-
61 δακτυλικός
A of or for the finger: αὐλὸς δ. a flute played with the fingers, Ath.4.176f; δ. ψῆφος a stone for calcuiating, AP11.290 (Pall.).III = δακτυλιαῖος, διάστημα Theo Sm.p.125 H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δακτυλικός
-
62 δάκτυλος
δάκτῠλος, ὁ, poet. pl.Aδάκτυλα Theoc.19.3
, AP9.365 (Jul. Imp.), also Arist.Phgn. 810a22: -finger, ἐπὶ δακτύλων συμβάλλεσθαι τοὺς μῆνας to reckon on the fingers, Hdt.6.63;ὁ μέγας δ.
the thumb,Id.
3.8, Diog.Apoll.6; ;οἱλιχανοί Hp.Art.37
;ὁ ἔσχατος Id.PA687b17
: prov.,ἄκρῳ δ. γεύεσθαι Procop.Gaz.Ep. 31
;οὐκ ἄξια ψόφου δακτύλων Clearch.5
.2οἱ δ. τῶν ποδῶν
the toes,X.
An.4.5.12; and, without ποδός, Batr.45, Ar.Eq. 874, Arist. HA 494a12;τὸ τῶν δ. μέγεθος ἐναντίως ἔχει ἐπί τε τῶν ποδῶν καὶ τῶν χειρῶν Id.PA 690a30
; ὁ μέσος δ. of a monkey, Id.HA 502b3; ὁ μείζων δ. the great toe, Plu.Pyrrh.3. b. of the toes of beasts, Arist.HA 498a34; of birds, Id.PA 695a22.II a measure of length, finger's breadth, = about 7/10 of an inch, Hdt.1.60, al.;πώνωμεν, δάκτυλος ἀμέρα Alc.41
;δάκτυλος ἀώς AP12.50
(Asclep.): Astron., digit, i.e. twelfth part of the sun's or moon's apparent diameter, Cleom.2.3.III metrical foot, dactyl, -?δάκτυλοςX ?δάκτυλοςX, Pl.R. 400b;ῥυθμὸς κατὰ δάκτυλον Ar.Nu. 651
; δ. κατ' ἵαμβον, diiambus, Aristid. Quint.1.17.2 δάκτυλοι, οἱ, a dance, Ath.14.629d.2 kind of grape, Plin.HN14.15, Colum.3.2.1.3 = ἄγρωστις, Plin.HN24.182.V Δάκτυλοι Ἰδαῖοι mythical wizards and craftsmen in Crete (or Phrygia, D.S.17.7), attached to the cult of Rhea Cybele, Hes.Fr. 176, Pherecyd.47 J., S.Fr. 364, Str.8.3.30, D.S.5.64, IG12(9).259.22 ([place name] Eretria).2 δ. Ἰδαῖοι, = γλυκυσίδη, Dsc.3.140.b fossil found in Crete, Plin.HN37.170.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δάκτυλος
-
63 δόχμιος
A across, aslant,δόχμια.. ἦλθον Il.23.116
, cf. E Or. 1261 (lyr.);δ. κέλευθον ἐμβάνειν Id.Alc.1000
(lyr.), cf. 575 (lyr.);πέσε δ. A.R.1.1169
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δόχμιος
-
64 δύσηχος
δῠσ-ηχος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύσηχος
-
65 εὔδηλος
εὔδηλος, ον,A quite clear, abundantly manifest, A.Pers. 1009 (lyr.), etc.; εὔ. [ ἐστὶ] κελεύων may be seen bidding.., Ar.Ach. 1130 (sed cod. R ἔνδηλος) ; ῥυθμός easily distinguishable, Arist.Pr. 882b9;εὔ. γράμματα
plainly legible,POxy.
