Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(σάρκας

См. также в других словарях:

  • σάρκας — σάρξ flesh fem acc pl σάρκᾱς , σαρκάω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… …   Dictionary of Greek

  • εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… …   Dictionary of Greek

  • σωματεμπορία — Εμπορία του σώματος του ανθρώπου. Αγορά και πώληση ανθρώπων. Εκμετάλλευση γυναίκας ή και παιδιών. Με πρωτοβουλία της Γαλλίας έγινε τον Ιούλιο του 1902 διεθνής διάσκεψη στο Παρίσι, που σύνταξε το κείμενο σύμβασης για την καταδίωξη της σ. των… …   Dictionary of Greek

  • φασιανός — Ορνιθόμορφο πτηνό της οικογένειας των φασιανιδών. Κατάγεται από την Ασία, είναι συνήθως μεγάλο και έχει εντυπωσιακό φτέρωμα, ιδίως το αρσενικό. Ο κοινός ή κολχικός φ. (phasianus colchicus), που εισήχθη στην Ευρώπη από τα αρχαία χρόνια, φαίνεται… …   Dictionary of Greek

  • σάρκα — η 1. μυώδες μέρος του σώματος των ανθρώπων και των ζώων, κρέας: Το λιοντάρι έσχιζε τις σάρκες του θύματός του με τα νύχια του. 2. φαγώσιμα μέρη των καρπών: Σάρκα της ελιάς. 3. μτφ., το υλικό σώμα μας σε αντιδιαστολή με το πνεύμα και την ψυχή:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ASINUS — prodest, ut Plin. ait l. 8. c. 43. operâ sine dubio geruli mirificâ, arando quoque, sed mularum maxime generatione. Vide supra. At Seythis Marti olim mactatus; vide infra Sol: quemadmodum eôdem Iovi, Marti, Bellonae et Plutoni litavêre Bohemi,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PANIS — I. PANIS διαιωνίξων dicebatur quem unusquisque totô aevô percipiebat, et posteris suis transmittebat. Talis ille, quem Aurelianus erogavit apud Vopisc. loc. cit. Item quem popularibus suis, Antiochensibus civibus, distribui instituisse, atque eam …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TRACTIO — ignominiae poenaeque species. Idatius Fastis, Constantiô III. et Constante II. Consulibus: His Coss. victi Franci a Constante Aug. seu pacati. Tractus Hermogenes. De qua veluti re usitata loquitur Libanius, Orat. de sua Fortuna. Vide quoque… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Νικολαΐτες — Χριστιανική αίρεση που αναφέρεται στην Αποκάλυψη του Ιωάννη (β’ 6 και 15). Η ίδρυσή της αποδίδεται στον Νικόλαο της Αντιοχείας, έναν από τους επτά διακόνους που εξέλεξαν στην Ιερουσαλήμ οι Απόστολοι. Από τις πληροφορίες των πρώτων χριστιανών, οι… …   Dictionary of Greek

  • Ορθία — Προσωνυμία της θεάς Άρτεμης, με την οποία λατρευόταν σε πολλά μέρη της αρχαίας Ελλάδας και κυρίως στη Σπάρτη, όπου είχε ιδρυθεί από τους πανάρχαιους χρόνους ιερό της Ο. Άρτεμης. Στον ναό αυτό υπήρχε ξόανο της θεάς, που σύμφωνα με την παράδοση… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»