-
1 ώων
ἄ̱ων, ἀάωhurt: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἄ̱ων, ἀάωhurt: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)——————οἰάωimperf ind act 3rd plοἰάωimperf ind act 1st sgᾦονneut gen pl -
2 ὠων
-
3 ὠῶν
-
4 ᾠων
ᾤαsheepskin: fem gen plὠίζωto sit on eggs: fut part act masc nom sg (attic epic doric)ᾠόνegg: neut gen pl -
5 ᾠῶν
ᾤαsheepskin: fem gen plὠίζωto sit on eggs: fut part act masc nom sg (attic epic doric)ᾠόνegg: neut gen pl -
6 ὤων
Βλ. λ. ώων -
7 ᾤων
Βλ. λ. ώων -
8 κρόκος
A saffron, Crocus sativus, Il.14.348, h.Cer. 6, Hippon.41, S.OC 685 (lyr.), Cratin.98 (pl.), A.R.3.855, cf. Thphr. HP4.3.1, al., Dsc.1.26, etc.b κ. λευκός, C. cancellatus, Thphr.HP 7.7.4.c κ. ἀκανθώδης, = κνῆκος, ibid.2 saffron (made from its stigmas), Ar.Nu.51, etc.;κρόκου βαφάς A.Ag. 239
(lyr.); κ. Ἀραβικός Edict.Diocl.inἈθηνᾶ 18.6
.4 σὺν κρόκῳ ᾠῶν yolk of egg, Alex.Trall.1.1: pl.,ᾠῶν τὰ κρόκα Paul.Aeg.3.78
. -
9 μάτρως
μᾱτρως (-ως, -ωος, -ωι, -ῳ; -ωες, -ώων.)1 relative on the mother's side.a mother's father μάτρωος δ' ἐκάλεσσέ νιν ἰσώνυμον ἔμμεν Opous O. 9.63b mother's brother, uncleεἰ δέ τοι μάτρῳ μ' ἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν N. 4.80
καὶ νῦν τεὸς μάτρως ἀγάλλει κείνου ὁμόσπορον ἔθνος, Πυθέα (Mingarelli, et Σ̆γρ ut vid.: Πυθέας codd., Wil., sed cf. I. 6.62) N. 5.43 ἄραντο γὰρ νίκας ἀγλαοὶ παῖδές τε καὶ μάτρως (Er. Schmid: μάτρωες codd.: i. e. the sons of Lampon and their uncle Euthymenes) I. 6.62 dub.,μάτρωί θ' ὁμωνύμῳ δέδωκε κοινὸν θάλος I. 7.24
c ancestor on the mother's sideεἰ δ' ἐτύμως ὑπὸ Κυλλάνας ὄρος, Ἁγησία, μάτρωες ἄνδρες ναιετάοντες ἐδώρησαν O. 6.77
ἕπεται δὲ ( ἐπέβα δὲ coni. Wil.),Θεαῖε, ματρώων πολύγνωτον γένος ὑμετέρων εὐάγων τιμά N. 10.37
συμβαλεῖν μὰν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἷμ' ἀπὸ Σπάρτας, καὶ παῤ Ἰσμηνοῦ ῥοᾶν κεκραμένον ἐκ Μελανίπποιο μάτρωος N. 11.37
]ματρω[ Πα. 7C. b. 2. -
10 πατρώιος
(-ίῳ, -ιον; -ίαν, -ιαι, -ίαις; -ίων, -ί(α): -ῴας, -ῴαν, -ῴαις.)1 of one's fathers, ancestral Μοῖῤ, ἅ τε πατρώιον τῶνδ' ἔχει τὸν εὔφρονα πότμον (πατρωιαν Π.) O. 2.35 διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι πατρωίαν (byz.: - ωαν codd.) O. 7.75 ἀέθλων πατρωίων (byz.: - ώων codd.) P. 4.220πατρῴας ἀπὸ γᾶς P. 4.290
