-
121 εὔστροφος
A well-twisted, ἐϋστρόφῳ οἰὸς ἀώτῳ with well-twisted wool (i.e. a sling), Il.13.599, 716 (ἐϋστρεφεῖ Aristarch.
).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔστροφος
-
122 καίω
Aἔκαιον Od.9.553
, [dialect] Att. ἔκᾱον, [dialect] Ep.καῖον Il. 21.343
: [tense] fut.καύσω X.Cyr.5.4.21
, ([etym.] ἐπι-) Pl.Com.186.4, ([etym.] κατα-) Ar. Lys. 1218; also : [tense] aor. 1 , Th. 7.80 (bis), Pl.Grg. 456b, etc.; [dialect] Ep. ἔκηα (certain [voice] Act. and [voice] Med. forms have κει- in codd. of Hom., v. infr.),ἔκηα Il.1.40
, al.; [ per.] 3sg. ἔκηε ([etym.] ν) 22.170, 24.34, al.; unaugm.κῆεν 21.349
; [ per.] 3pl. ἔκηαν (v.l. ἔκειαν) Od.22.336; imper.κεῖον 21.176
codd.; [ per.] 1pl. subj.κείομεν Il.7.333
([pref] κατα-), 377, 396 (better attested than κήομεν); opt. κήαι, κήαιεν, 21.336, 24.38; inf.κῆαι Od.15.97
(v.l. κεῖαι), κατα-κῆαι 10.533
, 11.46, κακκῆαι ib.74 (v.l. κακκεῖαι); part.κείαντες 9.231
, 13.26, [dialect] Att. , S.El. 757, ([etym.] ἐκ-) E.Rh.97, (lyr.),ἐγκέαντι IG12.374.96
,261: [tense] pf. κέκαυκα ([etym.] κατα-, προς-) X.HG6.5.37, Alex.124.3:—[voice] Med., [tense] aor. 1 ἐκαυσάμην ([etym.] ἀν-) Hdt.1.202, 8.19; [dialect] Ep. κείαντο, κειάμενοι, Il.9.88, 234;κειάμενος Od.16.2
, 23.51:—[voice] Pass., [tense] fut.καυθήσομαι Hp.Nat.Mul. 107
, ([etym.] κατα-, ἐκ-) Ar.Nu. 1505, Pl.R. 362a; lateκᾰήσομαι 1 Ep.Cor.3.15
: [tense] aor. 1ἐκαύθην Hp.Epid.4.4
, Int. 28, ([etym.] κατ-) Hdt.1.19, Th.3.74; [dialect] Ep. and [dialect] Ion.[tense] aor. 2 ἐκάην [pron. full] [ᾰ] Il.9.212 ([etym.] κατ-), Od.12.13, ([etym.] δί-) Hp.Loc.Hom.40, ([etym.] κατ-) Hdt.2.180; inf.καήμεναι Il.
<*>3.210,καῆναι Parth.9.8
: [tense] pf. , Th.4.34, etc.,κέκαυσμαι Hp.Int.28
; inf. . (From κᾰϝ-yw.)I kindle,πυρὰ πολλά Il.9.77
;πῦρ κείαντες Od.9.231
;πῦρ κῆαι 15.97
, etc.:—[voice] Med., πῦρ κείαντο they lighted them a fire, Il.9.88, cf. 234, Od.16.2:—[voice] Pass., to be lighted, burn,πυραὶ νεκύων καίοντο Il.1.52
;θεείου καιομένοιο 8.135
;καιομένοιο πυρός 19.376
, cf. Hdt.1.86, Ar.V. 1372, etc.;φῶς πυρὸς καόμενον Pl.R. 514b
; αἱ φλόγες αἱ καιόμεναι.. περὶ τὸν οὐρανόν the meteors which blaze, Arist.Mete. 341b2; of ore, to be smelted, Id.HA 552b10.II set on fire, burn, μηρία, ὀστέα, Od.9.553, Hes.Th. 557;νεκρούς Il.21.343
; δένδρεα ib. 338:—[voice] Pass.,νηυσὶν καιομένῃσιν 9.602
.2 make hot, of the sun,ἀνθρώπους Hdt.3.104
: abs., ibid., Pl.Cra. 413b; [ Χείμαρρος] smelted,AP
9.277 (Antiphil.).3 of extreme cold,ἡ Χιὼν καίει τῶν κυνῶν τὰς ῥῖνας X.Cyn.8.2
, cf. 6.26 ([voice] Pass.);κάειν λέγεται.. τὸ ψυχρόν, οὐχ ὡς τὸ θερμόν Arist.Mete. 382b8
.4 [voice] Pass., of fever-heat,τὰ ἐντὸς ἐκάετο Th.2.49
: metaph., of passion, esp. of love, to be on fire,ἐν φρασὶ καιομένα Pi.P.4.219
;κάομαι τὴν καρδίαν Ar.Lys.9