1100.3 (iii A.D.); εὔδηλόν [ ἐστιν] ὅτι .. Pl.Plt. 308d;φιλόσοφός τις εἶ—εὔδηλον Alex.135.11
; ἐν εὐδήλῳ [ ἐστί] Hp. de Arte9. Adv. - λως Plu. Thes.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔδηλος
-
66 καταδύω
I intr., in [voice] Act. [tense] pres. καταδύνω and [voice] Med. καταδύομαι: [tense] fut. - δύσομαι: [tense] aor. - εδῡσάμην, [dialect] Ep. 2 and [ per.] 3sg. -δύσεο, -δύσετο:—[voice] Act., [tense] aor. 2 κατέδυν: [tense] pf. καταδέδῡκα:—go down, sink, set, esp. of the sun (as Hom. always in [tense] aor. 2 [voice] Act.),ἠέλιος κατέδυ Il.1.475
, etc.; ἅμα.. ἠελίῳ καταδύντι ib. 592;ἐς ἠέλιον καταδύντα Od.10.183
;ἠελίοιο -δῡομένοιο h.Merc. 197
; καταδεδυκέναι τὴν [ νῆσον]κατὰ θαλάσσης Hdt.7.235
; also of ships, to be sunk or disabled, Id.8.90, Th.2.92, 7.34, X.HG1.6.35, etc.; alsoοἱ ἱππεῖς καταδύνοντες ἐν τέλμασιν Plb. 5.47.2
; κ. ὑφ' ὕδατι duck under water, Batr.89; καταδεδυκώς having popped down, Ar.V. 140.2 go down, plunge into, c. acc.,καταδῦναι ὅμιλον Il.10.231
, etc.; κατεδύσετο πουλὺν ὅμιλον ib. 517;καταδύσεο μῶλον Ἄρηος 18.134
; so μάχην, δόμον, πόλιν καταδύμεναι, 3.241, 8.375, Od.4.246: folld. by Prep., μυῖαι καδδῦσαι ([dialect] Ep. for καταδ-)κατὰ.. ὠτειλάς Il.19.25
;σπάργαν' ἔσω κατέδυνε h.Merc. 237
; καταδυσόμεθ'.. εἰς Ἀΐδαο δόμους we shall go down into.., Od.10.174; soκαταδύνειν ἐς ὕλην Hdt.9.37
, cf. 4.76; εἰς φάραγγας, of hares, X.Cyn.5.16; εἰς ἅπασαν [ τὴν πόλιν] Pl.R. 576e;κατὰ τῆς γῆς Hdt.4.132
;κατὰ τέφρας πολλῆς Plu.Cam.32
; of souls, εἰς βυθὸν κ. Plu.2.943d: c. dat., sink into,ταῖς ὁμοιοπαθείαις Metrod.Fr.38
: freq. with a notion of secrecy, insinuate oneself, steal into,καταδύεται εἰς τὸ ἐντὸς τῆς ψυχῆς ὅ τε ῥυθμὸς καὶ ἁρμονία Pl.R. 401d
; ἡ ἀναρχία εἰς τὰς ἰδίας οἰκίας κ. ib. 562e; κ. ἡ ψῦξις ἕως πλείστου the cold penetrates most, Gal.15.90, cf. 6.178.3 slink away and lie hid,καταδύεσθαι ὑπὸ τῆς αἰσχύνης X.Cyr.6.1.35
, cf. D.21.199 (so abs., to be overcome with shame,ἐπὶ τῇ ἀγνοίᾳ Zos.5.40
);καταδεδυκὼς ἐν τῇ οἰκίᾳ Pl.R. 579b
; , etc.4 get into, put on,κατέδυ κλυτὰ τεύχεα Il.6.504
, cf. Od.12.228;κατεδύσετο τεύχεα καλά Il.7.103
;εἵματα Mosch.4.102
.II causal, make to sink, rare in [tense] pres.,ἐμπίπτων καὶ καταδύων Pherecr.12
;ἐμὲ καταδύουσι τῷ ἄχει X.Cyr.6.1.37
: mostly in [tense] aor. 1,γαύλους καταδύσας Hdt.6.17