πατρωίαν πόλιν (byz.: - ώαν codd.) P. 5.53πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα P. 6.45
βουσὶν πατρῴαις P. 9.23
ἐν δ' ἀγαθοῖσι κεῖται πατρώιαι κεδναὶ πολίων κυβερνάσιες (byz.: πατρῶαι codd.) P. 10.72Θρασυδᾷος ἔμνασεν ἑστίαν τρίτον ἔπι στέφανον πατρῴαν βαλών P. 11.14
ἀτὰρ Αἴας Σαλαμῖν' ἔχει πατρῴαν N. 4.48
[ πατρώων (contra metr. codd.: πατρίων Er. Schmid) N. 9.14] στάθεν τύμβῳ σχεδὸν πατρωίῳ (Er. Schmid: - ῴῳ codd.) N. 10.66τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν Ἐρχομενοῖό τε πατρῴαν ἄρουραν I. 1.35
μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν i. e. of his father Xenokrates I. 2.44 πατρωίαις ἐν ἀρούραις i. e. of his father Achilles Πα.. 1. [πατρωίαν (contra metr. papyri: πατρίαν Snell) Πα.. 1.] πατ]ρῴαν Ἑκαερ[γ (supp. Snell: ]ρωιαν Π̆{S}: ]ρωιον Π.) Πα. 7B. 35. πατρῶἰ ἐπεὶ[ Θρ. 4. 12. -
11 πατρῷος
(-ίῳ, -ιον; -ίαν, -ιαι, -ίαις; -ίων, -ί(α): -ῴας, -ῴαν, -ῴαις.)1 of one's fathers, ancestral Μοῖῤ, ἅ τε πατρώιον τῶνδ' ἔχει τὸν εὔφρονα πότμον (πατρωιαν Π.) O. 2.35 διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι πατρωίαν (byz.: - ωαν codd.) O. 7.75 ἀέθλων πατρωίων (byz.: - ώων codd.) P. 4.220πατρῴας ἀπὸ γᾶς P. 4.290
πατρωίαν πόλιν (byz.: - ώαν codd.) P. 5.53πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα P. 6.45
βουσὶν πατρῴαις P. 9.23
ἐν δ' ἀγαθοῖσι κεῖται πατρώιαι κεδναὶ πολίων κυβερνάσιες (byz.: πατρῶαι codd.) P. 10.72Θρασυδᾷος ἔμνασεν ἑστίαν τρίτον ἔπι στέφανον πατρῴαν βαλών P. 11.14
ἀτὰρ Αἴας Σαλαμῖν' ἔχει πατρῴαν N. 4.48
[ πατρώων (contra metr. codd.: πατρίων Er. Schmid) N. 9.14] στάθεν τύμβῳ σχεδὸν πατρωίῳ (Er. Schmid: - ῴῳ codd.) N. 10.66τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν Ἐρχομενοῖό τε πατρῴαν ἄρουραν I. 1.35
μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν i. e. of his father Xenokrates I. 2.44 πατρωίαις ἐν ἀρούραις i. e. of his father Achilles Πα.. 1. [πατρωίαν (contra metr. papyri: πατρίαν Snell) Πα.. 1.] πατ]ρῴαν Ἑκαερ[γ (supp. Snell: ]ρωιαν Π̆{S}: ]ρωιον Π.) Πα. 7B. 35. πατρῶἰ ἐπεὶ[ Θρ. 4. 12. -
12 στρατός
στρᾰτός (-ός, -οῦ, -ῷ, -όν; -ῶν.)a people, folk σεμνοὺς ὀχετούς, Ἵππαριςοἷσιν ἄρδει στρατὸν O. 5.12
Παρρασίῳ στρατῷ O. 9.95
