Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

(τι+πρὸς+τὸ+φῶς

  • 1 обращаться

    обращать||ся
    1. (поворачиваться) γυρίζω, στρέφομαι:
    \обращатьсяся лицом к свету στρέφω τό πρόσωπο μου προς τό φῶς·
    2. (превращаться) μεταμορφώνομαι, μεταβάλλομαι, ἀλλάζω·
    3. (к науке и т. ἡ) προστρέχω, καταφεύγω:
    \обращатьсяся к первоисточникам προστρέχω στίς πρώτες πηγές·
    4. (с какими-л. словами, просьбой и т. п.) ἀπευθύνομαι, ἀποτείνομαι:
    \обращатьсяся к кому́-л. с улыбкой ἀπευθύνομαι μέ χαμόγελο σέ κάποιον \обращатьсяся за помощью к кому́-л. ζητῶ βοήθεια ἀπό κάποιον \обращатьсяся с призывом к кому́-л. κάνω ἔκκλησιν προς κάποιον \обращатьсяся с вопросом ἐρωτῶ, βάζω ἐρώτημα·
    5. эк. (оборачиваться) κυκλοφορώ·
    6. (обходиться с кем-л., с чем-л.) φέρνομαι, συμπεριφέρομαι, μεταχειρίζομαι:
    хорошо́ \обращатьсяся φέρνομαι καλά, συμπεριφέρομαι καλά· ду́р-но (плохо) \обращатьсяся κακομεταχειρίζομαι, φέρνομαι ἄσχημα, ἀποπαίρνω·
    7. (пользоваться, применять) (μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ:
    умело \обращатьсяся с чем-л. χειρίζομαι κάτι ἐπιδέξια

    Русско-новогреческий словарь > обращаться

  • 2 Open

    adj.
    Sincere, frank: P. and V. ἁπλοῦς, ἐλεύθερος, P. ἐλευθέριος.
    Of things, free, open to all: P. and V. κοινός.
    Open to all-comers: V. πάγξενος (Soph., frag.).
    As opposed to secret: P. and V. ἐμφανής, φανερός. P. προφανής; see Manifest.
    Confessed: P, ὁμολογούμενος.
    Of country, treeless: P. ψιλός.
    Flat: P, ὁμαλός.
    Of a door, gate, etc.: P. and V. νεωγμένος (Eur., Hipp. 56), V. νασπαστός (Soph., Ant. 1186).
    Unlocked: P. and V. ἄκλῃστος.
    Unfenced: P. ἄερκτος (Lys.).
    Of space, as opposed to shut in: P. and V. καθαρός.
    In the open air: use adj., P. and V. παίθριος, V. αἴθριος (Soph., frag.), also P. ἐν ὑπαίθρῳ.
    Live in the open: P. θυραυλεῖν, ἐν καθαρῷ οἰκεῖν.
    Open boat: P. πλοῖον ἀστέγαστον.
    Open order, march in open order: P. ὄρθιοι πορεύεσθαι (Xen.).
    The open sea, subs.: P. and V. πέλαγος, τό.
    In the open sea: use adj., P. and V. πελγιος, P. μετέωρος.
    Keep in the open sea, v.:P. μετεωρίζεσθαι.
    Open space, subs.: P. εὐρυχωρία, ἡ.
    Wishing to attack in the open: P. βουλόμενος ἐν τῇ εὐρυχωρίᾳ ἐπιθέσθαι (Thuc. 2. 83).
