-
1 ράγα
-
2 ῥάγα
-
3 ραγα
-
4 ράγα
-
5 ῥᾶγα
-
6 ῥάγα
-
7 ράγα
η1) ягода винограда; 2) сосок (груди); 3) подушечка пальца -
8 ράγα
ray -
9 ράγα
railΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ράγα
-
10 ῥαγή
ῥαγή ( δια-)Grammatical information: f.Meaning: `tore, chink, gap, cleft' (Hp.).Derivatives: - άδιον n. dimin. (Celsus), beside it ῥάγ-δην `torrential, fierce, vehement' adv. (Plu.) with ῥαγδ-αῖος `id.' (com., Arist.), - αιότης f. (Poll.); for the meaning cf. ῥαγά ( ῥάγα cod.) ἀκμή, βία, ὁρμή H. (also Erot. on ῥαγή).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Primary nouns (resp. adv.) from ῥαγῆναι, ῥήγνυμι, but a form with short α is then impossible ( ῥαγῆναι must be analogical). Diff. Fraenkel Nom. ag. 2, 41 n. 3: to ῥάσσω `bump'); s.v. The word may well be Pre-Greek; note also ῥαγδ-αιος with ῥαγδ- which is hardly taken from ῥάγδην.Page in Frisk: 2,637Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ῥαγή
-
11 πέπανος
πέπανος, seltene Nebenform von πέπων; Artemid. 1, 75. 2, 25, als v. l.; bei Epigon. Thess. 1 (IX, 261) ist jetzt τετανῶν βοτρύων ῥᾶγα geschrieben.
-
12 ῥάξ
ῥάξ, ἡ, gen. ῥᾱγός, 1) die Beere, bes. Weinbeere, die Weintraube; Soph. frg. 464; κατὰ ῥᾶγα βοτρύων, Plat. Legg. VIII, 845 a; αἱ τῶν βοτρύων ῥᾶγες, Arist. de col. 2; u. so jetzt auch H. A. 5, 16, 17 (für ῥῶγες); ῥᾶγας, En. ad. 130 (VI, 169). – 2) die Fingerspitzen, κορυφαί, Poll. 2, 146. – 3) auch wie φαλάγγιον, von weinbeerähnlicher Gestalt, Ael. H. A.; Draco betonte auch den nom. ῥᾶξ, vgl. Lob. Phryn. 76.
-
13 ράξ
(γεν. ραγός) η1) сосок (груди); 2) см. ράγα -
14 ρόγα
-
15 ραγάς
-
16 ῥαγάς
-
17 ῥαγή
-
18 ῥάξ
A grape, S.Fr. 398; κατὰ ῥᾶγα βοτρύων for each grape in the bunch, Pl.Lg. 845a;ῥᾶγες βότρυος Arist.HA 550a28
, cf. Pr. 925b15;ἐν αὐτῷ τῷ βότρυϊ ῥᾶγας Thphr.CP5.5.1
, cf. 1.21.1, HP3.17.6;τὰς σταφυλὰς καὶ ὡς κατὰ μίαν αἱ ῥᾶγες Philostr.Im.1.31
.3 a venomous kind of spider, malmignatte, so called from its shape, Ael.NA3.36.4 pl., finger-tips, Ruf.Onom.85, Sor.1.3, Poll.2.146.
См. также в других словарях:
ῥάγα — ῥάγᾱ , ῥάγος neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ράγα — Σαρκώδης καρπός, συνήθως σφαιρικός, πεπιεσμένος ή απιόμορφος· μερικές φορές μοιάζει με δρύπη, από την οποία όμως διαφέρει, γιατί δεν έχει το ξυλώδες ενδοκάρπιο που αποτελεί το κέλυφος των σπερμάτων. Στη ράγα τα σπέρματα περιβάλλονται από τη… … Dictionary of Greek
ράγα — η 1. η ρώγα. 2. η σιδηροτροχιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥᾶγα — ῥάξ grape fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ράγα ή Ράγαι — Πόλη της Μηδίας, που τα ερείπιά της βρίσκονται NA της Τεχεράνης. Έπειτα από σεισμό, ξαναχτίστηκε από τον βασιλιά της Συρίας Σέλευκο τον Νικάνορα, που την ονόμασε Ευρωπό. Καταστράφηκε από τους Πέρσες, ανοικοδομήθηκε από τον βασιλιά Αρσάκη των… … Dictionary of Greek
σολανίδες — (Solanaceae). Οικογένεια φυτών της τάξης των σωληνανθών ή τουμπιφλόρων (δικοτυλήδονα), που είναι διαδομένα κυρίως στις τροπικές ζώνες, αλλά και στις θερμές και εύκρατες των δύο ημισφαίριων· το μεγαλύτερο μέρος τους ωστόσο κατάγεται από τη νότια… … Dictionary of Greek
ψευδορράγα — η, Ν σαρκώδης καρπός που μοιάζει με ράγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ράξ, ραγός / ράγα] … Dictionary of Greek
βερβερίδα — (berberis). Γένος θάμνων της οικογένειας των βερβεριδών, με 160 είδη. Είναι φυτά του βορείου ημισφαιρίου και την Ινδίας, από τα oποία σπουδαιότερο είναι η β. η κοινή, ύψους 1 2,5 μ. με βλαστούς λεπτούς, γεμάτους αγκάθια, που προέρχονται από τη… … Dictionary of Greek
Раги Мидийские — или Рага (Ράγα, Ράγαι, Ράγοι της Μήδίας) город в Мидии, в древности весьма значительный; лежал на пути от Экбатана к воротам Каспийскими. В Р. жил Гаваил, родственник Товита. Следы развалин Р. находят в расстоянии одной мили к ЮВ от Тегерана … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Рага (г.) — или Раги Мидийские (Ράγα, Ράγαι, Ράγοι της Μήδίας) город в Мидии, в древности весьма значительный; лежал на пути от Экбатана к воротам Каспийскими. В Р. жил Гаваил, родственник Товита. Следы развалин Р. находят в расстоянии одной мили к ЮВ от… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
CEPE — olerum solum, crescit, Lunâ decrescente: quocirca abstinuisse ab eius usu Sacerdotes Aegyptios, tradit Plut. l. de Isids et Osir. Qua de re sic A. Gellius, l. 20. c. 8. Caepe revirescit et congerminat decedente Lunâ, contra autem inarescit… … Hofmann J. Lexicon universale