;ἔρως.. ὕβρει καόμενος Pl.Lg. 783a
; καίεσθαί τινος (sc. ἔρωτι) Hermesian.7.37, Charito 4.6, cf. Parth.14.2; also καομένη Ἑλλάς Greece being in a fever of excitement, Lys.33.7.III burn and destroy (in war), τέμνειν καὶ κ., κ. καὶ πορθεῖν, waste with fire and sword, X.HG4.2.15, 6.5.27.IV of surgeons, cauterize,ὤμους Hp.Art.11
:—in [voice] Pass., Id.Aph.6.60: abs., τέμνειν καὶ κάειν to use knife and cautery, Pl.Grg. 480c, 521e, X.An.5.8.18, etc.: rarely reversed,κέαντες ἢ τεμόντες A.Ag. 849
. -
123 καταρκέω
A to be fully sufficient, ; ;πρὸς τὰς παρασκευάς Jul.Or.1.29c
: impers., it is enough,καταρκεῖ τοῦδε κεκλῆσθαι πατρός S.Fr.86
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταρκέω
-
124 νόμιμος
A conformable to custom, usage, or law, ν. ὅρκος Lexap.And.1.98;ν. ἔρωτες Gorg.Fr.6
D.;ἔργα δίκαια καὶ ν. Democr.174
; legitimate,ν. παῖδες E.Ph. 815
(lyr.): hence, customary, prescriptive, φῶς ib. 345 (lyr.), etc.;οἱ ν. θεοί Pl.Lg. 954a
;ἡ ἐπίδεσις ἡ ν. Hp.Art.14
;νόμιμόν [ἐστί] τινι ποιεῖν τι X.Cyr.8.8.8
;ν. τινὰ δεδέσθαι Id.Mem.1.2.49
.2 observant of law, Choeril.3, Antipho 2.2.12, Archyt. ap. Stob.4.5.61;ν. καὶ κόσμιοι Pl.Grg. 504d
; ν. πόλις Isoc.l.c.II νόμιμα, τά, usages, customs,ἄλλα ἄλλοισιν νόμιμα, σφετέραν δ' αἰνεῖ δίκαν ἕκαστος Pi.Fr. 215
, cf. A.Th. 334 (lyr.), Hdt.2.79; ν. Δωρικά, Χαλκιδικά, Th.6.4,5;τὰ κοινὰ τῶν Ἑλλήνων ν. Id.3.59
; almost, = νόμοι, ἄγραπτα ν. S.Ant. 455;ν. θεῶν E.Supp. 19
;τὰ εἰωθότα ν. Pl.Phdr. 265a
;ἄγραφα ν. Id.Lg. 793a
, D.23.70; τὰ περὶ τοὺς θεοὺς ν., τὸ πρὸς τοὺς πολεμίους ν., X.Mem.4.6.4, Cyr.1.6.34; ν. βαρβαρικά, title of treatise by Aristotle: rare in sg.,τὸ πάντων ν. Emp.135.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νόμιμος
-
125 περιλάμπω
A shine around or brightly, Id.Cam. 17;πρὸς τὴν σελήνην Id.Arat.21
, etc.:—[voice] Med., ;τῷ χρυσῷ Luc.Ind.9
.II c.acc., light up, πολεμίῳ πυρὶ τὴν Ἑλλάδα π. Demad.39 ; illuminate, ; shine around, Plu.Cic. 35;φῶς π. τινά Act.Ap.26.13
, cf. Ev.Luc.2.9:—[voice] Pass., to be illumined, φωτί, ὑπὸ τῆς φλογός, Plu.Per.39, Dio 46;ὑπὸ τῶν ἀστέρων Luc.Dom. 8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιλάμπω
-
126 ποικίλλω
ποικ-ίλλω, [tense] fut. ποικῐλῶ Choerob.in An.Ox.2.250: [tense] aor. 1 inf. ποικῖλαι ([etym.] δια-) Isoc.9.9; part.A , Inscr.Délos 442A 206 (ii B.C.): [tense] pf.πεποίκιλκα D.H.Pomp.4
:—[voice] Pass., [tense] pf. πεποίκιλμαι, v. infr.: ([etym.] ποικίλος):—work in various colours, work in embroidery,πώλους ἐν ἀνθοκρόκοισι πήναις E.Hec. 470
(lyr.), cf. IT 224(lyr.);ἐν αὐτῷ [τῷ φάρει] π. γῆν Pherecyd.Syr.2
; of any elaborate work, ἐν δὲ χορὸν ποίκιλλε with cunning workmanship he wrought a χορός, Il.18.590;ἀναθήματα π. Emp.23.1
;ἐν πετάλοις στεφανώματα π. Man.2.325
: metaph.,ποικίλλεται γαῖα πολυστέφανος Lyr.Adesp.104A.
