-
1 ωμούς
-
2 ὠμούς
-
3 ώμους
-
4 ὤμους
-
5 ὤμους
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὤμους
-
6 κατ-ενήνοθε
κατ-ενήνοθε (vgl. ἐπενήνοϑε u. παρενήνοϑε), es war darauf, haftete darauf, daran; κόνις κατενήνοϑεν ὤμους, Staub lag auf den Schultern, Hes. Sc. 269; κόμαι κατενήνοϑεν ὤμους H. h. Cer. 280, die Haare bedeckten die Schultern.
-
7 εἰλύω
εἰλύω, 1) wälzen, winden; pass. εἰλυόμην Soph. Philoct. 291, wie ibd. 695 εἷρπε τότ' ἂν εἰλυόμενος παῖς ἄτερ ὡς φίλας τιϑήνας, also sich fortwinden, kriechen; πάντοϑεν εἱλυσϑέντος Theocr. 25, 246; βατίδων εἰλυομένων αὐτόσε Metagen. Ath. VII, 269 f; εἴλυτο von einem Drachen Orph. Lith. 134. – 2) einhüllen, umhüllen; εἰλύσω ψαμάϑοισιν, mit Sand, Il. 21, 319; ὀλίγη δέ μιν εἰλύοι ἀχλύς Arat. Phaen. 431; öfter im pass., νεφέλῃ εἰλυμένος ὤμους Il. 5, 186, εἰλυμένοι αἴϑοπι χαλκῷ 18, 522, σάκεσιν εἰλυμένοι ὤμους Od. 14, 479, mit Gewölk umhüllt, mit Erz geschirmt; Iliad. 16, 840 ἐπεὶ βελέεσσι καὶ αἵματι καὶ κονίῃσιν ἐκ κεφαλῆς εἴλῡτο διαμπερὲς ἐς πόδας ἄκρους, Odyss. 5, 403 εἴλῡτο δὲ πάνϑ' ἁλὸς ἄχνῃ, vgl. über den Accent Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 256; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 861. 1291; ἔρως ὑπὸ κραδίῃ εἰλυμένος 3, 296; auch ἀμφὶ δὲ πρώτοις εἰλύεται στέρνοις Nic. Al. 18 [dieser u. Sp. brauchen υ als anceps]. Vgl. Buttmann Lexil. II p. 163 ff, der εἰλύω für Einhüllen, ἐλύω für Zusammenkrümmen, Minden erkl., was spätere Dichter aber nicht so unterscheiden.
-
8 κατενηνοθε
(3 л. pf.) находиться, покрывать(κόμαι κατενήνοθεν ὤμους HH.; κόνις κατενήνοθεν ὤμους Hes.)
-
9 тянуть
тяну, тянешь, μτχ. ενστ. тянущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тянутый, βρ: -нут, -а, -оρ.δ.1. τραβώ (προς τον εαυτό μου)•тянуть ве-рвку τραβώ την τριχιά•
тянуть за руку τραβώ από το χέρι.
2. τεντώνω• απλώνω•тянуть руку απλώνω το χέρι•
тянуть бельевую вервку через двор τεντώνω το σχοινί των ρούχων στην αυλή.
|| κατευθύνομαι, τείνω προς. || τοποθετώ, βάζω•, тянуть трубопровод τοποθετώ σωληνωτό αγωγό. || διαστέλλω•тянуть провод τεντώνω το καλώδιο•
тянуть кожу τεντώνω το δέρμα.
|| κατασκευάζω (σύρμα, σωλήνες, μεταλλικές ίνες).3. μ. έλκω•пароход -ет баржу το ατμόπλοιο τραβά τη μαούνα•
трактор -ет сеялку το τραχτέρ τραβάτη σπαρτική μηχανή.
|| κατευθύνομαι, πηγαίνω.4. κάνω βαριά δουλειά•одни -ут всё, а другие ничего μερικοί τα τραβάνε όλα, και μερικοί δεν κάνουν τίποτε.
|| διατρέφω•вдова -ет троих детей η χήρα με δυσκολία διατρέφει τα τρία παιδιά.
|| βοηθώ•тянуть слабого ученика βοηθώ τον αδύνατο μαθητή.