ἷκεν δὲ Μιδέαθεν στρατὸν ἐλαύνων (sc. Ἡρακλέης) O. 10.66 ἐγγυάσομαι ὔμμιν φυγόξεινον στρατὸν μηδ' ἀπείρατον καλῶν ἀφίξεσθαι (the people of Epizephyrian Lokris) O. 11.17νώμα δικαίῳ πηδαλίῳ στρατόν P. 1.86
ἐκ δ' ἐγένοντο στρατὸς θαυμαστός (the Centaurs) P. 2.46πρύτανι κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν καὶ στρατοῦ P. 2.58
χὠπόταν ὁ λάβρος στρατός, χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι P. 2.87
στρατῷ τ' ἀμφικτιόνων ὁ Παρνάσσιος αὐτὸν μυχὸς διαυλοδρομᾶν ὕπατον παίδων ἀνέειπεν P. 10.8
ἔνθα καί νυν ἐπίνομον ἡρωίδων στρατὸν ὁμαγερέα καλεῖ συνίμεν P. 11.8
ὁ δέ οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ N. 1.61
οἵ τε κρανααῖς ἐν Ἀθάναισιν ἅρμοζον στρατόν N. 8.11
ἐκράτησε δὲ καί ποθ' Ἕλλανα στρατὸν Πυθῶνι N. 10.25
ἐπεὶ στεφάνους ἓξ ὤπασεν Κάδμου στρατῷ ἐξ ἀέθλων (the Thebans) I. 1.11 “χθόνα τοί ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον (the original inhabitants of Keos)Πα... Κάδμου στρατὸν Pae. 9.44
pl. νομάδεσσι γὰρ ἐν Σκύθαις ἀλᾶται στρατῶν, ὃς ἀμαξοφόρητον οἶκον οὐ πέπαται ( wanders from his people: Στράτων Lübbert) fr. 105b. 1.b army, expeditionΤιρύνθιον ἔπερσαν αὐτῷ στρατὸν Μολίονες O. 10.32
ἔλσαις ὅλον τε στρατὸν λᾴαν τε πᾶσαν O. 10.43
Ἀμαζονίδων τοξόταν βάλλων γυναικεῖον στρατὸν O. 13.89
καὶ ῥά οἱ Μόψος ἄμβασε στρατὸν P. 4.191
“ ἐκ Δαναῶν στρατοῦ” (the army of the Epigonoi) P. 8.52 καί ποτ' ἐς ἑπταπύλους Θήβας ἄγαγον στρατὸν ἀνδρῶν (the Seven against Thebes) N. 9.18 † λοιγὸν ἀμύνων ἐναντίῳ στρατῷ ( λοιγὸν ἀμφιβαλὼν coni. A. W. Mair) I. 7.28σὺν θεῶν δέ νιν αἴσᾳ Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ Δωριεὺς ἐλθὼν στρατὸς ἐκτίσσατο I. 9.3
ἐπὶ δὲ στρατὸν ἄις[ς fr. 33a. “μολόντα βαιοῖς σὺν ἔντεσιν ποτὶ πολὺν στρατόν Pae. 2.75
καὶ στ[ρατὸν] ἱπποχάρμαν πολέμῳ τελευταίῳ προβιβάζοις Πα. 2. 1. Σύριον εὐρυαίχμαν διεῖπον στρατὸν (the Amazons) fr. 173. 1. met.,χειμέριος ὄμβρος, ἐπακτὸς ἐλθὼν ἐριβρόμου νεφέλας στρατὸς ἀμείλιχος P. 6.12
c fragg. ] ώων στρατῷ fr. 60b. 8. ]ου στρατὸς οὐκ ἀέκ[ων fr. 169. 52. -
13 θάλπω
A , Alciphr.2.4: [tense] fut. [voice] Med. in pass. senseθάλψομαι Id.3.42
:—heat, soften by heat, Od.21.179, al.:—[voice] Pass.,ἐτήκετο κασσίτερος ὣς.. θαλφθείς Hes.Th. 864
, cf. S.Tr. 697: metaph., to be softened, deceived,αἴ κε μὴ θαλφθῇ λόγοις Ar.Eq. 210
