Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

εὔδηλος

См. также в других словарях:

  • Εὔδηλος — quite clear masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔδηλος — quite clear masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύδηλος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 461 κάτ.) της Ικαρίας. Βρίσκεται στην βόρεια ακτή του νησιού. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου του νομού Σάμου. Φωτογραφία εποχής του Εύδηλου στην Ικαρία· ο οικισμός αναπτύχθηκε μόλις τις τελευταίες δεκαετίες, σε ό …   Dictionary of Greek

  • εὐδηλότερον — εὔδηλος quite clear adverbial comp εὔδηλος quite clear masc acc comp sg εὔδηλος quite clear neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδήλως — εὔδηλος quite clear adverbial εὔδηλος quite clear masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔδηλον — εὔδηλος quite clear masc/fem acc sg εὔδηλος quite clear neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κιτσοπούλου-Θέμελη, Ελένη — (Εύδηλος Ικαρίας 1928 –). Λογοτέχνης. Ήταν σύζυγος του συγγραφέα Γιώργου Κιτσόπουλου. Έγραψε θεατρικά έργα, δοκίμια και παιδικά διηγήματα. Στα ελληνικά γράμματα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά με την έκδοση του βιβλίου της Τα παιδιά (συλλογή… …   Dictionary of Greek

  • εὐδηλοτάτην — εὔδηλος quite clear fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδηλότερα — εὔδηλος quite clear neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδηλότεροι — εὔδηλος quite clear masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐδήλοις — Εὔδηλος quite clear masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»