1 αναρρωννυμι
(ἀνθρώπους, τὰ φρονήματα πρὸς τὸ θαρρεῖν Plut.)
νοσήσας ἐπισφαλῶς ἀνέρρωσε Plut. — он оправился от опасной болезни
Древнегреческо-русский словарь > αναρρωννυμι