2 embroider garments, etc., Inscr.Délos l.c.;μίτρα καναχηδὰ πεποικιλμένα Pi.N.8.15
: metaph., diversify, vary,ἀνθρώπων βίον E.Cyc. 339
, cf. Pl. Lg. 927e, Plu.Mar.23; π. ἱππικαῖς τάξεσι τὰς πορείας vary the order of march with troops of horse, X.Eq.Mag.4.3;π. ταῖς συλλαβαῖς Pl. Cra. 394a
;τρόπους D.H.Comp.12
, al.;σχημάτων μεταβολαῖς π. τοὺς λόγους Id.Is.3
;ἁρμονίαν Nicom.Harm.11
; π. εἴδη δυσκολίας.. παντοδαπά produces various kinds, Pl.Ti. 87a:—[voice] Pass., [πολιτεία] ὥσπερ ἱμάτιον ποικίλον πᾶσιν ἄνθεσι πεποικιλμένον, οὕτω.. πᾶσιν ἤθεσιν πεποικιλμένη Pl.R. 557c
;οὐκ ἐπαύξεται ἡ ἡδονή, ἀλλὰ μόνον ποικίλλεται Epicur.Sent.18
;τὸ φῶς τὸ ἐκεῖ τὸ ποικιλθὲν ἐν λόγοις τοῖς ἄστροις Plot. 2.1.7
.II of style, embellish, adorn,βαιὰ π.
tell with art and elegance,Pi.
P.9.77; of imaginative constructions,πολλά Hp.Morb.Sacr.1
;κάλλιστα τοῖς ὀνόμασι π. Pl.Mx. 235a
;οὐδὲν ξυνίημ' ὧν σὺ π. S.Tr. 1121
, cf. 412:—[voice] Pass.,Σπάρτη πεποίκιλται τρόπους E.Supp. 187
.III intr., vary, change, Hp.Prorrh.1.92, Coac. 182; πολλὰ ποικίλλει χρόνος makes many changes, Men.593.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποικίλλω
-
127 πρίν
πρίν, Adv. and Conj.,A before, until.[πρῐν 19
times in Hom., Il.2.344, al.; πρῑν in Il.6.81, 13.172, al.; once written [full] πρείν, Leg.Gort.7.40, but [full] πρίν IG12.60.11, 94.9, 114.46, etc.; Trag. and Com. always πρῐν ( πρίν γ' must be read in Ar.Ach. 176).]A Adv. of Time, before, either in the sense of sooner or in that of formerly, erst (implying duration up to a certain time):I of future time, with [tense] fut. Indic.,πρίν μιν καὶ γῆρας ἔπεισιν Il.1.29
, cf. 18.283, Od.2.198, etc.: with Subj. = [tense] fut.,πρὶν καὶ κακὸν ἄλλο πάθῃσθα Il.24.551
: with Opt. and κεν, πρίν κεν ἀνιηθεὶς σὴν πατρίδα γαῖαν ἵκοιο Od.3.117
, cf. 11.330, 14.155, Ar. Pax 1076, 1112: with Opt., Il. 24.800: with Imper., 9.250: with Inf. (expressing a wish), 2.413, (expressing an oath) Od.4.254.II of past time,1 formerly, once,πρὶν μέν μοι ὑπέσχετο.., νῦν δὲ.. Il.2.112
, v.l. in 9.19, cf. 23.827;πρὶν μὲν πόσιν ἐσθλὸν ἀπώλεσα Od.4.724
, cf. 3.408.2 formerly (up to a certain point), before, in this sense freq. with Art.,τὸ πρίν γ' ἐκέκαστο Il.5.54
;τὸ πρίν γε.., νῦν δὲ.. 13.105
;νῦν δὲ.. τὸ πρίν γε 16.208
, cf. A.Pr. 443, Hdt.1.129: without Art.,τὰς ἐπιστήμας ἅς ποτε καὶ π. εἴχομεν Pl.Phd. 75e
: with ellipsis of part. γενόμενος, τὰ π. πελώρια (sc. γενόμενα ) the giants of old, A.Pr. 151 (lyr.); τοῦ π. Αἰγέως Aegeus gone before, S.OC69;ἐν τῷ π. χρόνῳ Id.Ph. 1224
;ἐν τοῖς π. λόγοις Th.2.62
: with part. expressed,τὸ π. γενόμενον τέρας Hdt.8.37
;τοὺς πρὶν φυλαττομένους Pl.R. 547c
, etc.3 hitherto,π. μέν.. B.12.114
