Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ῥαγ-

См. также в других словарях:

  • καρδιορραγία — η ιατρ. εσωτερική αιμορραγία τής καρδιάς εξαιτίας τραυματισμού της. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού καρδιορρηξία* που εμφανίζει το θ. ραγ τού ρ. ρήγνυμι (πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ ρ ράγ ην)] …   Dictionary of Greek

  • ημιρραγής — ές (Α ἡμιρραγής, ές) εν μέρει ραγισμένος, μισοσπασμένος, μισοραγισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ρραγής < θ. ραγ (πρβλ. ερράγην, αόρ. τού ρ. ρήγνυμαι), πρβλ. αιμο ρραγής, α ρραγής] …   Dictionary of Greek

  • ηπατορραγία — η αιμορραγία τού ήπατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatorrhagia < hepato (πρβλ. ηπατο < ήπαρ, ατος) + rrhagia (πρβλ. ρραγία < θ. ραγ τού ερράγην τού ρήγνυμι)] …   Dictionary of Greek

  • καταρραγή — καταρραγή, ἡ (Α) 1. σχίσιμο («καταρραγαὶ πέπλων», Λυκόφρ.) 2. ατονία, εξάντληση («καταρραγὴ τοῡ σώματος», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ρραγγή (< θ. ραγ τού ρήγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ ρράγ ην), πρβλ. δια ρραγή, συ ρραγή] …   Dictionary of Greek

  • κυστεορραγία — η ιατρ. αιμορραγία τής ουροδόχου κύστεως. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cystorragie < cyst(o) (βλ. κυστε[ο] ) + rragie < ρραγία < ρραγής < θ. ραγ τού ῥήγνυμι (πρβλ. ἐ ρράγ ην)] …   Dictionary of Greek

  • μεσορραγής — μεσορραγής, ές (ΑM) αυτός που έχει διαρραγεί, που έχει σχιστεί στη μέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ρραγής (< θ. ῥαγ , πρβλ. ἐ ρράγ ην, αόρ. τού ῥήγνυμι), πρβλ. αιμο ρραγής] …   Dictionary of Greek

  • πανάδα — (I) και παννάδα, η 1. υποκίτρινη κηλίδα που εμφανίζεται στην επιδερμίδα τού ανθρώπου, αλλ. φακίδα 2. είδος πρόχειρου εμπλάστρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανί + κατάλ. άδα (πρβλ. ραγ άδα)]. (II) η πρόχειρο έδεσμα που παρασκευάζεται από φέτες ψωμιού οι… …   Dictionary of Greek

  • περιρραγή — ἡ, Α διάρρηξη, θρυμμάτισμα, σπάσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ρραγή (< θ. ραγ τού ῥήγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ ρράγ ην), πρβλ. δια ρραγή, κατα ρραγή] …   Dictionary of Greek

  • περιρραγής — ές, Α αυτός που έχει σπάσει από παντού, ο σπασμένος γύρω γύρω, ο ολόγυρα ξεσχισμένος («περιρραγὴς τὰ χείλη», Κλήμ. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ρραγής (< θ. ραγ τού ῥήγνυμι, πρβλ. παθ. αορ. β ἐ ρράγ ην), πρβλ. ανα ρραγής] …   Dictionary of Greek

  • ποδορραγής — ές Α (για το νερό τής Ιπποκρήνης και τής Πειρήνης) αυτό που ανάβλυσε όταν ένα πόδι αλόγου ράγισε την πέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ρραγής (< θ. ραγ , πρβλ. ἐ ρράγ ην, παθ. αόρ. β τού ῥήγνυμι «σπάω»), πρβλ. αιμο ρραγής] …   Dictionary of Greek

  • πολυρραγής — ές Α (για ποταμό) αυτός που προκαλεί πολλές ρωγμές, ο βίαιος, ή, κατ άλλους, αυτός που έχει πολλές σχισμάδες, ο πολύσχιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ρραγής (< συνεσταλμένη βαθμίδα ῥαγ τού ῥήγνυμι), πρβλ. αιμο ρραγής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»