    Exposed: P. and V. γυμνός; see Exposed.
    Undecided: P. ἄκριτος.
    It is an open question, v.:P. ἀμφισβητεῖται.
    Open to, liable to: P. ἔνοχος (dat.).
    We say you will lay yourself open to these charges: P. ταύταις φαμέν σε ταῖς αἰτίαις ἐνέξεσθαι (Plat., Crito, 52A).
    Be open to, admit of v.:P. and V. ἔχειν (acc.), P. ἐνδέχεσθαι (acc.).
    Be open to a charge of: P. and V. ὀφλισκνειν (acc.).
    Open to ( conviction): use P. and V. ῥᾴδιος (πείθειν).
    Open to doubt: P. ἀμφισβητήσιμος; see Doubtful.
    It is open to, ( allowable to), v.: P. and V. ἔξεστι (dat.), ἔνεστι (dat.), πρεστι (dat.), πρα (dat.), παρέχει (dat.), Ar. and P. ἐκγίγνεται (dat.), ἐγγίγνεται (dat.), P. ἐγχωρεῖ (dat.).
    Get oneself into trouble with one's eyes open: P. εἰς προὖπτον κακὸν αὑτὸν ἐμβαλεῖν (Dem. 32).
    ——————
    v. trans.
    P. and V. νοιγνναι, νοίγειν, διοιγνύναι, διοίγειν, V. οἰγνύναι, οἴγειν, ναπτύσσειν.
    Keys opened the gates without mortal hand: V. κλῇδες δʼ ἀνῆκαν θύρετρʼ ἄνευ θνητῆς χερός (Eur., Bacch. 448).
    Open a little way: Ar. and V. παροιγνύναι, παροίγειν.
    Unfasten: P. and V. λειν. Ar. and V. χαλᾶν (rare P.).
    Open ( eyes or mouth): P. and V. λειν, V. οἴγειν, ἐκλειν.
    He said no word in protest nor even opened his lips: P. οὐκ ἀντεῖπεν οὐδὲ διῆρε τὸ στόμα (Dem. 375 and 405).
    Open ( a letter): P. and V. λειν (Thuc. 1, 132).
    Open ( a letter) secretly: P. ὑπανοίγειν.
    Open old sores: P. ἑλκοποιεῖν (absol.).
    Open ( a vein): P. σχάζειν (Xen.).
    Begin, start: P. and V. ἄρχειν (gen.); see Begin.
    Open a case ( in law): P. and V. εἰσγειν δκην.
    Disclose: P. and V. ποκαλύπτειν, V. διαπτύσσειν (Plat. also but rare P.), ναπτύσσειν, νοίγειν, Ar. and V. ἐκκαλύπτειν; see Disclose.
    If I shall open my heart to my present husband: V. εἰ... πρὸς τὸν παρόντα πόσιν ἀναπτύξω φρένα. (Eur., Tro. 657).
    V. intrans. P. and V. νοίγνυσθαι, νοίγεσθαι, διοίγνυσθαι, διοίγεσθαι.
    Begin: P. and V. ἄρχεσθαι.
    A room having its entrance opening to the light: P. οἴκησις... ἀναπεπταμένην πρὸς τὸ φῶς τὴν εἴσοδον ἔχουσα (Plat., Rep. 514A).
    Open up ( a country): P. and V. ἡμεροῦν; see Clear.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Open