; until that time, and so meanwhile, Id.15.13.4 sts. folld. by gen.,π. ὥρας Pi.P.4.43
;π. ἀνηκέστου πάθους J.BJ1.6.1
;π. γενέσεως Thd.Su.42
;π. τῆς συνόδου S.E.M.9.371
;π. φάους Arr.An. 3.18.6
; π. τοῦ βλέψαι, π. τοῦ ἀποθανεῖν, S.E.P.7.162, v.l. in LXX To. 14.15; also πρὶν οὗ c. inf., SIG953.16 (Calymna, ii B.C.); c. indic., Test. ap. D.46.21.B Conj. before, ere: freq. following an antecedent clause with adverbial π. (chiefly in [dialect] Ep.), or its equivalents πρότερον, πρόσθεν, πάρος (poet.), esp. with negat.,οὐδὲ π..., π... Il.1.98
,7.481, Od.19.475;μὴ π..., π... Il.2.355
, E.HF 605;π..., π... Il.2.348
, 8.453, Od.19.586;οὐ πρότερον.., π... Ar.Ec. 620
, And.4.17, D.9.61;μὴ πρότερον.. π... S.Ph. 199
(anap.), Pl.Phd. 62c, Aeschin.1.10;πρότερον.., π... And.4.1
, X.Cyr.5.2.9;οὐ πρόσθεν.., π... Od. 17.9
, X.Cyr.1.4.23;μὴ πρόσθεν.., π... Id.An.1.1.10
;πρόσθε., π. τυχεῖν Pi.P.2.92
;οὐ πάρος.., π... Od.2.128
, Il.5.219; preceded by φθάνω, 16.322, Antipho 1.29, Th.4.79, 104, 6.97, 8.12, X.An.4.1.21, Cyr.2.4.25; sts. folld. byἤ, οὐ.. πρίν γ' ἀποπαύσεσθαι πρίν γ' ἢ ἕτερόν γε πεσόντα αἵματος ἆσαι Ἄρηα Il.5.288
, cf. 22.266, Hdt.1.136, 165, al.; dub. and perh. always corrupt in [dialect] Att. and X., Th.5.61, Lys.6.11, Isoc.4.19 (v.l.), Lycurg.128, Aeschin.2.132 (v.l.), X.Cyr.1.4.23, An. 4.5.1, but freq. in later Greek, LXX Ge.29.26, etc.I c. inf., the prevailing constr. in Hom., after positive and negative clauses alike: in [dialect] Att. mostly after positive clauses, and always used with them when the action does not or is not to take place: the tense is,I regularly [tense] aor.,a after a positive clause,ναῖε δὲ Πήδαιον, πρὶν ἐλθεῖν υἷας Ἀχαιῶν Il.13.172
, cf. 8.453, 16.322, Od.1.210;Ζεὺς ὀλέσειε βίην, πρὶν ἥβης μέτρον ἱκέσθαι 4.668
, cf. Il.6.465, 24.245, Pi.P.2.92.3.9, N.8.19, Hdt.6.119, A.Pers. 712, Ag. 1539 (anap.). S.Ant. 120 (lyr.), Tr. 396, E.Alc. 281, Ar.Eq. 258, al., Antipho 5.67, Th.1.125, X.An.4.1.7, Pl.Prt. 350b, al.; after negat. questions which expect a posit. answer, E.Andr. 1069, Ion 524, Rh. 684, Ar.Ra. 481, etc.b after a negat. clause,οὐδ' ὅ γε πρὶν Δαναοῖσιν ἀεικέα λοιγὸν ἀπώσει, πρίν γ' ἀπὸ πατρὶ φίλῳ δόμεναι ἑλικώπιδα κούρην Il.1.98
, cf. 19.423, Od.2.128, 4.747 : after Hom. a negat. antecedent is commonly folld. by πρίν with finite Verb (v. infr. 11); but Inf. is found where π. precedes,π. ἰδεῖν δ', οὐδεὶς μάντις S.Aj. 1419
(anap.);π. μὲν γὰρ κριθῆναι, οὐ ῥᾴδιον ἦν εἰδέναι τὰς αἰτίας And.4.8
;π. νικῆσαι.., οὐκ ἦν.. Lys.19.28
;π. δὲ ταῦτα πρᾶξαι, μὴ σκοπεῖτε D.3.12
, cf. Lycurg. 135; also,οὔτε.. π. ἱδρῶσαι δεῖπνον ᾑρεῖτο X.Cyr.8.1.38
