργούς που είναι… …   Dictionary of Greek

  • δικαστής — ο δημόσιος υπάλληλος που απονέμει δικαιοσύνη, που ασκεί τη δικαστική εξουσία σύμφωνα με τους νόμους του κράτους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δικασταῖς — δικαστής a judge masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικασταί — δικαστής a judge masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαστοῦ — δικαστής a judge masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαστῆ — δικαστής a judge masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαστῇ — δικαστής a judge masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαστήν — δικαστής a judge masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαστῶν — δικαστής a judge masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικάζω — (AM δικάζω) 1. κρίνω, αποφασίζω ως δικαστής ή ένορκος για την ενοχή κάποιου 2. κρίνω ως δικαστής τις διαφορές, αποφασίζω για κάτι που αμφισβητείται 3. εκδίδω καταδικαστική απόφαση, ορίζω ποινή μσν. μέσ. 1. λογομαχώ, διαφωνώ 2. συζητώ 3. σκέφτομαι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»