  • 3 тяга

    θ.
    1. τράβηγμα, έλξη•

    тяга барж буксиром τράβηγμα των μαούνων με ρυμουλκό•

    тяга невода το τράβηγμα των αλιευτικών διχτιών•

    конная тяга η έλξη των αλόγων.

    2. τάση•

    тяга ростка к свету η τάση του βλαστού προς το φως.

    3. τέντωμα.
    4. βγάλσιμο, εξαγωγή. || πάρσιμο, τράβηγμα (κλήρου, παιγνιόχαρτου κ.τ.τ.).
    5. απορρόφηση, άντληση• ρούφηγμα.
    6. επιθυμία.
    7. βάρος, βαρύτητα. || μτφ. βάσανο, θλίψη, στενοχώρια, βάρος.

    Большой русско-греческий словарь > тяга

  • 4 Light

    subs.
    P. and V. φῶς, τό, Ar. and V. φέγγος, τό (also Plat. but rare P.), φάος, τό.
    Gleam: Ar. and V. σέλας, τό (also Plat. but rare P.), αὐγή, ἡ (also Plat. in sense of ray).
    Lamp: Ar. and P. λύχνος, ὁ.
    Concretely of persons or things, the light of, the glory of: V. γαλμα, τό, φῶς, τό, φάος, τό; see Glory.
    See the light, live, v.:V. φῶς βλέπειν, φάος βλέπειν, or βλέπειν alone.
    As soon as it was light: P. and V. μʼ ἡμέρᾳ, P. ἅμʼ ἔῳ.
    Light was beginning to break: P. ὑπέφαινέ τι ἡμέρας (Plat., Prot. 312A).
    Bringing light, adj.: Ar. and V. φωσφόρος.
    Bring to light, v.: P. and V. ναφαίνειν, εἰς μέσον φέρειν, P. πρὸς φῶς ἄγειν, εἰς τὸ φανερὸν ἄγειν; see Disclose.
    Come to light: P. and V. φαίνεσθαι, ἀναφαίνεσθαι, ἐκφαίνεσθαι (Plat.).
    Give a light: Ar. and P. φαίνειν (absol.).
    Shed light on, met.: P. and V. σαφηνίζειν (acc.) (Xen.), διασαφεῖν (acc.); see Explain.
    Shine on: P. καταλάμπειν (gen.) (Plat.).
    Stand in a person's light: P. and V. ἐμποδὼν εἶναι (dat.).
    In the light of: P. and V. ἐκ (gen.), πό (gen.).
    Each of the former favours is viewed in the light of the final result: P. πρὸς τὸ τελευταῖον ἐκβὰν ἕκαστον τῶν προϋπαρξάντων κρίνεται (Dem. 12).
    Represent in a bad light: P. κακῶς εἰκάζειν περί (gen.) (Plat., Rep. 377E).
    ——————
    v. trans.
    Kindle: P. and V. ἅπτειν, νάπτειν, φάπτειν, κειν, V. αἴθειν, ναίθειν, παίθειν, δαίειν, ἀνδαίειν, ναιθύσσειν, νακειν (Eur., Cycl.), ἐκκειν.
    Have lighted: P. ἀνάπτεσθαι (Lys. 93).
    A lighted torch, subs.: Ar. δᾷς ἡμμένη.
    A lighted lamp: P. λύχνος ἡμμένος (Thuc. 4, 133).
    Give light to: Ar. and P. φαίνειν (dat.).
    Make bright, v.: V. φλέγειν.
    Fall: P. and V. πίπτειν, κατασκήπτειν.
    Light on, descend on: P. and V. κατασκήπτειν (εἰς, acc.).
    Envy is wont to light on things exalted: V. εἰς τἀπίσημα δʼ ὁ φθόνος πηδᾶν φίλεῖ (Eur., frag.).
    Light on, chance on: P. and V. ἐντυγχνειν (dat.), τυγχάνειν (gen.), προσπίπτειν (dat.), Ar. and P. ἐπιτυγχνειν (gen. or dat.), P. περιπίπτειν (dat.), Ar. and V. κυρεῖν (gen.), V. κιγχνειν (acc. or gen.).
    Of events: see Befall.
    Settle on: see Settle.
    ——————
    adj.
    Ar. and P. φανός (Plat.),
    Of colour: P. and V. λαμπρός; see Bright.
    As opposed to heavy: P. and V. κοῦφος, ἐλαφρός.
    Easy to carry: V. εὐάγκαλος.
    Small, slight: P. and V. λεπτός.
    Active, nimble: P. and V. ἐλαφρός (Xen.), Ar. and V. κοῦφος, θοός, V. λαιψηρός.
    Light troops: see light-armed.
    Light conduct: P. and V. ὕβρις, ἡ.
    Not serious: P. and V. κοῦφος, ἐλαφρός.
    Easy: P. and V. ῥᾴδιος, εὐπετής (Plat.), εὔπορος, κοῦφος, ἐλαφρός, V. εὐμαρής.
    Make light of: P. and V. ῥᾳδίως φέρειν (acc.), Ar and V. φαύλως φέρειν (acc.), V. εὐπετῶς φέρειν (acc.) (Soph., frag.); see Disregard, Despise.
    Disparage: P. and V. διαβάλλειν ( acc).
    With a light heart: P. εὐχερῶς, P. and V. ῥᾳδίως.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Light

  • 5 Being

    subs.
    Existence: P. οὐσία, ἡ, τὸ εἶναι.
    Life: P. and V. βίος, ὁ.
    Soul, spirit: P. and V. ψυχή, ἡ.
    Living thing: P. and V. ζῷον, τό.
    Person: P. and V. ἄνθρωπος, ὁ or ἡ, Ar. and V. φώς, ὁ.
    Come into being, v.: P. and V. γίγνεσθαι, φαίνεσθαι, V. πρὸς φῶς νελθεῖν, Ar. and P. ναφαίνεσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Being

  • 6 Publicity

    subs.
    Notoriety: P. περιφάνεια, ἡ.
    Fame: P. and V. δόξα, ἡ; see Fame.
    Bring into publicity: P. and V. εἰς μέσον φέρειν, P. πρὸς φῶς ἄγειν, εἰς τὸ φανερὸν ἄγειν.
    Light: P. and V. φῶς, τὸ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Publicity

  • 7 наружу

    επίρ.
    1. προς τα έξω•

    дверь открывается наружу η πόρτα ανοίγει προς τα έξω•

    крот вишел наружу ο τυφλοπόντικας βγήκε έξω.