; in naval warfare, καταδῦσαι ναῦν cut it down to the water's edge, disable it, Id.8.87, al., Ar.Ra.49, Th.1.50; ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν we let the sun go down in talk, Call.Epigr.2, cf. Aristaenet.1.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταδύω
-
67 κλάω
κλάω (A) [pron. full] [ᾰ], [tense] impf. ἔκλων ( κατ-) Il.20.227, (ἀν-) Th.2.76: [tense] fut. κλάσω [ᾰ] J.AJ10.11.3, Luc.DDeor.11.1: [tense] aor. 1 ἔκλᾰσα, [dialect] Ep.Aκλάσε Od.6.128
,κατά-κλασσε Theoc.25.147
:—[voice] Med., poet. [tense] aor.κλάσσατο AP7.124
(Diog. Laert.):—[voice] Pass., [tense] fut.κλασθήσομαι Arist.Mete. 373a5
: [tense] aor.ἐκλάσθην Il.11.584
: [tense] pf. , etc.: [tense] aor. 2 part. κλάς (as if from κλῆμι) Anacr.153:—break, break off,ἐξ ὕλης πτόρθον κλάσε Od.6.128
;ἐκλάσθη δὲ δόναξ Il.11.584
; break off the luxuriant shoots of the vine, Thphr. CP1.15.1 ([voice] Pass.), Gal.6.134, Longus 3.29, etc.;κ. ἄρτον 1 Ep.Cor.10.16
, cf. 11.24 ([voice] Pass.).2 Geom., deflect, inflect, usu. of drawing a straight line 'broken back' at a line or surface,κλάσαι εὐθεῖαν τὴν ΑΓΒ ἐν λόγῳ τῷ δοθέντι Papp. 904.17
; ἀπὸ δύο σημείων τῶν B, Eκλάσαι τὴν ΒΝΞΕ Id.122.3
:—more freq. in [voice] Pass., Arist.APo.1.c.; ἡ κεκλασμένη (sc. γραμμή) Id.Ph. 228b24;αἱ κλώμεναι εὐθεῖαι Apollon.Perg.Con.2.52
; ἐὰν ἀπὸ τῶν σημείων κλασθῶσιν ib.3.52;κεκλάσθω Euc.3.20
, al.; of visual rays, Arist.Mete. 377b22, Pr. 912b29; of arteries, Gal.9.84: generally,καμπαῖς κεκλασμένας ὑποπορεύσεις Plu.2.968b
; κεκλ. στολίδες ib.64a; τὰ κλώμενα τῶν ῥευμάτων their broken courses, ib.747d.3 metaph., break, weaken, frustrate,τὴν ἐλπίδα J.BJ3.7.13
, cf. Epigr.Gr. 348 ([place name] Cios): in [tense] pf. part. [voice] Pass., κεκλασμένη φωνή weak, effeminate voice, Hp.Epid.7.80, Arist.Phgn. 813a35 (also of the Siren's song, Vett.Val.108.28, cf.κ. ἀοιδή 242.10
); τὰ κεκλ. τῶν ὀμμάτων enfeebled eyes, Arist.Phgn. 808a9; κεκλ. μέλη varied by modulation, Plu.2.1138c; ῥυθμὸς κεκλ. broken rhythm, Longin.41.1; τὸ κεκλ. καὶ παντοδαπόν (sc. τῆς λέξεως) Phld.Rh.1.198S.b of emotion,ἐκλάσθην πρὸς ἔλεον J.Vit.43
.------------------------------------ -
68 κορδακικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κορδακικός
-
69 Κρητικός