5. παλ. • είμαι φόρου υποτελής, πληρώνω φόρο.6. μ. παίρνω•тянуть труга в кино παίρνω το φίλο στον κινηματογράφο•
тянуть братишку купаться παίρνω το αδερφάκι να κολυμπήσει.
|| μτφ. οδηγώ. || ενάγω• καλώ•тянуть в суд τραβώ στο δικαστήριο•
тянуть к ответу καλώ να δόσει λόγο.
7. προσελκύω•меня -ет за город με τραβάει η εξοχή•
его -ет природа τον τραβάει η φύση.
8. τείνω, έχω τάση•-ет ко сну νυστάζω•
тянуть к рвоте έχω τάση για εμετώ.
9. βγάζω•тянуть невод τραβώ το αλιευτικό δίχτυ•
тянуть карту из колоды τραβώ χαρτί από την τράπουλα•
тянуть жребий τραβώ κλήρο.
10. αναρροφώ•насос -ет воду η αντλία τραβά το νερό.
|| πίνω• ρουφώ•тянуть вино τραβώ κρασί.
|| καπνίζω, φουμάρω•тянуть папироску τραβώ τσιγάρο.
11. παίρνω συνεχώς, αποσπώ, απομυζώ•тянуть деньги τραβώ χρήματα.
12. κλέβω. || πετώ•журавли -ут в небо οι γερανοί πετούν στον ουρανό.
|| (για καπνοδόχο)• τραβώ• βγάζω (τον καπνό).13. (για σκολόπακα) • βατεύω. || (για σμήνος πτηνών)• πετώ.14. φυσώ, πνέω•с моря -еш лёгкий бриз από τη θάλασσα πνέει ελαφρά αύρα.
|| φέρω, παρασύρω•ветер -ет запах сена ο άνεμος φέρει τη μυρουδιά χόρτου.
|| απρόσ. έρχομαι, διαδίδομαι•-ет гарью έρχεται μυρουδιά κάψας (τσίκνας)•
-ет холод от окна έρχεται κρύο από το παράθυρο•
-ет жаром έρχεται ζέστη.
15. βραδύνω, καθυστερώ, παρελκύω, τρενάρω•тянуть с ответом καθυστερώ την απάντηση.
|| συνεχίζω, εξακολουθώ•тянуть борьбу дальше немыслимо η συνέχιση του αγώνα παραπέρα δεν έχει νόημα.
16. παρατραβώ, παρατείνω, παρελκύω (για φωνή, ομιλία, τραγούδι κ.τ.τ.).17. είμαι βαρύς•ящик -ет десять килограммов το κιβώτιο, τραβάει (σηκώνει) δέκα κιλά.
|| βαρύνω, κρεμώ, λυγίζω•груши -ут ветки вниз τα αχλάδια (με το βάρος τους) λυγίζουν τα κλαδιά•
18. σφίγγω, πιέζω•тяжлый мешок -ет плечи το βαρύ τσουβάλι πιέζει τους ώμους•
рубашка у меня -ет плечи το πουκάμισο τραβάει στους ώμους.
εκφρ.тянуть время – βραδύνω, καθυστερώ•тянуть жилы – κατεξαντλώ, καταπονώ• ξεπατώνω στη δουλειά•тянуть чью руку ή сторону – δίνω χέρι βοήθειας• παίρνω το μέρος κάποιου•тянуть за душу – κ. тянуть душу из кого α) βγάζω την ψυχή κάποιου (βασανίζω, κατατυραννώ), β) ενοχλώ πολύ, πρήζω το συκώτι•тянуть за язык кого – υποχρεώνω να μιλήσει, λύνω το γλωσσοδέτη κάποιου•кто тебя за язык -ул? – ποιος σε ανάγκασε να μιλήσεις; (για κάτι ανεπίτρεπτο να λεχθεί).1. εντείνομαι, τεντώνω, -ομαι•резина -ется το λάστιχο τεντώνει•
кожа -ется το δέρμα τεντώνει.
|| εκτείνομαι•за рекой -лись холмы πέρα από το ποτάμι εκτείνονταν λόφοι.
2. (για σώμα) τεντώνομαι• προ•тянуть снулся он и-ется ξύπνησε αυτός και τεντώνεται.
3. στρέφω, γυρίζω•цветок -ется к солнцу το λουλούδι στρέφει προς τον ήλιο.
4. με τραβάει, με ελκύει•тянуть к деревню με τρα• тянутьβάει το χωριό.
5. έχω, βάζω (για) σκοπό• επιδιώκω να γίνω. || στέκομαι κόκκαλο, κλαρίνο, σούζα (μπροστά στο διοικητή, στον ανώτερο).6. σύρομαι, σέρνομαι. || ακολουθώ• έπομαι. || αφήνω (για ίχνη). || πηγαίνω, κινούμαι κατά φάλαγγα, διαδοχικά.7. διαδίδομαι• διαρκώ, συνεχίζομαι, εξακολουθώ.8. εξασφαλίζω δύσκολα τα προς του ζειν, τα βολεύω δύσκολα.9. διατείνομαι, εντείνω τις προσπάθειες, τις δυνάμεις. || βλ. κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
10 εἰλύω
εἰλύω, Arat.432: [tense] fut. εἰλύσω [ῡ] Il.21.319:—[voice] Med., part. εἰλῡόμενος, [tense] impf. εἰλῡόμην, S.Ph. 702 (lyr.), 291:—[voice] Pass., [tense] pf. εἴλῡμαι, [dialect] Ep. [ per.] 3pl. εἰλύαται, [tense] plpf. εἴλῡτο, Il.5.186, Od.20.352, Il.16.640. [[pron. full] ῡ always in Hom. exc. in εἰλῠᾰται, also in S.; [pron. full] ῠ in Metag. (v. infr.), and late [dialect] Ep., Arat.432, Nic.Al.18 (butA ).]:—enfold, enwrap, [voice] Act. once in Hom.,κὰδ δέ μιν αὐτὸν εἰλύσω ψαμάθοισι Il.21.319
; l. c.:—[voice] Pass., to be wrapped, covered,βοέῃς εἰλυμένω ὤμους Il.17.492
;εἰλυμένοι αἴθοπι χαλκῷ 18.522
;νεφέλῃ εἰλυμένος ὤμους 5.186
;αἵματι καὶ κονίῃσιν εἴλῡτο 16.640
;εἴλυτο δὲ πάνθ' ἁλὸς ἄχνῃ Od.5.403
; , cf. Il.12.286.II [voice] Pass., after Hom., = ἰλυσπάομαι, crawl, wriggle along, of a lame man, ; εἰλυόμενος, παῖς ἄτερ ὡς.. τιθήνας ib. 702; of a shoal of fish, Metag. 6.4.2 in Theoc.25.246 εἰλυθείς is used like ἐλυσθείς in Hom., rolled up, crouching; but εἰλυμένος is part. of ἐλύω (q. v.) in A.R. 3.296. -
11 κατενήνοθεν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατενήνοθεν
-
12 μετάφρενον
μετάφρενον, τό, prop.A part behind the midriff ([etym.] μετὰ τὰς φρένας), broad of the back: hence, generally, back, , cf. 56, al.;μ. ἠδὲ καὶ ὤμω πλῆξεν 2.265
; μ. ἠδὲ καὶ ὤμους (of a woman) Od.8.528, cf. Hp.Acut.66; in pl., of a single person, Il.12.428; ὤμους καὶ μετάφρενα, of a woman, Archil.29. cf. Hld.10.32. — [dialect] Ep. word, used by Pl.Prt. 352a, Arist. Phgn. 810b25, Luc.DMeretr.4.2.II = τὸ μεταξὺ τοῦ νώτου καὶ ὀσφύος κατὰ τὴν τῶν φρενῶν πρόσφυσιν Ruf.Onom.90.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετάφρενον
-
13 κατενήνοθε
κατ-ενήνοθε, es war darauf, haftete darauf, daran; κόνις κατενήνοϑεν ὤμους, Staub lag auf den Schultern; κόμαι κατενήνοϑεν ὤμους, die Haare bedeckten die Schultern -
14 amicio
am-icio, icuī u. ixī, ictum, īre (amb u. iacio, s. Varr. LL. 5, 131), umwerfen, umnehmen, bekleiden, u. se amicire od. Passiv amiciri, sich umnehmen, -umwerfen, -umhüllen ( wie περιβάλλειν u. περιβάλλεσθαι das eig. Wort vom Umwerfen, Umnehmen des Oberkleides, dagegen induere, wie ενδύειν u. ενδυεσθαι, vom Anziehen eines Gewandes, u. vestire, vom Bedecken, Bekleiden des Körpers übh.) I) eig.: celerius mater amixit, Varr. fr.: qui te togā praetextā amicuit, Brut. fr.: cultu rex dissimili vestitur syrmate, ut est habitus, quo Liberum patrem amiciri videmus, Solin.: simulacrum amiciebatur cotidie veste, quali ipse uteretur, Suet.: dah. amicire u. se amicire, den Mantel (die Toga) umwerfen, -anlegen, amicibor gloriose, Plaut. Pers. 307: amicitur pastor pallio suo, Vulg. Ierem. 43, 12: qui amicti sunt stolis albis, Vulg. apoc. 7, 13: atrā veste amiciuntur, Serv. Cass. Verg. Aen. 2, 92: dum salutabatur et calciabat ipse sese et amiciebat, Suet. Vesp. 21: u. prägn., amicitur (v. auftretenden Redner), er nimmt die Toga auf, gibt der Toga den gehörigen Faltenwurf (vgl. 2. amictus no. I, b), Plin. ep. 2, 3, 2 (vgl. Quint. 11, 3, 149): u. am. purpuram, jmd. mit dem P. bekleiden, Vopisc. Sat. 10, 1. – häufiger im Partiz., palliolatim amictus, Plaut.: plumato amictus, Publ. Syr.: amictus togā, laenā, pallio, Cic.: amictus sindone, Vulg.: amicti stolis albis, Vulg.: nationes amictae vestitu tergorum, Solin. – II) übtr.: a) umhüllen, umkleiden, einhüllen, nube cavā amictus, Verg.: angelus amictus nube, Vulg.: u. (m. Acc. resp.) nube candentes umeros amictus, Hor. (νεφέλη εἰλυμένος ὤμους, Hom.). – colus amicta lanā, Catull.: piper et quidquid chartis amicitur ineptis, eingewickelt wird, Hor.: amicta vitibus ulmus, Hor.: amicti vitibus montes, Flor. – b) amiciri, sich bereit machen, sich rüsten, gladius amictus ad caedem, gerüstet, Vulg. Ezech. 21, 15. – / Perf.-Formen amicuit, Brut. fr. bei Diom. 367, 27: amicuerunt, Vopisc. Sat. 10, 1: amixit, Varr. Sat. Men. 232: Infin. Perf. amicisse, Fronto fer. Als. 3. p. 228, 10 N.: Fut. amicibor, Plaut. Pers. 307: Infin. Pass. amicirier, Plaut. Cas. 723.
