Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κοινωνικ

  • 1 κοινωνικός

    η, ό[ν]
    1) общественный, социальный;

    κοινωνικές σχέσεις — общественные отношения;

    κοινωνικό καθεστώς ( — или σύστημα) — общественный строй;

    κοινωνικές ασφαλίσεις — социальное страховсшие;

    κοινωνικές υπηρεσίες — или κοινωνική πρόνοια — социальное обеспечение;

    κοινωνική εργασία — общественная работа;

    κοινωνική ζωή — или κοινωνικ βίος — общественная, социальная жизнь;

    κοινωνικές τάξεις (επιστήμες) — общественные классы (науки);

    κοινωνική παραγωγή — общественное производство;

    κοινωνική ιδιοκτησία — общественная собственность;

    κοινωνική θέση — социальное положение;

    κοινωνικά φρονήματα — политические убеждения;

    πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων — справка (полиции) о политической благонадёжности;

    2) общительный;

    κοινωνικός χαρακτήρας — общительный характер

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κοινωνικός

См. также в других словарях:

  • κοινωνισμός — ο παλαιός όρος που χρησιμοποιήθηκε αντί τού όρου σοσιαλισμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Κοινων ισμός (αντί τού ορθτ. *κοινωνικ ισμός ως απόδοση τού γαλλ. social isme) < θ. κοινων τού κοινων ικός + κατάλ. ισμός (πρβλ. εθνικ ισμός, κομμουν ισμός). Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνιστής — ο παλαιός όρος που χρησιμοποιήθηκε αντί τού όρου σοσιαλιστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Κοινωνιστής (αντί τού ορθτ. *κοινωνικ ιστής ως απόδοση τού γαλλ. social iste) < θ. κοινων τού κοινων ικός + κατάλ. ιστής, πρβλ. μαρξ ιστής, υπαρξ ιστής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»