II [full] Κρητικόν (sc. ἱμάτιον), τό, short garment, used at sacred rites, Id.Th. 730, Eup.311.2 Κρητικός (sc. ποῦς), ὁ, a metrical foot [ ¯ ?ΚρητικόςX ¯ ], = ἀμφίμακρος, Heph.3.2, cf. A.D. Pron.50.16; so ἔγειρε.., Μοῦσα, K.μέλος Cratin.222
; τὸ K. (sc. μέτρον) Heph.13.1; K. ῥυθμός, ῥυθμοί, D.H.Comp.25, Str.10.4.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Κρητικός
-
70 μεταρυσμόω
A = ῥυθμός), = μεταρρυθμόω, ἡ διδαχὴ μεταρυσμοῖ τὸν ἄνθρωπον Democr. 33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταρυσμόω
-
71 μέτρον
μέτρον, τό,1 measure, rule,μέτρ' ἐν χερσὶν ἔχοντες Il.12.422
;ἐν μέτροισι ταμὼν δόνακας h.Merc.47
; πάντ' ἄνδρα πάντων χρημάτων μ. εἶναι is a measure of all things, Pl.Tht. 183c, cf. Protag. ap. Arist.Metaph. 1053a36;μ. αὐτῷ οὐχ ἡ ψυχή, ἀλλ' ὁ νόμος X.Cyr.1.3.18
.b Math., measure, divisor, Eratosth. ap. Nicom.Ar.1.13, etc.2 measure of content, whether solid or liquid,δῶκεν μέθυ, χίλια μ. Il.7.471
;εἴκοσι δ' ἔστω μ... ἀλφίτου Od.2.355
;ὕδατος ἀνὰ εἴκοσι μ. χεῦε 9.209
, cf. Il.23.268, 741, Hes.Op. 350, 600, etc.; at Samos, of the μέδιμνος, SIG976.55 (ii B.C.); in Egypt, of theἀρτάβη, μ. δοχικόν PTeb.11.6
(ii B.C.); also of smaller units, as μ. ἑξαχοίνικον ib.105.40 (ii B.C.); μέτροις καὶ σταθμοῖς by measure and weight, Decr. ap. And.1.83; in the widest sense, either weight or measure,Φείδωνος τοῦ τὰ μ. ποιήσαντος Πελοποννησίοισι Hdt.6.127
; μ. οἰνηρά, σιτηρά, Arist.EN 1135a2;Κιλικίῳ μ. μετρεῖν OGI579.2
([place name] Cilicia).3 any space measured or measurable, length, size, in pl., dimensions, μέτρα κελεύθου the length of the way, Od.4.389;μέτρα θαλάσσης Hes.Op. 648
, Orac. ap. Hdt.1.47; μορφῆς μέτρα bodily dimensions, E.Alc. 1063; τὰ μ. τοῦ λίθου its distances from a given point in given directions, its position, Hdt.2.121.ά, cf. Pl.Lg. 843e, Plu.Sol.23;ἄστρων μέτρα S.Fr.432.8
;ἀπέχει.. θαλάσσης μέτρον ἑξήκοντα σταδίους Th.8.95
; τῷ Ἴστρῳ ἐκ τῶν ἴσων μ. ὁρμᾶται [ὁ Νεῖλος] starts from the same distances as (i.e. the position corresponding to the source of) the Ister, Hdt.2.33;εἰδέναι τὴν ἑαυτοῦ χώραν μέτρῳ καὶ τόπῳ X.Cyr.8.5.3
;ἐντὸς τῶν μ. τετμημένον μέταλλον Hyp.Eux.35
; later of Time, duration,μέτρα βίοιο ἄρκια APl.4.333
(Antiphil.); ἐτέων μέτρα, ὡράων μέτρον, AP7.334,9.481; μέτρα ἐνιαυτῶν, νυκτός, Arat.464.731;χρονικὰ μ. Simp.