-
15 πυκάζω
πυκάζω, dicht od. fest machen, befestigen, fest anbinden, Hes. O. 626; – dicht bedecken, umhüllen, mit dem Nebenbegriffe des Schutzes, (κυνέη) δὴ τότ' Ὀδυσσῆος πύκασεν κάρη ἀμφιτεϑεῖσα, Il. 10, 271, der Helm verwahrte seinen Kopf dicht; πορφυρέῃ νεφέλῃ πυκάσασα ἓ αὐτήν, 17, 551, vgl. 24, 581; πρὶν πυκάσαι γένος εὐανϑέϊ λάχνῃ, Od. 11, 320; Hes. O. 544; στέμμασι πᾶς πυκασϑείς, mit Kränzen dicht bedeckt, Her. 7, 197, wie κάρη στεφάνοις πυκάσαντες, orac. b. Dem. 21, 52; dah. πυκασώμεϑα, wir wollen uns bekränzen, Rufin. 16 (V, 12); auch ῥάκεσιν πεπυκασμένος ὤμους, Od. 22, 488; ἅρματα δ' εὖ πεπυκασμένα κεῖτο, gut bedeckt, Il. 2, 777; ὄρος πεπυκασμένον, ein dicht bedecktes, bewaldetes Gebirg, Hes. Th. 484; auch μὴ ἐντὸς πυκάζοιεν σφέας αὐτούς, daß sie sich nicht drin fest verschlössen od. versteckten, Od. 12, 225; so auch πύκαζε ϑᾶσσον δῶμα, verschließe, Soph. Ai. 578; u. übertr., Ἕκτορα δ' αἰνὸν ἄχος πύκασε φρένας ἡνιόχοιο, Il. 8, 124, Trauer um den Wagenlenker umhüllte, bedeckte oder verfinsterte dem Hektor das Zwerchfell, die Seele, vgl. 17, 83. – Gut versehen mit Etwas, vollständig ausrüsten; ἅρματα δὲ χρυσῷ πεπυκασμένα κασσιτέρῳ τε, 23, 503, damit bedeckt, ausgelegt; aber ὄζοισι πεπυκασμένος, mit den Zweigen bedeckt, darunter versteckt, 14, 289; νόον πεπυκασμένος, Hes. O. 795, gut verstehend, klug, bedächtig im Geist; τόξον εὖ πυκάζου, Aesch. Spt. 134; πύκαζε τεύχεσιν δέμας, Eur. Rhes. 90; κόσμῳ πυκάζου τῷδε, Herael. 725.
-
16 σμῶδιξ
σμῶδιξ, ιγγος, ἡ, eine mit Blut unterlaufene Strieme, Schwiele, Beule, bes. von einem Schlage; σμῶδιξ δ' αἱματόεσσα μεταφρένου ἐξυπανέστη, Il. 2, 267, von dem Schlage mit dem Scepter; πυκναὶ δὲ σμώδιγγες ἀνὰ πλευράς τε καὶ ὤμους αἵματι φοινικόεσσαι ἀνέδραμον, 23, 716; sp. D., wie Opp. Hal. 2, 428 Lycophr. 783. – Vgl. σμώχω.
-
17 κυνέω
κυνέω (s. κύω), küssen; κύνεον ἀγαπαζόμενοι κεφαλήν τε καὶ ὤμους Od. 21, 224, öfter; aor. ἔκυσσε, Od., u. κύσεν, 16, 21; praes. auch Eur. Alc. 183 Med. 1141, wie Ar. Ach. 1169 Paz 1104; aor. ἔκυσα Eur, Cycl. 550, Ar. Av. 141, Theocr. 20, 5 u. a. sp. D. – Auch = προςκυνέω, bei Ath. XV, 696 a – Selten in Prosa, Arist. H. A. 6, 2, von Tauben, sich schnäbeln.
-
18 κόπτω
κόπτω, perf. bei Hom. κεκοπώς, vgl. διακέκοφα, aor. ἐκόπην, s. κατακ., – 1) schlagen, hauen; ὅστις σ' ἀμφὶ κάρη κεκοπὼς χερσὶ στιβαρῇσιν δώματος ἐκπέμψῃσι Od. 18, 334; κόψε δὲ παπτήναντα παρήϊον, er schlug ihn auf die Wange, Il. 23, 690; ποτὶ γαίῃ Od. 9, 289; δούρεσσι μετάφρενον ἠδὲ καὶ ὤμους 8, 528, treffen. verwunden; auch übertr., ῥήμασι κόπτειν, mit Schmähreden verwunden; ῥήμασι καὶ κοπίσιν Ep. ad. 89 (XI, 335); erschlagen, schlachten, von Ochsen, ll. 17, 521, von Schweinen, Od. 14, 425, die auf den Kopf geschlagen werden; so κόπτοντες βοῦς καὶ ὄνους ἐπορίζοντο σῖτον Xen. An. 2, 1, 5; vgl. auch ἱκτῆρας ἐκϑύει ξένους κόπτων Eur. Cycl. 371; ἐν δ' ἀτέρμονι κόπτει πεδήσασ' ἄνδρα δαιδάλῳ πέπλῳ Aesch. Eum. 605, vgl. Ag. 1251; – abhauen, χεῖρας καὶ πόδας, κεφαλὴν ἀπὸ δειρῆς, Il. 13, 203 Od. 22, 477; κύπερος κεκομμένος Her. 4, 71; bes. Bäume umhauen, δένδρα Xen. Hell. 5, 2, 43, und daher ἐπορεύετο κόπτων καὶ κάων τὴν χώραν, 3, 2, 26, das Land verheerend, durch Umhauen der Bäume u. Anzünden des Getreides u. des Strauchwerks, wie der Häuser, und allein, τὴν χώραν κόπτων, 4, 6, 5; häufiger τέμνειν. – Aber σῖτος κόπτεται ist = das Getreide verdirbt, eigtl. wird von Würmern beschädigt, Theophr.; – schlagen, verwunden; κόψε γὰρ αὐτὸν κατὰ στῆϑος, von einer Schlange, beißen, Il. 12, 204; τὰ μέτωπα κόπτονται μαχαίραις Her. 2, 61; von Vögeln, hacken, Arist. H. A. 9, 1; Arat. 448; von Fischen, anbeißen, Arist. H. A. 9, 37; – auch von Schiffen, die einen Stoß der feindlichen erhalten, κοπεῖσαι ὑπὸ τῶν Ἀττικῶν Thuc. 8, 13, wie Plut. Alc. 27 sagt προςκείμενος ἔκοπτε τὰς ναῦς καὶ συνετί. τρωσκε ἄνδρας. – Uebertr., Aesch. Ag. 479 φρενῶν κεκομμένος, wie sonst βεβλαμμένος, vom Wahnsinn. – Auch schlagen, um zum Laufen anzutreiben, wie Odysseus die Rosse mit dem Bogen schlägt, Il. 10, 513, u. Poseidon die beiden Aias ermuthigt, ἀμφοτέρω κεκοπὼς πλῆσεν μένεος 13, 60; – hämmern, schmieden, κόπτε δὲ δεσμούς, vom Hephästus, Il. 18, 379 Od. 8, 274 (vgl. ἐλαύνω). – Bes. auch = Geld schlagen, prägen, νόμισμα μολίβδου, Münze aus Blei, Her. 3, 56; καλλίστοις νομισμάτων καὶ μόνοις ὀρϑῶς κοπεῖσιν Ar. Ran. 721; Arist. Oec. 2, 20 und Sp.; auch med., = schlagen lassen, Her. 4, 166; und = act., Αἰγινῆται πρῶτον νόμισμα ἐκόψαντο, eigtl. für sich, Ael. V. H. 10, 12; – ϑύραν, an die Thür klopfen, pochen, wie der thut, der in das Haus hineingehen will, nach den Atticisten die eigtl. att, Form, hellenistisch κρούειν (w. m. s.); τίς ἔσϑ' ὁ κόπτων τὴν ϑύραν; Ar. Plut. 1097; Xen. Hell. 5, 4, 7 u. A.; auch Sp., wie Plut. Alc. 8; auch πρὸς τὴν ϑύραν, Luc. Nigrin. 