-
1 ανα
I.I(ᾰᾰ), эп. тж. ἀν adv.1) наверху, сверху(μέλανες ἀ. βότρυες ἦσαν Hom.)
2) вверхἀν δ΄ Ὀδυσεὺς ἀνίστατο Hom. — Одиссей поднялся
IIэп. тж. ἀν(ἀ. νηὸς βαίνειν Hom.)
(ἥκειν ἀ. ναυσί Eur.)
ἀ. ἡμιόνοις Pind. — на запряженной мулами колеснице(1) наверху, на(Κενταύρων ἀ. ὄρος Eur.)
τίν΄ ἀ. χἐρα ἔβα ; Eur. — кто принес его?(2) вверх на(ἀναβαινειν ἀ. ὀρσοθύρην Hom.)
(3) вверх по(ἀ. ποταμὸν πλεῖν Her.)
(4) в глубине, вἀ. δῶμα Διός Hom. — во дворце Зевса;
ἀ. θυμόν Hom. — в душе, мысленно;ἀ. στόμα ἔχειν τινά Hom. — без умолку говорить о ком-л.(5) на (всем) протяжении; по; через, сквозь; вἀ. δῆμον πτωχεύειν Hom. — ходить по миру, побираться;
ἀ. πᾶσαν τέν γῆν Xen. — по всей земле;ἀ. τέν Ἑλλάδα Her. — во (всей) Греции;ἀ. τὸ σκοτεινόν Thuc. — в темноте(6) между, среди, в числе(ἀ. πρώτους εἶναι Her.)
(7) в продолжение, в течение(ἀ. νύκτα Hom.; ἀ. τὸν πόλεμον Her.)
ἀ. χρόνον Her. — затем, впоследствии, со временем(8) в знач. приставки еже-, каждый(ἀ. πᾶσαν ἡμέρην Her.; ἀ. πᾶν ἔτος Her. или ἀ. ἕκαστον ἔτος Plat.)
(9) распределительно поἀ. πέντε παρασάγγας τῆς ἡμέρας Xen. — по пяти парасангов в день;
εἴκοσιν ἀ. Arph. — по двадцати;ἀ. μέρος Arst. — по частям(10) по, сообразноἀ. κράτος Xen. — в меру силы, т.е. изо всех сил;
ἀ. λόγον Plat. — соответственно, относительно(11) редко приблизительно, около(ἀ. διηκόσια στάδια Her.)
II.I1) (= ἀμάστγηι) встань, поднимись Hom., Soph.2) (= ἀνάστητε) встаньте Aesch.II -
2 ευτεκνος
21) имеющий многих детей, окруженный многочисленным потомством, счастливый в (своих) детях(εὔ. βοῦς = Ἰώ Aesch.; Πρίαμος Eur.; γυνή Plut. - ср. 4)
2) сулящий многочисленных детей, предсказывающий счастливое потомство(χρησμοί Eur.)
3) заботящийся о потомстве, чадолюбивый(μέλανες ἀετοί Arst.)
4) плодовитый(γυνή Xen. - ср. 1)
5) ( о детях) прекрасныйεὔ. ξυνιυρίς Eur. — двое милых детей
-
3 στολμος
ὅ [στέλλω]1) одеяние, облачение, наряд2) уборτέκνα στολμοῖσι νεκρῶν κρᾶτας ἑξεστεμμένα Eur. — дети с траурным убором на голове;
στεφέων στολμοί Eur. — убор из гирлянд;στολμοὴ λαίφους Aesch. — паруса
См. также в других словарях:
Μέλανες — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 150 μ., 417 κάτ.) της Νάξου. Βρίσκονται στο ανατολικό τμήμα του νησιού, σε απόσταση 9 χλμ. ΝΑ της πόλης της Νάξου. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Νάξου του νομού Κυκλάδων. Κοντά στις Μ. υπήρχαν λατομεία κατά την αρχαιότητα … Dictionary of Greek
Μέλανες — Μέλας black masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλανες — μέλας black masc nom/voc pl μελάνω grow black imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Melanes — Μέλανες … Deutsch Wikipedia
ναξος — I Νησί των Κυκλάδων, το μεγαλύτερο σε έκταση (428 τ. χλμ.) Α της Πάρου και Ν της Δήλου και της Μυκόνου. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων. Έχει ωοειδές σχήμα και λίγο διαμελισμένες ακτές, το ανάγλυφό της διαμορφώνεται από μια βασική… … Dictionary of Greek
СИРИЯ — • Syrĭa, η̉ Συρία, в Ветхом Завете Арам, в обширном смысле заключала в себе Ассирию, Месопотамию, Палестину и др., в тесном смысле означала страну, граничившую на западе с Палестиной, Финикией, Средиземным морем и Киликией, на севере… … Реальный словарь классических древностей
Naxos (Stadt) — Stadtgemeinde Naxos (1947–2010) Δήμος Νάξου (Νάξος) … Deutsch Wikipedia
MYRUS — Graece Μύρος, muraena dentata est, καρχαρόδους proin Aristoteli, utpote dentes habens ἔξωθεν καὶ ἔσωθεν. Muraenarum enim aliae dentatae sunt. Athen. l. 7. ubi ait. τῶ μυραινω ν δακούσας ἀναιρεῖν τὰς ἐξ ἔχεως; aliae edentulae. Quas ita quidem… … Hofmann J. Lexicon universale
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Πιερίδες — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Εννέα θνητές κόρες του βασιλιά της Πιερίας, Πιέρου, και της Ευδίππης. Είχαν συναγωνιστεί τις Μούσες σε ένα διαγωνισμό τραγουδιού στον Ελικώνα και είχαν νικηθεί. Οι θεοί τις λυπήθηκαν και τις μεταμόρφωσαν σε πουλιά … Dictionary of Greek
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek