Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κεραία

См. также в других словарях:

  • κεραία — κεραίᾱ , κεραία horn fem nom/voc/acc dual κεραίᾱ , κεραία horn fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραίᾳ — κεραίᾱͅ , κεραία horn fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραία — I (Ζωολ.). Αρθρωτό εξάρτημα, με το οποίο είναι εφοδιασμένο το κεφάλι των εντόμων, των μυριαπόδων και των καρκινοειδών. Τα τελευταία φέρουν δύο ζεύγη κ., οι οποίες είναι δισχιδείς, ενώ οι δύο πρώτες ομάδες έχουν μόνο ένα ζεύγος μονοσχιδών κ. Είναι …   Dictionary of Greek

  • κεραία — η 1. συγκρότημα αγωγών, με τους οποίους γίνεται η εκπομπή και η λήψη των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων: Είναι κεραία ασύρματου τηλέγραφου. 2. καθεμιά από τις ευκίνητες εκφύσεις των αρθροπόδων, που επέχουν θέση κεράτων: Τα μπομπόλια έχουν δύο κεραίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κεραία ή Κεραίαι — Αρχαία πόλη της Κρήτης, για τη θέση της οποίας δεν υπάρχει ομοφωνία. Σύμφωνα με μία άποψη βρισκόταν στο βορειοδυτικό άκρο του νομού Χανίων, στο εσωτερικό του κόλπου του Κισσάμου …   Dictionary of Greek

  • δίπολη κεραία — Είδος κεραίας που χρησιμοποιείται συνήθως σε μικρές συχνότητες για να ξεχωρίζει κύματα με διαφορετικά επίπεδα πόλωσης. Η συνηθισμένη δ.κ. αποτελείται από δύο ίσους οριζόντιους αγωγούς, που τοποθετούνται ο ένας στην προέκταση του άλλου. Έχει… …   Dictionary of Greek

  • κεραίας — κεραίᾱς , κεραία horn fem acc pl κεραίᾱς , κεραία horn fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραίαν — κεραίᾱν , κεραία horn fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραιῶν — κεραία horn fem gen pl κεραιῶν , κεραίζω ravage fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραῖαι — κεραία horn fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραίαιν — κεραία horn fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»