    2. μτφ. στα φόρα, στο φως•

    правда вышла наружу η αλήθεια έλαμψε•

    все его плутни вышли (выведены) όλες οι κατεργαριές του βγήκαν στα φόρα.

    εκφρ.
    весь (в(ся) наружу – ειλικρινέστατος, -η, που δεν κρύβει τίποτε•
    всё наружу – τίποτε το κρυφό.

    Большой русско-греческий словарь > наружу

  • 8 обратить

    -ашу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обращенный, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• στρέφω, γυρίζω, κατευθύνω•

    -йте лицо ко мне στρέψτε το πρόσωπο σας προς εμένα•

    обратить спину к кому γυρίζω τα νώτα (τις πλάτες) σε κάποιον•

    обратить взгляд или взор к кому στρέφω (καρφώνω) το βλέμμα σε κάποιον•

    обратить оружие против врага στρέφω το όπλο κατά του εχθρού.

    || αλλάζω, μεταφέρω•

    -разговор к другому предмету γυρίζω την κουβέντα αλλού.

    || τραβώ, προσελκύω•

    обратить на себя чьи-либо взоры τραβώ την προσοχή κάποιου.

    2. μετατρέπω, μεταπείθω• κάνω•

    обратить в своих сторонников κάνω (κάποιον) οπαδό μας•

    обратить в какую-н. веру κάνω κάποιον να αλλαξοπιστήσει.

    3. μετατρέπω, μεταβάλλω μεταποιώ•

    обратить газ в жидкость μετατρέπω το αέριο σε υγρό•

    обратить город в ппелъ κάνω την πόλη στάχτη (καταστρέφω ολοσχερώς).

    || τρέπω•

    обратить в бегство τρέπω σε φυγή•

    обратить своё имущество в деньги μετατρέπω την περιουσία μου σε χρήμα.

    4. χρησιμοποιώ επωφελούμαι•

    обратить в свою пользу ошибки других επωφελούμαι των λαθών των άλλων.

    εκφρ.
    в шутку, в смех – το γυρίζω στ αστείο, στο γέλιο.
    1. στρέφομαι, στρέφω, γυρίζω•

    обратить лицом к свету στρέφω το πρόσωπο κατά το φως•

    обратить вспять πισωγυρίζω.

    || κατευθύνομαι, καρφώνομαι; καθηλώνομαι•

    глаза присуствующкх -лись на не τα μάτια των παρευρισκομένων στράφηκαν προς αυτήν.

    || καταγίνομαι, αφοσιώνομαι, ασχολούμαι• ανατρέχω•

    обратить к изучению древних рукописей αφοσιώνομαι με τη μελέτη των αρχαίων χειρόγραφων.

    2. μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι, μετεξελίσσομαι•

    он -лся в ск-птика αυτός έγινε σκεπτικιστής.

    || περιφέρομαι.
    3. απευθύνομαι, αποτείνομαι ζητώ•

    обратить за помощь к соседу ζητώ βοήθεια από το γείτονα•

    он не знает кому обратить αυτός δεν ξέρει που να απευθυνθεί.

    4. οξύνω, εντείνω•

    обратить в слух είμαι όλος αυτιά, εντείνω την ακοή•

    обратить в зр-ние εντείνω την όραση.

    || τρέπομαι•

    обратить в бг-ство τρέπομαι σε φυγή, κατατροπώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обратить

  • 9 падать

    ρ.δ.
    1. πέφτω•

    падать на змлю πέφτω στη γη•

    падать с лошади πέφτω από το άλογο.

    || κατακάθομαι• λαχαίνω βγαίνω•

    -ет туман πέφτει ομίχλη•

    выбор -ет на него η εκλογή πέφτει σ αυτόν•

    зубк -ют τα δόντια πέφτουν•

    ударение падает на последний слог ο τόνος πέφτει στη λήγουσα.

    || επιρρίπτομαι•

    тень -ет πέφτει σκιά•

    свет -ет πέφτει φως.

    || ρίχνομαι•

    падать в объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά•

    -на колени πέφτω στα γόνατα.

    || γέρνω, είμαι έτοιμος να πέσω, καταρρέω, γκρεμίζομαι.
    2. ρίχνω•

    -ал мокрый снег έπεφτε χιονόνερο.