.II heat, warm, without any notion of softening, καῦμ' ἔθαλπε (sc. ἡμᾶς) S. Ant. 417; θερμὴ ἡμᾶς ἀκτὶς θ. Ar.Av. 1092; keep warm,χλανιδίων ἐρειπίοις θάλπουσα καὶ ψύχουσα Trag.Adesp.7
: prov., θ. τὸν δίφρον, of an idle life, Herod.1.37;θ. τὰς κοχώνας Id.7.48
; τὴν βαίτην θάλπουσαν εὖ ib. 129:—[voice] Pass., Hp.Aff.4; θάλπεσθαι τοῦ θέρους to be warm in summer, X.Cyr.5.1.11;τῷ πυρὶ θάλψομαι Alciphr.3.42
: metaph., ἔτι ἁλίῳ θάλπεσθαι to be alive, Pi.N.4.14.III metaph., of passion, heat, inflame,ἣ Διὸς θάλπει κέαρ ἔρωτι A.Pr. 590
, cf. S.Fr. 474 ([voice] Pass.);ἔθαλψεν ἄτης σπασμός Id.Tr. 1082
:—[voice] Pass., ; θάλπῃ ([ per.] 2sg.)ἀνηκέστῳ πυρί S.El. 888
;εἴ σευ θάλπεταί τι τῶν ἔνδον Herod. 2.81
.2 comfort,ὕπνος.. θάλπει κέαρ B.Fr.3.11
, cf. Fr.16.2, Com.Adesp.5.16D.; cherish, foster,ἄλλον θάλπε φίλον Theoc.14.38
;ὡς ἐὰν τροφὸς θάλπῃ τὰ ἑαυτῆς τέκνα 1 Ep.Thess.2.7
;τὴν ἑαυτοῦ σάρκα Ep.Eph.5.29
;τὸ ἀσθενοῦν Alciphr.2.4
;θ. καὶ τρέφειν PMasp.6
B 132 (vi A.D.); τὴν πόλιν θ. tend it with fostering care, OGI194.5 (Egypt, i B.C.).3 ἐμὲ οὐδὲν θ. ἡ δόξα I care nothing for glory, Alciphr.2.2;ἐμὲ οὐδὲν θ. κέρδος Aristaenet.1.24
.IV intr., to be full of heat, vigorous, Arist.Pr. 879a33; θάλψαι τρεῖς ποίας to live three summers, AP7.731 (Leon.). -
14 κέλυφος
A sheath, case,1 in fruits, pod, shell, Arist.GA 752a20, Thphr.HP2.4.2, etc.b τὰ κ. τῶν ᾠῶν egg- shells, Id.GA 743a17; in fish, encasing membrane, Id.HA 568b9; τὸ περὶ τὰς γενέσεις κ. ib. 600b17.c envelope, of a chrysalis, ib. 551a20, 601a6,8, GA 758b17; of the chrysalis of the stag-beetle, Id.HA 551b19.3 metaph., of old dicasts, ἀντωμοσιῶν κελύφη mere affidavit- husks, Ar.V. 545 (lyr.); of an old man's boat, which served as his shell or coffin, AP9.242 (Antiphil.). [[pron. full] ῡ, exc. Opp.C.3.503.] (Prob. cogn. with καλύπτω.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κέλυφος
-
15 κλουβός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλουβός
-
16 πρόεσις
A sending forth, emission, [ τῶν ᾠῶν] Arist. HA 550b12, cf. Ph.1.29, Gal.4.590; οὔρου, οὔρων, Arist.Pr. 888b1, Aret. SD2.4; καταμηνίων, [περιττώματος], Arist.GA 765b21, PA 663a16, cf. Thphr.Metaph.29; φωνῆς voice-production, Anon.Epicureus Herc. 176p.39V.;π. ἐκ τῶν νεφῶν Epicur.Ep.2p.49U.