; also after Verbs of fearing (the positive being the thing dreaded),ὅταν.. δεδίωσι μὴ πρότερόν τι μάθῃς, π. τέλος ἐπιθεῖναι τοῖς πραττομένοις Isoc.5.70
, cf. E.Fr.453.6, S.Tr. 632; in unfulfilled conditions and wishes,οὔθ' ὁ Πλούτωνος κύων οὔθ' οὑπὶ κώπῃ ψυχοπομπὸς ἂν Χάρων ἔσχον π. εἰς φῶς σὸν καταστῆσαι βίον E.Alc. 362
, cf. Rh.61; otherwise not common,ὤφθην οὐδεπώποτε π. ταύτην τὴν συμφορὰν γενέσθαι Lys.19.55
;οὐδὲ παύσεται χόλου.., π. κατασκῆψαί τινα E.Med.94
, cf. HF 605;καί μοι μὴ θορυβήσῃ μηδεὶς π. ἀκοῦσαι D.5.15
, cf. X.Oec.4.24: after neg. opt. with ἄν, οὕτω γένοιτ' ἂν οὐδ' ἂν ἔκβασις στρατοῦ καλή, π. ὅρμῳ ναῦν θρασυνθῆναι a.Supp.772, cf. Pl.Lg. 769e: after a past tense (in orat. obliq.),ὤμοσαν μὴ π. ἐς Φώκαιαν ἥξειν, π. ἢ τὸν μύδρον τοῦτον ἀναφανῆναι Hdt.1.165
, cf. 4.9, Th. 7.50, X.HG6.5.23, Pl.Phd. 61a.2 also [tense] pres., to convey a special sense of continuance, effort, or the like , 'before undertaking to', 'before proceeding to',π. ἐξοπλίζειν Ἄρη A.Supp. 702
(lyr.), cf. Ag. 1067;π. νυν τὰ πλείον' ἱστορεῖν.., ἔξελθε S.OC36
, cf. El.20;π. κλαίειν τινά E.Andr. 577
, cf. Or. 1095;π. λέγειν Ar.Th. 380
, cf. Ach. 383, Hdt. 8.3, And.4.1, Th.3.24, Pl.Lg. 666a, X.Cyr.2.4.25, Mem.1.2.40, etc.3 also [tense] perf., after a [tense] fut.,π. τόδ' ἐξηντληκέναι E.Med.79
; after [tense] pres. or [tense] impf., Id.El. 1069, cf. Hdt.3.25;π..., τί μέλλετ'.. ; E.Ph. 1145
;π. καὶ τεθύσθαι Ar.Av. 1034
, cf. V. 1156, Pax 375, Lys. 322 (lyr.), Ra. 1185, X. An.4.1.21, Pl.Tht. 164c, Prt. 320a, etc.; with ἥκειν in [tense] pf. sense, Hdt.6.116;οὐ βουλόμενος διαγωνίσασθαι π. οἱ τοὺς βοηθοὺς ἥκειν Th.5.10
.II with a finite Verb:1 with Ind., chiefly [tense] aor.: not in Hom. (first in h.Ap. 357), who uses Ind. only with πρίν γ' ὅτε, πρίν γ' ὅτε δή, after both posit. and neg. clauses,ἠλώμην.., πρίν γ' ὅτε.. ἤγαγες Od.13.322
;πρίν γ' ὅτε δή με.. κάλεσσεν 23.43
, cf. Il.12.437;οὐδέ κεν ἡμέας ἄλλο διέκρινεν.., πρίν γ' ὅτε δὴ θανάτοιο.. νέφος ἀμφεκάλυψεν Od.4.180
: rarely with [tense] impf., οὐδ' ὧς τοῦ θυμὸν.. ἔπειθον, πρίν γ' ὅτε δὴ θάλαμος πύκ' ἐβάλλετο ( began to be hit) Il.9.588: freq. after Hom., with [tense] aor.,a after neg. clauses: of a fact in the past,οὐκ ἦν ἀλέξημ' οὐδὲν.., πρίν γ' ἐγώ σφισιν ἔδειξα A.Pr. 481
;οὐ πρότερον ἀπανέστη.. Μαρδόνιος, πρὶν ἤ σφεας ὑποχειρίους ἐποιήσατο Hdt.6.45
; ἀλλ' οὐδ' ὣς.. ἠξίωσαν νεώτερόν τι ποιεῖν ἐς αὐτο'ν.., πρίν γε δὴ αὐτοῖς.. μηνυτὴς γίγνεται (histor. [tense] pres. = [tense] aor.) Th.1.132, cf. 3.101, 5.61, Hdt.6.79, Ar.Av. 700, X.Cyr.1.4.23,4.5.13 (histor. [tense] pres.), HG5.4.58, etc.; once in Pl., Phdr. 266a; as part of an unfulfilled condition,οὐκ ἂν κατέσχε δῆμον οὐδ' ἐπαύσατο π. ἀνταράξας πῖαρ ἐξεῖλεν γάλα Sol.
ap. Arist.Ath.12.5;οὐκ ἂν ἐσκεψάμεθα πρότερον.., πρὶν ἐζητήσαμεν Pl.Men. 86d
, cf. Tht. 165e;χρῆν τοίνυν Αεπτίνην μὴ πρότερον τιθέναι τὸν ἑαυτοῦ νόμον, πρὶν τοῦτον ἔλυσε γραψάμενος D.20.96
; after verbs implying a neg.,ἀμφιγνοεῖν X.An.2.5.33
,θαυμάζειν Th.1.51
,λανθάνειν Id.3.29
; also with [tense] impf.,οὔπω ᾔδει.. π. ἐν τῷ κακῷ ἦν Antipho 1.19
, cf. And.4.17, D.9.61.b after posit. clauses (both combined, A.Pr. 481, Th.1.118), with the sense until,ἠγόμην δ' ἀνὴρ ἀστῶν μέγιστος.., πρίν μοι τύχη τοιάδ' ἐπέστη S.OT 776
; σπουδαὶ δὲ λόγων ἦσαν ἴσαι πως, πρὶν.. πείθει (histor. [tense] pres.) E. Hec. 131 (anap.);πρίν γ' ὁρᾷ Id.Med. 1173
; freq. folld. byδή, π. δή τις ἐφθέγξατο Id.Andr. 1147
; τὰ περὶ τοὺς ἀγῶνας κατελύθη (neg. idea)ὑπὸ ξυμφορῶν, πρὶν δὴ οἱ Ἀθηναῖοι τότε τὸν ἀγῶνα ἐποίησαν Th.3.104
, cf.7.39 (histor. [tense] pres.), 71.2 with Subj. only after negs. or equiv. of neg., = ἕως or ἢν μή (in Isoc.4.173 ἢν μή and πρὶν ἄν are used almost as synonyms);οὐ καταδυσόμεθ', ἀχνύμενοί περ.., πρὶν μόρσιμον ἦμαρ ἐπέλθῃ Od.10.175
;μή πω καταδύσεο.., πρίν γ' ἐμὲ.. ἴδηαι Il.18.135
, cf. 190, 24.781;ἀλλ' ὄμοσον μὴ μητρὶ φίλῃ τάδε μυθήσασθαι, πρίν γ' ὅτ' ἂν ἑνδεκάτη τε δυωδεκάτη τε γένηται Od.2.374
, cf. 4.477: in Prose usu. πρὶν ἄν (πρίν κα Berl.Sitzb.1927.161
([place name] Cyrene)), rarely π. alone, as also πρὶν ἤ:a generally with [tense] aor., to express an action preceding the action of the anteced. clause, the Verb in which is [tense] fut. (or some equiv. of the [tense] fut.) or imper.,οὐ γαμέεται παρθένος οὐδεμία, πρὶν ἂν τῶν πολεμίων ἄνδρα ἀποκτείνῃ Hdt.4.117
, cf. 1.82 (v.l.), 3.109 (v.l.); νῦν δ' οὐδέν ἐστι τέρμα μοι προκείμενον μόχθων (the sense here is [tense] fut.), , cf. 166 (lyr.), 177 (anap.);οὐ γάρ ποτ' ἔξει τῆσδε τῆς χώρας, πρὶν ἂν.. στήσῃς ἄγων S.OC 909
, cf. 48, 1041, OT 1529, etc.;οὐκ ἂν ἐκμάθοις.., πρὶν ἂν θάνῃ τις Id.Tr.2
;οὐκ ἄπειμι πρὸς δόμους πάλιν, πρὶν ἄν σε.. ἔξω βάλω E.Med. 276
, cf. 680, Alc. 1145, IA 324, IT19, 1302;μὴ προκαταγίγνωσκε.., π. ἄν γ' ἀκούσῃς ἀμφοτέρων Ar.V. 920
, cf. Ach. 176, 230, X.Hier.6.13, Cyr.1.2.8, An.1. 1.10, 5.7.12, Pl.Phdr. 228c, La. 187e (ἂν added in later codd.), etc.;μηδέν' ὀλβίζειν π. ἀ'ν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ S.OT 1529
(troch.);οὐχὶ μὴ παύσησθε, π. ἄν.. ὑμᾶς τις ἐκτραχηλίσῃ Ar.Lys. 704
: π. withoutἄν, μὴ στέναζε, π. μάθῃς S.Ph. 917
, cf. Ant. 619 (lyr.), Aj. 742, 965, Tr. 608, 946;οὐκ ἔστιν ὅστις αὐτὸν ἐξαιρήσεται.., π. γυναῖκ' ἐμοὶ μεθῇ E.Alc. 849
, cf. Or. 1218, 1357 (lyr.);π. χαρίσωνται Ar.Ec. 629
(s.v.l.);οὐ γὰρ δή σφεας ἀπίει τῆς ἀποικίης, πρὶν δὴ ἀπίκωνται Hdt.4.157
;π. διαγνῶσι Th.6.29
; π... βεβαιωσώμεθα ib.10 (dub.l.);πρὶν ἀνάγκην τινὰ θεὸς ἐπιπέμψῃ Pl.Phd. 62c