    3. (για ενδυμασία, μαλλιά κ.τ.τ.) κρέμομαι. || μτφ. κατέρχομαι, κατεβαίνω, εκτείνομαι προς τα κάτω Γορέ•

    -ет к морю το βουνό εκτείνεται προς τα κάτω ως τη θάλασσα.

    4. μτφ. υποπίπτω•

    на него -ет подозрение αυτόν τον υποπτεύονται.

    5. μτφ. ελαττώνομαι, μειώνομαι, λιγοστεύω ξεπέφτω• εξασθενίζω•

    ветер -ет ο αέρας ξεπέφτει•

    давление -ет η πίεση ελαττώνεται•

    цены на товары -ют οι τιμές στα εμπορεύματα πέφτουν•

    авторитет его с каждым днём -ет το κύρος του κάθε μέρα και πέφτει.

    6. ξεπέφτω ηθικά.
    7. χάνω τη σημασία, την αξία•

    падать в глазах кого-л. ξεπέφτω στα μάτια κάποιου.

    8. ψοφώ.
    9. βλ. пасть1 (3, 4 σημ.).
    εκφρ.
    падать от смеха (со смеху) – λιγώνομαι από τα γέλια, πέφτω κάτω από τα γέλια•
    падать дзьсом – χάνω το ηθικό, πέφτει το ηθικό μου.

    Большой русско-греческий словарь > падать

  • 10 жизнь

    θ.
    1. ζωή (κίνηση της ύλης)•

    возниковение -и на земле η εμφάνιση της ζωής στη Γή.

    2. διάρκεια ζωής από τη γέννεση μέχρι το θάνατο ή μέχρι ενός ορίου•

    остаток -и ο υπόλοιπος χρόνος της ζωής,

    3. ο τρόπος της ζωής•

    общественная жизнь κοινωνική ζωή•

    хозяйственная жизнь страны οικονομική ζωή της χώρας•

    образ -и ο τρόπος της ζωής•

    праздная жизнь τεμπέλικη ζωή.

    || βίος, ζωή•

    семеиная жизнь οικογενειακή ζωή•

    духовная жизнь πνευματική ζωή•

    сидячая жизнь καθιστική ζωή•

    борба за жизнь αγώνας για επιβίωση•

    вопрос -и и смерти ζήτημα ζωής ή θανάτου•

    зажиточная жизнь ευπορία, καλοπέραση•

    средства к -и τα μέσα για τη ζωή, τα προς του ζειν•

    зарабатывать на жизнь κερδίζω (βγάζω)τα του ζειν•

    лишить себя -и δίνω τη ζωή μου,αυτοκτονώ•

    жизнь бьет ключом η ζωή βράζει ή σφύζει•

    никогда в -и ποτέ στη ζωή•

    покушение на жизнь απόπειρα φόνου•

    обычная жизнь συνηθισμένη ζωή•

    жизнь великих людей η ζωή των μεγάλων ανδρών.

    εκφρ.
    дать жизнь кому – γεννώ, φέρω στο φως, στον κόσμο•
    прожигать жизнь – βλάπτω, καταστρέφω την υγεία με ακολασίες•
    подруга -и – το έτερον ή• μισυ (σύζυγος)•
    право -и и смерти – δικαίωμα ζωής και θανάτου•
    условия -и – συνθήκες ζωής•
    меаду -ью и смертью – μεταξύ ζωής και θανάτου, στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου•
    - и не рад – δυσαρεστημένος από τη ζωή•
    ни в -; в - (ή в -и) не... – ποτέ στη ζωή.

    Большой русско-греческий словарь > жизнь

  • 11 подвернуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подврнутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αναδιπλώνω, αναστρέφω, αναγυρίζω. || τυλίγω, καλύπτω, σκεπάζω. || περιστρέφω, περιτυλίγω, περιβάλλω, ντύνω, φορώ.
    2. λυγίζω, κάμπτω, κυρτώνω. || εξαρθρώνω, διαστρέφω, στραμπουλίζω.
    3. βιδώνω, κοχλιώνω, στρίβω λίγο. || ελαττώνω, μειώνω, λιγοστεύω χαμηλώνω (για λάμπα, φανάρι, φως κλπ.).,
    4. δίνω, βάζω, χώνω, πασσάρω.
    5. (απλ.) στρίβω, γυρίζω, στρέφω•

    -ни к нему γύρνα προς αυτόν.

