Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἔκαιον

См. также в других словарях:

  • ἔκαιον — καίω kindle imperf ind act 3rd pl καίω kindle imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καύσιμος — η, ο (Α καύσιμος, ον) [καύσις] αυτός που μπορεί να καεί, ο κατάλληλος για καύση, αυτός που χρησιμοποιείται για παραγωγή θερμότητας (α. «καύσιμες ύλες» β. «ἔκαιον πάντα ὅσα καύσιμα ἑώρων», Ξεν.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ.) το καύσιμο α) καύση, κάψιμο …   Dictionary of Greek

  • συνεξαιθερώ — έω, ΜΑ μεταβάλλω σε αιθέρα, εξαερώνω μαζί («τὰ τῶν νεκρῶν σώματα ἔκαιον συνεξαιθεροῡντες αὐτά», Ιω. Λυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξαιθερῶ «μεταβάλλω σε αιθέρα»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»