codd.;π. ἐξετάσωσιν Hyp.Eux.4
: πρὶν ἤ (never with ἄν), π. ἢ ἀνορθώσωσι Hdt.1.19
, cf. 136, Pl.Ti. 57b, etc.: with neg. implied,ὁ δὲ ἀδικέει ἀναπειθόμενος π. ἢ ἀτρεκέως ἐκμάθῃ Hdt.7.10
.ή; αἰσχρὸν ἡγοῦμαι πρότερον παύσασθαι, π. ἂν.. ψηφίσησθε Lys. 22.4
;ὅστις οὖν οἴεται τοὺς ἄλλους πράξειν τι.., π. ἂν.. διαλλάξῃ, λίαν ἁπλῶς ἔχει Isoc.4.16
(where ὅστις οὖν οἴεται = οὐ δεῖ οὔεσθαι, as is shown by ἀλλὰ δεῖ in the next sentence, cf. D.38.24).b less freq. (never in Hom.) with [tense] pres. subj.: μήπω π. ἂν τῶν ἡμετέρων ἀΐῃς (the Verb has no [tense] aor.) (anap.);ὁ νομοθέτης τὰ διδασκαλεῖα ἀνοίγειν ἀπαγορεύει μὴ πρότερον π. ἂν ὁ ἥλιος ἀνίσχῃ Aeschin.1.10
, cf. Antipho 1.29, X.Cyr.2.2.8, Pl.Phdr. 271c.3 πρίν with Opt.:a representing subj. after histor. tenses,οὐκ ἔθελεν φεύγειν π. πειρήσαιτ' Ἀχιλῆος Il.21.580
; πρίν γ' ὅτε, as with subj., 9.488;ἔδοξέ μοι μὴ σῖγα π. φράσαιμί σοι τὸν πλοῦν ποεῖσθαι S. Ph. 551
, cf. Th.3.22, X.Cyr.1.4.14, HG6.5.19 (cf. 2.4.18), An.1.2.2, Pl.Ap. 36c, etc.b by assimilation,ὄλοιο μήπω π. μάθοιμι S.Ph. 961
, cf. Tr. 657 (lyr.); οὐδὲ γὰρ εἰδείης (potential opt.)..π. πειρηθείης Thgn.126
; after opt. withἄν, οὐκ ἂν πρότερον ὁρμήσειε π. βεβαιώσαιτο Pl.Lg. 799d
, cf. S.OT 505 (lyr.).4 π. ἄν c. opt. is doubtful, and (if not corrupt) due to the change required by orat. obl.,ἀπαγορευόντων τῶν φίλων τῶν ἐμῶν μὴ ἀποκτείνειν τὸν ἄνδρα, πρὶν ἄν ἐγὼ ἔλθοιμι Antipho 5.34
(s.v.l.), cf. X.HG2.3.48, 2.4.18. -
128 σύντροφος
σύντροφ-ος, ον,A brought up together with, τινι Hdt.1.99;ὦ Κύπριδι.. καὶ Χάρισι.. ξύντροφε Διαλλαγή Ar.Ach. 989
(lyr.); also c. gen., foster-brother,οἱ μόθακες σ. Λακεδαιμονίων Phylarch.43
J.; σ. τοῦ βασιλέως Σελεύκου, etc., OGI247.2 (Delos, ii B.C.), al., Plb.5.9.4, 32.15.10; and in Com. phrase,τηγάνων σ. μειρακύλλια Eub.75.2
; freq. of domestic animals,σ. τοῖσι ἀνθρώποισι Hdt.2.65
; τοῖς θηρίοις πόθος τῶν ς. X.Mem.2.3.4;ἔστι [λέων] πρὸς τὰ σ. καὶ συνήθη σφόδρα φιλοπαίγμων Arist.HA 629b11
; κυνίδιον ς. Plu.Aem.10;ὄρνις Luc.Lex.6
: abs., τὸ σ. γένος bred up with me, says Ajax of the Athenians, S.Aj. 861; of like habits with oneself, Pl.Lg. 949c:—freq. in Inscrr. and Pap., SIG798.6(Cyzicus, i A.D.), etc.; Ζωτίκῳ συντρόφῳ his foster-brother, CIG 3109 ([place name] Teos), cf. 3142.3 ([place name] Smyrna), 3268 (ibid.), BGU1058.50 (i B.C.); cf. συντρόφη:—τὸ σ., = συντροφία 1.1, Arist.EN 1161b34.2 generally, living with,τοῖς φονεῦσι S.El. 1190
; ξ. ὄμμα the eye or presence of a companion, Id.Ph. 171 (lyr.); used to a thing, σ. ὤν (sc. ἀνάγκαις) E.IT 1119 (lyr.);γυμνασίῳ Plu.2.130c
; φιλοσοφίᾳ, πενίᾳ, κολακείᾳ, Luc.Nigr.12,15: c. gen.,σ. τῆς τόλμης Plb.1.74.9
; ἁρμονίης, μέθας, AP7.26,423 (both Antip. Sid.).3 of things, habitual,νόσημα Hp.
Aër.7; ἢν μὴ ἐκ παιδίου σύντροφος ᾖ [ἡ νοῦσος] Id.Morb.Sacr.10; (lyr.); τὰ ξ. everyday evils, Th.2.50; τὸ τῆς πάλαι ποτὲ φύσεως ς. the congenital property of nature, Pl.Plt. 273b; πῦρ τὸ ς. innate heat, Hp. de Arte12; σ. τινί natural to,χυμῷ Id.Off.11
;φάρμακον σ. ἐπιτέγξει Id.Fract.29
;ἡ σ. τισὶ φιλοπρωτία Phld.Rh.2.158
S.; τὸ ἐναντιώτατον [πρόσωπον] οὐδὲ σ. ἡμῖν ὑπάρχον the opposite face (that of the dying patient) not being familiar to us, Gal.18(2).25; τῇ Ἑλλάδι πενίη αἰεὶ ς. Hdt.7.102: c. gen., κτύπος φωτὸς σύντροφος his habitual cry, S.Ph. 203 (lyr.), cf. σύντροπος. Adv., - φως ἔχειν c. dat., to be suitable, Hp.Fract.32.II [voice] Act., joint-herd, fellow-herdsman,τῆς ἀγέλης Pl.Plt. 267e
.2 τοῖς ὕδασι σ. τῶν ἀναβλαστανόντων assisting in nourishing.., Pl.Lg. 845d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύντροφος
См. также в других словарях:
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek
φώς — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ῳδός … Dictionary of Greek
επίπεδα πολωμένο φως — Φως, στο οποίο οι ταλαντώσεις είναι ευθύγραμμες, παράλληλες προς ένα επίπεδο και εγκάρσιες προς τη διεύθυνση διάδοσης (γραμμική πόλωση). Το φως που ανακλάται από μια γυαλιστερή επιφάνεια γυαλιού με γωνία πρόσπτωσης tan–1 , όπου n2, n1 οι δείκτες … Dictionary of Greek
τροπισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο τα φυτά και τα όργανά τους, με την κατευθυντήρια επίδραση εξωτερικών ερεθισμών, κυρτώνονται, ώστε το φυτικό σώμα να προσανατολίζεται σύμφωνα με την κατεύθυνση προς την οποία εκδηλώνεται το ερέθισμα (θετικός τ.) ή αντίθετα… … Dictionary of Greek
λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
τακτισμός — Η κινητική αντίδραση (μετακίνηση ή προσανατολισμός) που παρουσιάζουν ορισμένα φυτά και ζώα προς τα εξωτερικά φυσικά και χημικά ερεθίσματα. Διάφορες επιστημονικές παρατηρήσεις απέδειξαν ότι πολλές κινήσεις φυτών ή ζώων ή ορισμένων οργάνων τους… … Dictionary of Greek
Σέλινγκ, Φρήντριχ Βίλχελμ Γιοζεφ — (Schel ling). Γερμανός φιλόσοφος (Λέομπεργκ, Βύρ τεμπεργκ 1775 Ραγκάτς, Σανκτ Γκάλεν 1854). Μαζί με το Φίχτε και το Χέγγελ, αποτελούν τη μεγάλη τριάδα του νεώτερου ιδεαλισμού. Μετά τις πρώτες σπουδές του στο θεολογικό σεμινάριο του Τύμπινγκεν,… … Dictionary of Greek
φωτοευαισθησία — η, Ν 1. βιολ. ευαισθησία τών οργανισμών στην επίδραση τών ορατών φωτεινών ακτίνων ή τής υπεριώδους και υπέρυθρης ακτινοβολίας 2. ιατρ. δυσανεξία προς το φως, συχνή σε ξανθά και πυρρόξανθα άτομα, η οποία εκδηλώνεται με κοκκίνισμα τού δέρματος… … Dictionary of Greek
φόωσδε — Α επίρρ. στο φως, προς το φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < φόως, επικ. τ. τού φῶς + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. πελαγόσ δε)] … Dictionary of Greek
επανάγω — (AM ἐπανάγω) [άγω] φέρνω κάτι στην προηγούμενη θέση ή κατάσταση, επαναφέρω («ἐπανήγαγες ἡμᾱς ἐξ ἀγνωσίας πρὸς εὐσέβειαν», Μηναία) νεοελλ. ξαναφέρνω μια υπόθεση στο δικαστήριο, κάνω έφεση, εφεσιβάλλω αρχ. Ι. 1. διεγείρω, εξεγείρω («ὀνείδεα… … Dictionary of Greek