    1. αναδιπλώνομαι, αναστρέφομαι.
    2. στρέφομαι, στρίβομαι, γυρίζω. || εξαρθρώνομαι. στραμπουλίζομαι.
    3. βιδώνομαι, κοχλιώνομαι λίγο.
    4. μου λαχαίνει, μου τυχαίνει, βλέπω τυχαία. || υποπίπτω, βρίσκομαι τυχαία κάτω απο.
    5. πλησιάζω (με ιδιοτελείς σκοπούς).

    Большой русско-греческий словарь > подвернуть

  • 12 Bring

    v. trans.
    P. and V. φέρειν, γειν, ἐπγειν, προσγειν, κομίζειν, V. πορεύειν (rare P. in act.).
    Carry: also, V. βαστάζειν; see also Lead, Guide, Escort.
    Bring ( accusation): P. and V. ἐπιφέρειν, ἐπγειν.
    Bring about: P. and V. πράσσειν, V. ἐκπράσσειν; see Cause, Contrive.
    Bring away: P. and V. πγειν,
    Bring back: P. and V. νγειν, ναφέρειν, P. ἐπανάγειν.
    From exile: P. and V. κατγειν.
    Turn back: P. and V. ναστρέφειν (rare P.).
    Bring back to life: see Revive.
    Bring before: P. and V. ἐπγειν (acc. of direct, dat. of indirect object), προσγειν (acc. of direct object, dat., or πρὸς (acc.), of indirect object).
    Bring before the court: see Hale.
    Bring down: P. and V. κατγειν, Ar. and P. καταφέρειν, P. κατακομίζειν.
    Make come down: P. καταβιβάζειν.
    Knock down: P. and V. καταβάλλειν.
    Bring down ( a weapon on a person or thing): V. καθιέναι (acc.).
    Humble: P. and V. καθαιρεῖν, V. καταρρέπειν, κλνειν.
    Bring forth: P. and V. ἐκφέρειν, ἐξγειν, ἐκκομίζειν, V. ἐκπορεύειν.
    Bear, produce ( of animals generally): P. and V. τίκτειν, V. νιέναι; ( of human beings): P. and V. γεννᾶν, τίκτειν, V. γείνασθαι (aor. of γείνεσθαι) (also Xen. but rare P.), λοχεύεσθαι, ἐκλοχεύεσθαι; (of trees, etc.): P. and V. φέρειν; see Yield.
    Bring forward: P. προάγειν.
    Introduce: P. and V. παρέχειν (or mid.), ἐπγειν, εἰσφέρειν, παραφέρειν, παργειν, προσφέρειν, P. προφέρειν.
    Bring in: P. and V. εἰσγειν, εἰσφέρειν, εἰσκομίζειν.
    Of money: P. προσφέρειν, φέρειν; see Yield.
    A law: P. and V. γρφειν (Eur., Ion. 443).
    Bring in besides: P. and V. ἐπεισφέρειν.
    Bring on: P. and V. ἐπγειν, ἐπιφέρειν; consequences, etc.: P. and V. ἐφέλκεσθαι (Xen.).
    Bring on oneself: P. and V. ἐπγεσθαι.
    Bring oneself to: P. and V. τολμᾶν (infin.), ἀξιοῦν (infin.), νέχεσθαι (part.), V. ἐπαξιοῦν (infin.), Ar. and V. τλῆναι (infin.) ( 2nd aor. of τλᾶν), ἐξανέχεσθαι (part.).
    Bring out: P. and V. ἐκφέρειν, ἐκκομίζειν, ἐξγειν, V. ἐκπορεύειν; see also Expose, Show.
    Bring out a play: Ar. and P. διδάσκειν; a book: P. ἐκφέρειν, ἐκδιδόναι.
    Bring over, win over to another: P. προσποιεῖν; to oneself: P. and V. προσποιεῖσθαι, προσγεσθαι; see bring round, win.
    Bring round: P. περικομίζειν.
    I know well that they will all be brought round to this view: P. εὖ οἶδʼ ὅτι πάντες ἐπὶ ταύτην κατενεχθήσονται τὴν ὑπόθεσιν (Isoc. 295A).
    Bring to: P. and V. προσγειν, προσφέρειν, P. προσκομίζειν.
    met., recover ( one who is ill): P. ἀναλαμβάνειν, ἀναφέρειν, P. and V. νορθοῦν.
    Bring to bear: P. and V. προσφέρειν, προσγειν, P. προσκομίζειν.
    Bring to land: P. and V. κατγειν, P. κατακομίζειν.
    Bring to light: P. and V. εἰς φῶς γειν; see Expose.
    Bring to mind, remember: P. and V. μεμνῆσθαι (perf. pass. μιμνήσκειν) (acc. or gen.), μνημονεύειν; see Remember.
    Bring to another's mind: P. and V. ναμιμνήσκειν; see Recall.
    Bring to pass: P. and V. πράσσειν, V. ἐκπράσσειν; see Cause, Contrive.
    Bring to trial: P. εἰς δικαστήριον, ἄγειν, ὑπάγειν εἰς δίκην; see under Trial.
    Bring together: P. and V. συνγειν.
    Bring up: lit., P. and V. νγειν, νιέναι, V. ἐξανγειν; a question: P. and V. ἐκφέρειν; see Introduce.
    Rear: P. and V. τρέφειν (or mid.), ἐκτρέφειν.
    Educate: P. and V. παιδεύειν, ἐκπαιδεύειν, παιδαγωγεῖν.
    An orphan: V. ὀρφανεύειν (acc.).
    An accusation: P. and V. ἐπιφέρει, P. προφέρειν.
    Bring up ( educate) again: Ar. and V. ναπαιδεύειν (Soph., frag.).
    Bring up against: P. and V. ἐπιφέρειν (τί τινι); see also Apply.
    Be brought up in: P. and V. ἐντρέφεσθαι (dat.).
    Be brought up ( with another): P. and V. συντρέφεσθαι (dat.), συνεκτρέφεσθαι (dat.).
    Bring upon: P. and V. ἐπιφέρειν (τινί τι), V. εἰσφέρειν (τινί τι).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bring

  • 13 Life

    subs.
    Existence. P. and V. βίος, ὁ, ζωή, ἡ (Plat. and Æsch., frag.), V. ζοή, ἡ (Eur., Hec. 1108).
    Time of life: Ar. and P. ἡλικία, ἡ, V. αἰών, ὁ.
    Way of living: P. and V. βίος, ὁ, δίαιτα, ἡ, Ar. and V. βίοτος, ὁ.
    Age, generation: P. and V. αἰών, ὁ.
    Vital principle: P. and V. ψυχή, ἡ.
    Animation, courage: P. and V. θυμός, ὁ.
    Prime of life: P. and V. ἥβη, ἡ, ὥρα, ἡ, ἀκμή, ἡ.
    Be in the prime of life, v.: P. and V. ἡβᾶν, ἀκμάζειν.
    The events of one's life: P. τὰ βεβιωμένα (τινί).
    Be tried for one's life: P. περὶ τοῦ σώματος ἀγωνίζεσθαι (Lys. 167).
    For one's life: P. and V. περὶ ψυχῆς.
    ( Describe) to the life: P. and V. ἀκριβῶς.
    Money and lives will be put to the hazard against each city: P. πρὸς ἑκάστην πόλιν ἀποκεκινδυνεύσεται τά τε χρήματα καὶ αἱ ψυχαί (Thuc. 3, 39).
    Come to life again, v.: Ar. and P. ναβιώσκεσθαι.
    Regain life: V. ναλαβεῖν φῶς.
    Love of life, subs.: P. φιλοψυχία, ἡ.
    Loving life, adj.: V. φιλόψυχος, φιλόζωος (Soph. and Eur., frag.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Life