in de An.299.37.b limit, goal, ὅρμου μ. the goal which is the mooring-place, Od.13.101; ἥβης μ. ἱκέσθαι the term which is puberty, Il.11.225, Hes. Op. 132; but, ἥβης μ. ἔχειν full measure of youthful vigour, ib. 438, Thgn.1119;σοφίης, γνωμοσύνης μ. Sol.13.52
, 16.2.4 due measure or limit, proportion,μέτρα φυλάσσεσθαι Hes.Op. 694
;χρὴ κατ' αὐτὸν παντὸς ὁρᾶν μέτρον Pi.P.2.34
;μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων, μέτρα δὲ καὶ κατέχων Id.I.6(5).71
;κατὰ μέτρον Hes.Op. 720
;πίνειν ὑπὲρ μέτρον Thgn.498
;προστιθεὶς μ. A.Ch. 797
(lyr.); τί μ. κακότατος ἔφυ; S.El. 236 (lyr.); μ. ἔχει have a moderating power, Pl.Lg. 836a;πλέον πίνειν τοῦ μέτρου Id.R. 621a
;μ. ἔχειν Id.Lg. 957a
; μέτρῳ, = μετρίως, καταβαίνειν Pi.P.8.78;οὐδεὶς τῷ μ. τὸ πίνειν ἔστεργε Alciphr. 3.32
.5 τίς ἱππείοις ἐν ἔντεσσιν μέτρα.. ἐπέθηκ' checks, i.e. bits, Pi.O.13.20.II metre, Ar.Nu. 638, 641, etc.; opp. μέλος (music) and ῥυθμός (time), Pl.Grg. 502c, etc.; λόγους ψιλοὺς εἰς μέτρα τιθέντες putting into verse, Id.Lg. 669d;τὰ ἐν μέτρῳ πεποιημένα ἔπη X.Mem. 1.2.21
. -
72 παράρρυθμος
παράρρυθμος, ον,A out of time ([etym.] ῥυθμός), corrupt in Ar.Th. 121 (ubi παράρυθμος); of the pulse, irregular, Ruf.Syn.Puls.7.4, Gal.8.516, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράρρυθμος
-
73 πεντάχρονος
πεντάχρονος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντάχρονος
-
74 σοβέω
A scare away birds,ἡμεῖς δὲ.., οὐ σοβοῦντος οὐδενὸς ἀνεπτόμεσθ' Ar.Av.34
; ἐπειδὴ τουτονὶ σεσοβήκαμεν (just above he had been called στροῦθος) Id.V. 211;σ. τὰς ἀλεκτρυόνας Pl.Com. 20
; οὐ σοβήσετ' ἔξω τὰς ὄρνιθας ἀφ' ἡμῶν; Men.167; ;μυίας Thphr.Char.25.5
; drive along, ὥσπερ αἰπόλιον.. αὐτοὺς τῇ ῥάβδῳ ς. Luc.Cat.3; ἔχοντες ξύλα σοβοῦσι τὴν ὕλην they scare the wood (i.e. beat it so as to put up the birds), Arist.HA 620a35.2 generally, drive away, clear away,τὴν κόνιν X.Eq.5.5
:— [voice] Pass.,τὰς ἄλλας φροντίδας.. σεσοβῆσθαι Hp.Ep.12
.II move rapidly or violently (cf.σοβαρός 1
and κυκλοσοβέω) , σ. τὴν κύλικα push about the bottle, Philostr.Jun.Im.3.2 metaph., ὁ παῖς σοβείτω τοῖς ποτηρίοις let him ply [ the guests] with cups (cf.πατάσσω 11.2
), Amphis 18.3 metaph. also in [voice] Pass., to be agitated, excited, Philostr.VS1.21.5;σεσόβηται ἐρωτικῶς Id.Im.1.8
; γυνὴ σεσοβημένη 'forward' (of Opinion personified), Hp.Ep.15;σεσοβημένος οἴστρῳ AP6.219
(Antip.); σες. πρὸς δόξαν all in a fever for glory, Plu.Pomp. 29;σες. περί τι Ph.1.131
; ῥυθμὸς σες. hurried, wild, Longin.41.1;σες. κίνησις Ph.2.267
.III intr., walk in a pompous manner, strut, swagger,διὰ τῆς ἀγορᾶς σοβεῖ D.21.158
;σοβοῦντες ἐν ὄχλῳ προπομπῶν Plu.Sol.27
;μεθ' ὅσης θεραπείας καὶ παρασκευῆς ἐσόβει Alciphr.1.38
; off with you!Luc.
DDeor.24.2;σ. παρὰ τὸν Δρύαντα Longus 3.29
. (Causative of σέβομαι, q.v.) -
75 σύνθετος
σύν-θετος, ον, also fem. συνθέτη (or συνθετή as in Lys.Fr.34, Arist.Ph. 265a21, Metaph. 1051b27, al.): ([etym.] συντίθημι):—A put together, compounded, composite, Pl.Phd. 78c, al.; of a centaur, διαιρετὸς.. καὶ πάλιν ς. X.Cyr.4.3.20, cf. Lys.l.c.; τὸ ς. the composite part of man, Arist.EN 1178a20;σ. ἐκ πολλῶν Pl.R. 611b
;ἐκ τῶν αὐτῶν Id.Phlb. 29e
; σ. ἀναγνώρισις complex, Arist.Po. 1455a12.2 σύνθετον, τό, compound, Id.Ph. 187b12; τὰ ς., opp. τὰ στοιχεῖα, Id.Cael. 306b20, cf. Metaph. 1070b8; so ἡ σύνθετος οὐσία ib. 1043a30; ἡ συνθέτη οὐσία ib. 1023b2, cf. de An. 412a16;αἱ μὴ σ. οὐσίαι Id.Metaph. 1051b27
; cf.σύγκειμαι 11.4
.3 in various technical senses,a in Grammar, φωνὴ ς. a. compound sound, i.e. a syllable, Id.Po. 1456b35; or a word, ib. 1457a11; φωνῶν αἱ μὲν ἁπλαῖ (e.g. Δίων) , αἱ δὲ ς. (e.g. Δίων περιπατεῖ) S.E.M.8.135; σ. ὀνόματα compound nouns, Arist.Rh.Al. 1434b34, Demetr.Eloc.91, Philomnest. 2;σ. σχῆμα D.T.635.21
; σ. προσηγορία (e. g. ὑπνώδης καταφορά) Gal.7.643. Adv.- τως Str.13.2.5
, Sor.2.26, Gal.6.549.b in Metre and Music, σ. ῥυθμός a compound foot, Pl.R. 400b; [διαστήματα] ς. Aristid.Quint.1.7, cf. Plu.2.1135b;ἁρμονίαν εἶναι σ. πρᾶγμα Pl.Phd. 92a
.c in Arithmetic, σ. ἀριθμός a number composed of several factors, Arist.Metaph. 1020b4, Euc.7 Def.14.d in Medicine, σύνθετα solid excrements, Hp.Coac. 109: also φάρμακον ς. compound drug,τὸ ξ. [φάρμακον] τὸ διὰ τῆς λιμνήστιδος καὶ εὐφορβίου καὶ πυρέθρου Aret.CD1.2
, cf. Hsch. s.v. φαρικόν.III metaph., agreed upon, covenanted, ὥσπερ ἐκ συνθέτου by agreement, Hdt.3.86.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύνθετος
-
76 τροχερός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροχερός
-
77 ἀμειψιρρυσμέω
A = ῥυθμός) change form, Id.139.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμειψιρρυσμέω
-
78 ἀνάπειρα
ἀνά-πειρα, ἡ,II in pl., exercises,- ρας ποιῶν τοῖς πληρώμασι Plb.1.59.12
.III ἀνάπειρα· ῥυθμὸς αὐλητικός, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνάπειρα
-
79 ἀξιωματικός
A dignified, honourable,προστασία Plb.10.18.8
, etc.; high in rank, Plu. 2.617d: [comp] Comp., Dam.Pr.54.2 in Literary Criticism, dignified, D.H.Dem.18,al.;ῥυθμός Comp.13
: [comp] Comp., Isoc.3. Adv.-κῶς, κατεσκευάσθη Dem.43
;λέγειν Hermog.Id.2.6
.II supplicatory, Plb.20.9.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀξιωματικός
-
80 ἡρῷος
См. также в других словарях:
ῥυθμός — any regular recurring motion masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… … Dictionary of Greek