2; – zerstoßen, im Mörser, Her. 4, 71; κόνις κοπτομένη ὑφ' ἅρμασι Hes. sc. 62. – 2) im mildern Sinne, Einem lästig fallen, ihn bedrängen, quälen; οἱ κοπτόμενοι wird Dem. 2, 16 ταλαιπωρούμενοι erkl.; vgl. Hegesipp. bei Ath. VII, 290 b u. Sosipat. ib. IX, 378 b (v. 20); ermüden, obtundere, ἐρωτήμασιν ἀκαίροις Plut. Phoc. 7. – Aehnl. von Pferden, stoßen, durch Stoßen den Reiter ermüden, τὸν ἀναβάτην κόπτει ὁ ἵππος Xen. de re equ. 1, 4, vgl. 8, 7. – 3) Med. sich schlagen, κεφαλήν Il. 22, 33, wie Her. 2, 161, 4; bes. = sich die Brust schlagen, zum Zeichen der Trauer, dah. trauern, wehklagen, wie plangere; πόλις στένει, κέκοπται Aesch. Pers. 683, der auch ἔκοψε κομμὸν Ἄρειον verbindet in dieser Bdtg, Ch. 417; κόπτεσϑ' Ἄδωνιν Ar. Lys. 397; κόπτεσϑαι καὶ ὀδύρεσϑαι τὴν αἵρεσιν Plat. Rep. X, 619 c; βοῶσάν τε καὶ κοπτομένην Phaed. 60 a; neben πενϑεῖν, Luc. Sacrif. 15; a. Sp.
-
19 κόμη
κόμη, ἡ, coma, das Haar, Haupthaar, Hom. u. Folgde; ξανϑή Il. 1, 197; τίλλειν κόμην, das Haar raufen, 22, 406; κείρασϑαι κόμην, sich das Haar scheeren, 23, 46 Od. 4, 198, gewöhnlicher Ausdruck der Trauer; κόμην κείρειν τινί, Einem zu Ehren, als Todtenopfer das Haar abschneiden, Il. 23, 146, vgl. 151. 152; auch im plur., κόμαι χαρίτεσσιν ὁμοῖαι 17, 51; κομᾶν πλόκαμοι Pind. P. 4, 82; φαιδίμα N. 1, 68; χρυσέᾳ κόμᾳ ϑάλλειν I. 6, 49, öfter; ἕλξειν ἔοιχ' ὑμᾶς ἀποσπάσας κόμης Aesch. Suppl. 883; κόμη δι' αὔρας ἀκτένιστος ᾄσσεται, das Haar flattert ungekämmt in der Luft, Soph. O. C. 1263; βόστρυχοι ξανϑῆς κόμης Eur. Hel. 1240; καϑεῖσαν ἐς ὤμους κόμας, sie ließen das Haar auf die Schulter herabwallen, Bacch. 694; in Prosa, τὰς καλὰς ταύτας κόμας ἀποκερεῖ Plat. Phaed. 89 b; Folgende; – κόμαι πρόςϑετοι, falsche Haare, Xen. Cyr. 1, 3, 2, wie κομῶν προςϑέσεις Philostr. – Auch vom Barte, Epict. – Uebertr., vom Laube der Bäume; ἀπέκοψα κόμην τανυφύλλου ἐλαίης Od. 23, 195; Theophr.; Antiphil. 12 (IX, 71); auch von andern Gewächsen, vom Grafen. bes. vom Blumenstengel der Hyacinthen, vom Blätterdach der Palmen u. ä. – Auch der Lichtschweif des Kometen, Arist. meteor. 1, 8.
-
20 γεραρός
γεραρός (γέρων, γεραιός, γέρας; von γεραρός ist γεραίρω abgeleitet, nicht umgekehrt), Achtung gebietend, stattlich, ehrwürdig; Hom. zweimal: Iliad. 3, 170 sagt Priamos ὥς μοι καὶ τόνδ' ἄνδρα πελώριον ἐξονομήνῃς, ὅς τις ὅδ' ἐστὶν Ἀχαιὸς ἀνὴρ ἠύς τε μέγας τε. ἤτοι μὲν κεφαλῇ καὶ μείζονες ἄλλοι ἔασιν· καλὸν δ' οὕτω ἐγὼν οὔ πω ἴδον ὀφϑαλμοῖσιν οὐδ' οὕτω γεραρόν· βασιλῆι γὰρ ἀνδρὶ ἔοικεν; der also Beschdiebene ist Agamemnon; vs. 211 στάντων μὲν Μενέλαος ὑπείρεχεν εὐρέας ὤμους, ἄμφω δ' ἑζομένω, γεραρώτερος ἦεν Ὀδυσσεύς. – Bei den Folg. zum Theil = alt, ehrwürdig durch das Alter, vgl. γεραιός; Aesch. Ag. 722; Eur. Suppl. 742; öfter sp. D.; Plut. Alex. 26 γεραρὸς τὸ εἶδος, u. Sp. Auch von Dingen, ansehnlich, stattlich, τράπεζα Xenophan. bei Ath. XI, 462 e; τὸ γερ. ἤϑους M. Ant. 1, 15. Vgl. γεραιρός.
См. также в других словарях:
ὠμούς — ὠμός raw masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤμους — ὤ̱μους , ὦμος the shoulder with the upper arm masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
ώμος — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… … Dictionary of Greek
κατωμαδόν — (ΑΜ) επίρρ. με εξάρτηση από τους ώμους αρχ. πάνω στους ώμους, πάνω στη ράχη («ὧς εἰπὼν μάστιγι κατωμαδὸν ἤλασεν ἵππους», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὠμαδ όν «πάνω στους ώμους»] … Dictionary of Greek
δύτης — Άτομο που εφοδιάζεται με κατάλληλες αναπνευστικές συσκευές, ώστε να μπορεί να παραμείνει υποθαλάσσια, με σκοπό να εκτελέσει έρευνες και διάφορων ειδών εργασίες. Ο δ. χρησιμοποιεί συνήθως ένα ένδυμα από αδιάβροχο ύφασμα, το οποίο κλείνει ερμητικά… … Dictionary of Greek
επωμάδιος — ἐπωμάδιος, ον και ος, ία, ον (AM) αυτός που βρίσκεται στους ώμους ή φέρεται επάνω στους ώμους (α. «πτέρυγας γὰρ ἐπωμαδίας φορεῑ», Θεόκρ. β. «ἐπωμάδιον... ἔχων τόν... σταυρὸν ἔξω τῆς πύλης ἔπαθεν ὁ Ἰησοῡς», Ωριγ.) αρχ. μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
ζαλίγκα — και ζαλίκα, η 1. φορτίο, συνήθως από ξύλα που μεταφέρεται στους ώμους ή στη ράχη 2. (ως επίρρ.) πάνω στους ώμους, καβάλα («τόν πήρε ζαλίγκα μέχρι το σπίτι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζαλίκι] … Dictionary of Greek
θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… … Dictionary of Greek
καθίημι — καθίημι, ιων. τ. κατίημι (Α) 1. ρίχνω προς τα κάτω, αφήνω να πέσει («ἃ γὰρ καθήσειν ὅπλ ἔμελλεν ἐς ἅλα», Ευρ.) 2. αφήνω κάτι να κρέμεται, να πέφτει («καὶ πρῶτον μὲν καθῆσαν εἰς ὤμους κόμας» άφησαν τα μαλλιά τους να πέσουν στους ώμους, Ευρ.) 3.… … Dictionary of Greek
κριοφόρος — Προσωνυμία που απέδιδαν στον θεό Ερμή οι Ταναγραίοι. Σύμφωνα με την παράδοση, ο θεός έσωσε την πόλη τους από τον λοιμό, περιφέροντας γύρω από τα τείχη έναν κριό, τον οποίο κρατούσε στους ώμους του. Για να τον ευχαριστήσουν, οι Ταναγραίοι ίδρυσαν… … Dictionary of Greek