  • 14 Strike

    v. trans.
    P. and V. κρούειν, τύπτειν, κόπτειν, πατάξαι ( 1st aor. of πατάσσειν), Ar. and V. παίειν (rare P.), θείνειν, ράσσειν; see also collide with.
    Strike with a missile P. and V. βάλλειν.
    With a javelin: P. and V. κοντίζειν.
    Be struck: P. and V. πληγῆναι (aor. pass. of πλήσσειν).
    met., strike (with fear, etc.): P. and V. ἐκπλήσσειν.
    Be struck by, be astonished at: P. and V. θαυμάζειν (acc.).
    Strike ( one), occur to ( one): P. and V. παρίστασθαι (dat.) ἐμπίπτειν (dat.), ἐπέρχεσθαι, (acc. or dat.), εἰσέρχεσθαι (use. or dat.).
    Astonish: P. and V. θαῦμα παρέχειν (dat.).
    Strike a bargain, covenant: P. and V. συμβαίνειν; see Covenant.
    Strike a coin: Ar. κόπτεσθαι.
    Strike a light.
    Rubbing stone against stone I struck with pain a dim light: ἀλλʼ ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων μόλις ἔφηνʼ ἄφαντον φῶς (Saph., Phil. 296).
    Strike a treaty: Ar. and P. σπονδὰς ποιεῖσθαι, P. and V. σπένδεσθαι, V. σπονδὰς τέμνειν.
    Strike against: P. and V. πταίειν πρός (dat.); collide with.
    Strike down: P. and V. καταβάλλειν.
    Strike in, interrupt, v. intrans.: P. ὑπολαμβάνειν.
    Strike in return: Ar. and P. ἀντιτύπτειν.
    Strike on: strike upon.
    Strike out, erase: P. and V. ἐξαλείφειν, P. ἐκκολάπτειν.
    Strike out a new line: Ar. and P. καινοτομεῖν.
    Strike up (a tune, etc.): Ar. ναβάλλεσθαι (absol.).
    Strike upon.
    The sound of trouble in the house strikes upon my ears: V. φθόγγος οἰκείου κακοῦ βάλλει διʼ ὤτων (Soph., Ant. 1187).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Strike

См. также в других словарях:

  • φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός …   Dictionary of Greek

  • φώς — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ῳδός …   Dictionary of Greek

  • επίπεδα πολωμένο φως — Φως, στο οποίο οι ταλαντώσεις είναι ευθύγραμμες, παράλληλες προς ένα επίπεδο και εγκάρσιες προς τη διεύθυνση διάδοσης (γραμμική πόλωση). Το φως που ανακλάται από μια γυαλιστερή επιφάνεια γυαλιού με γωνία πρόσπτωσης tan–1 , όπου n2, n1 οι δείκτες …   Dictionary of Greek

  • τροπισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο τα φυτά και τα όργανά τους, με την κατευθυντήρια επίδραση εξωτερικών ερεθισμών, κυρτώνονται, ώστε το φυτικό σώμα να προσανατολίζεται σύμφωνα με την κατεύθυνση προς την οποία εκδηλώνεται το ερέθισμα (θετικός τ.) ή αντίθετα… …   Dictionary of Greek

  • λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… …   Dictionary of Greek

  • τακτισμός — Η κινητική αντίδραση (μετακίνηση ή προσανατολισμός) που παρουσιάζουν ορισμένα φυτά και ζώα προς τα εξωτερικά φυσικά και χημικά ερεθίσματα. Διάφορες επιστημονικές παρατηρήσεις απέδειξαν ότι πολλές κινήσεις φυτών ή ζώων ή ορισμένων οργάνων τους… …   Dictionary of Greek

  • Σέλινγκ, Φρήντριχ Βίλχελμ Γιοζεφ — (Schel ling). Γερμανός φιλόσοφος (Λέομπεργκ, Βύρ τεμπεργκ 1775 Ραγκάτς, Σανκτ Γκάλεν 1854). Μαζί με το Φίχτε και το Χέγγελ, αποτελούν τη μεγάλη τριάδα του νεώτερου ιδεαλισμού. Μετά τις πρώτες σπουδές του στο θεολογικό σεμινάριο του Τύμπινγκεν,… …   Dictionary of Greek

  • φωτοευαισθησία — η, Ν 1. βιολ. ευαισθησία τών οργανισμών στην επίδραση τών ορατών φωτεινών ακτίνων ή τής υπεριώδους και υπέρυθρης ακτινοβολίας 2. ιατρ. δυσανεξία προς το φως, συχνή σε ξανθά και πυρρόξανθα άτομα, η οποία εκδηλώνεται με κοκκίνισμα τού δέρματος… …   Dictionary of Greek

  • φόωσδε — Α επίρρ. στο φως, προς το φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < φόως, επικ. τ. τού φῶς + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. πελαγόσ δε)] …   Dictionary of Greek

  • επανάγω — (AM ἐπανάγω) [άγω] φέρνω κάτι στην προηγούμενη θέση ή κατάσταση, επαναφέρω («ἐπανήγαγες ἡμᾱς ἐξ ἀγνωσίας πρὸς εὐσέβειαν», Μηναία) νεοελλ. ξαναφέρνω μια υπόθεση στο δικαστήριο, κάνω έφεση, εφεσιβάλλω αρχ. Ι. 1. διεγείρω, εξεγείρω («ὀνείδεα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»