Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ῥάγα

См. также в других словарях:

  • ῥάγα — ῥάγᾱ , ῥάγος neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ράγα — Σαρκώδης καρπός, συνήθως σφαιρικός, πεπιεσμένος ή απιόμορφος· μερικές φορές μοιάζει με δρύπη, από την οποία όμως διαφέρει, γιατί δεν έχει το ξυλώδες ενδοκάρπιο που αποτελεί το κέλυφος των σπερμάτων. Στη ράγα τα σπέρματα περιβάλλονται από τη… …   Dictionary of Greek

  • ράγα — η 1. η ρώγα. 2. η σιδηροτροχιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥᾶγα — ῥάξ grape fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ράγα ή Ράγαι — Πόλη της Μηδίας, που τα ερείπιά της βρίσκονται NA της Τεχεράνης. Έπειτα από σεισμό, ξαναχτίστηκε από τον βασιλιά της Συρίας Σέλευκο τον Νικάνορα, που την ονόμασε Ευρωπό. Καταστράφηκε από τους Πέρσες, ανοικοδομήθηκε από τον βασιλιά Αρσάκη των… …   Dictionary of Greek

  • σολανίδες — (Solanaceae). Οικογένεια φυτών της τάξης των σωληνανθών ή τουμπιφλόρων (δικοτυλήδονα), που είναι διαδομένα κυρίως στις τροπικές ζώνες, αλλά και στις θερμές και εύκρατες των δύο ημισφαίριων· το μεγαλύτερο μέρος τους ωστόσο κατάγεται από τη νότια… …   Dictionary of Greek

  • ψευδορράγα — η, Ν σαρκώδης καρπός που μοιάζει με ράγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ράξ, ραγός / ράγα] …   Dictionary of Greek

  • βερβερίδα — (berberis). Γένος θάμνων της οικογένειας των βερβεριδών, με 160 είδη. Είναι φυτά του βορείου ημισφαιρίου και την Ινδίας, από τα oποία σπουδαιότερο είναι η β. η κοινή, ύψους 1 2,5 μ. με βλαστούς λεπτούς, γεμάτους αγκάθια, που προέρχονται από τη… …   Dictionary of Greek

  • Раги Мидийские — или Рага (Ράγα, Ράγαι, Ράγοι της Μήδίας) город в Мидии, в древности весьма значительный; лежал на пути от Экбатана к воротам Каспийскими. В Р. жил Гаваил, родственник Товита. Следы развалин Р. находят в расстоянии одной мили к ЮВ от Тегерана …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Рага (г.) — или Раги Мидийские (Ράγα, Ράγαι, Ράγοι της Μήδίας) город в Мидии, в древности весьма значительный; лежал на пути от Экбатана к воротам Каспийскими. В Р. жил Гаваил, родственник Товита. Следы развалин Р. находят в расстоянии одной мили к ЮВ от… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • CEPE — olerum solum, crescit, Lunâ decrescente: quocirca abstinuisse ab eius usu Sacerdotes Aegyptios, tradit Plut. l. de Isids et Osir. Qua de re sic A. Gellius, l. 20. c. 8. Caepe revirescit et congerminat decedente Lunâ, contra autem inarescit… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»