Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(μέλανες

См. также в других словарях:

  • Μέλανες — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 150 μ., 417 κάτ.) της Νάξου. Βρίσκονται στο ανατολικό τμήμα του νησιού, σε απόσταση 9 χλμ. ΝΑ της πόλης της Νάξου. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Νάξου του νομού Κυκλάδων. Κοντά στις Μ. υπήρχαν λατομεία κατά την αρχαιότητα …   Dictionary of Greek

  • Μέλανες — Μέλας black masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλανες — μέλας black masc nom/voc pl μελάνω grow black imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Melanes — Μέλανες …   Deutsch Wikipedia

  • ναξος — I Νησί των Κυκλάδων, το μεγαλύτερο σε έκταση (428 τ. χλμ.) Α της Πάρου και Ν της Δήλου και της Μυκόνου. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων. Έχει ωοειδές σχήμα και λίγο διαμελισμένες ακτές, το ανάγλυφό της διαμορφώνεται από μια βασική… …   Dictionary of Greek

  • СИРИЯ —    • Syrĭa,          η̉ Συρία, в Ветхом Завете Арам, в обширном смысле заключала в себе Ассирию, Месопотамию, Палестину и др., в тесном смысле означала страну, граничившую на западе с Палестиной, Финикией, Средиземным морем и Киликией, на севере… …   Реальный словарь классических древностей

  • Naxos (Stadt) — Stadtgemeinde Naxos (1947–2010) Δήμος Νάξου (Νάξος) …   Deutsch Wikipedia

  • MYRUS — Graece Μύρος, muraena dentata est, καρχαρόδους proin Aristoteli, utpote dentes habens ἔξωθεν καὶ ἔσωθεν. Muraenarum enim aliae dentatae sunt. Athen. l. 7. ubi ait. τῶ μυραινω ν δακούσας ἀναιρεῖν τὰς ἐξ ἔχεως; aliae edentulae. Quas ita quidem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Πιερίδες — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Εννέα θνητές κόρες του βασιλιά της Πιερίας, Πιέρου, και της Ευδίππης. Είχαν συναγωνιστεί τις Μούσες σε ένα διαγωνισμό τραγουδιού στον Ελικώνα και είχαν νικηθεί. Οι θεοί τις λυπήθηκαν και τις μεταμόρφωσαν σε πουλιά …   Dictionary of Greek

  • άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»