ρυθμός — ο 1. εναλλαγή κινήσεων με ορισμένη τάξη: Κωπηλατούσαν με ρυθμό. 2. εναλλαγή φθόγγων και ήχων (στη μουσική και την ποίηση) με ορισμένη τάξη: Το ποίημα αυτό δεν έχει ρυθμό. 3. συμμετρία, αναλογία των μερών μεταξύ τους και προς το σύνολο: Τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Νέος Ρυθμός — Ρυθμός που επικράτησε σε ολόκληρη την Ευρώπη στην τελευταία δεκαετία του 19ου αι. και στις αρχές του 20ού κυρίως στον τομέα των εφαρμοσμένων τεχνών και της αρχιτεκτονικής. Ο Ν.Ρ., που είδε το φως στις «σετσεσιόν» του Μονάχου και της Βιέννης,… … Dictionary of Greek
σύνθετος ρυθμός — (ordo compositus). Αρχιτεκτονικός ρυθμός του 1ου αι. μ.Χ., που τον χρησιμοποίησαν ιδιαίτερα οι αρχιτέκτονες της Αναγέννησης, και μάλιστα στον 16o αι. θιασώτες του ρυθμού αυτού ήταν οι Βινιόλα και Παλάντιο στην Ιταλία και ο Ντελόρμ στη Γαλλία. Ο σ … Dictionary of Greek
τοσκανικός ρυθμός — Ονομάζεται έτσι ο αρχαιότερος και πιο απλός από τους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς των Ρωμαίων. Αποτελεί αρχαϊκή παραλλαγή του ελληνικού δωρικού ρυθμού, βασικό χαρακτηριστικό της οποίας είναι η έλλειψη τρίγλυφων ραβδώσεων στους κίονες πάνω στο… … Dictionary of Greek
βικτοριανός ρυθμός — Καλλιτεχνικό ρεύμα στον χώρο της αρχιτεκτονικής, της διακόσμησης και των επίπλων. Την ονομασία του αυτή οφείλει στην περίοδο (1835 85) κατά την οποία επικράτησε, περίοδος που συμπίπτει με το διάστημα της βασιλείας (1837 1901) της βασίλισσας… … Dictionary of Greek
κορινθιακός ρυθμός — Ο τρίτος και μεταγενέστερος ρυθμός της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, μετά από τον δωρικό και τον ιωνικό. Συνιστά παραλλαγή του ιωνικού, από τον οποίο διαφέρει μόνο στη μορφή του κιονόκρανου. Το κορινθιακό κιονόκρανο αποτελείται από τον κάλαθο … Dictionary of Greek
μανουελινός, ρυθμός — Διακοσμητικός ρυθμός στην πορτογαλική αρχιτεκτονική της εποχής του βασιλιά Μανουέλ A’ (1495 1521). Την περίοδο εκείνη όταν η Πορτογαλία γνώρισε αξιόλογη καλλιτεχνική, πολιτική και οικονομική ανάπτυξη. Το μ. στιλ διακρίνεται για τη φαντασία και τη … Dictionary of Greek
δωρικός ρυθμός — Ο αρχαιότερος από τους τρεις ρυθμούς της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής· οι άλλοι δύο είναι ο ιωνικός και o κορινθιακός. Πήρε την ονομασία του από τους Δωριείς και διαμορφώθηκε στην Ελλάδα και στις ελληνικές αποικίες της νότιας Ιταλίας και της… … Dictionary of Greek
ιωνικός ρυθμός — Ο ένας από τους τρεις αρχιτεκτονικούς ρυθμούς της ελληνικής αρχαιότητας. Διαμορφώθηκε τον 7o και 6o αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, όπως υποδηλώνει η ονομασία του και αποδεικνύουν οι τόποι ανεύρεσης των αρχαιότερων τεκμηρίων. Ο ι.ρ. είναι ελαφρύτερος… … Dictionary of Greek