: pl.,δακρύων -έσεις Phld.Mort.25
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόεσις
-
17 σηκός
σηκ-ός (neut. pl. [full] σῆκα (q.v.) as Adv.), [dialect] Dor.[full] σᾱκός (IG42(1).102.29 (Epid., iv B.C.)), ὁ,A pen, fold, esp. for rearing lambs, kids, calves, Od. 9.219, 227, 319, 439, 10.412, Il.18.589, Hes.Op. 787; εἰς τὸν σ. οἴσουσιν, metaph. of young children, Pl.R. 460c;σηκὸν νομίζειν τὸ τεῖχος Id.Tht. 174e
; σ. δράκοντος the dragon's den, E.Ph. 1010; οἱ πέρδικες δύο ποιοῦνται τῶν ᾠῶν ς. nests, Arist.HA 564a21.II sacred enclosure, precinct, Hdt.4.62 (v.l.), S.Ph. 1328, E. (v. infr.), IGl.c., SIG 247 K1 1155 (Delph., iv B.C.), Maiist.23, LXX 2 Ma.14.33;ὁ σ. τοῦ ἱεροῦ OGI 702.4
(Egypt, ii A.D.): acc. to Ammon.Diff.p.94 V. (cf. Call.Fr.38P. (ap. Sch.Oxy.Th.2.17), Plu.Cim.8, Epigr.Gr.781.7 ([place name] Cnidus)), the σηκός was sacred to a hero, the ναός to a god, a distinction not observed (v. Poll.1.6) by the Poets, cf. Trag.Adesp.424, E.Ph. 1751 (lyr.), Rh. 501, with Ion 300, etc.2 sepulchre, burial-place, enclosed and consecrated, ἀνδρῶν ἀγαθῶν ὅδε ς. Simon.4.6, cf. TAM 2(1).207.6, 208.7 ([place name] Sidyma).3 library building, Gal.15.24 (pl.). -
18 ἀπαθής
ἀπᾰθής, ές,A not suffering or having suffered, c. gen.,ἀ. ἔργων αἰσχρῶν Thgn.1177
;κακῶν Hdt.1.32
, 2.119, X.An.7.7.33, etc.;ἀεικείης Hdt.3.160
;τῶν σεισμῶν τοῦ σώματος Pl.Phlb. 33e
;νόσων D.60.33
, etc.; but also, without experience of,πόνων Hdt.6.12
;καλῶν μεγάλων Id.1.207
: abs., A.Pers. 862 (lyr.), Th.1.26;πρός τινος Pi.P.4.297
; χάριν ἴσθι ἐὼν ἀ. be grateful for going unpunished, Hdt.9.79: generally, unaffected,τὸ οἰκεῖον ὑπὸ τοῦ οἰκείου ἐστὶν ἀ. Arist.Pr. 872a11
, cf. Thphr.Ign.42;πρός τι Plu.Alc.13
, etc.: c. dat. modi, Luc.Nav. 44.b Medic., of organs, unaffected, sound,μόρια Aret.SD1.7
, cf. Gal.5.122; τὰ ἀπαθῆ τῶν ᾠῶν good eggs, Alex.Aphr. Pr.2.76.II without passion or feeling, insensible, free from emotion, Arist.Top. 125b23, cf. Rh. 1378a5, 1383a28, Stoic.3.109, al., Pers.Stoic.1.99; of the Cynics, Polystr.p.20 W.; unmoved by..,τινός Phld.Acad. Ind.p.51
M. Adv.-θῶς, ἔχειν Plu.Sol.20
: [comp] Comp.- έστερον Plot.
3.6.9: [comp] Sup.- ἐστατα Longin.41.1
.2 of things, not liable to change, impassive, Arist.Metaph. 1019a31,al.;ἀ. αἱ ἰδέαι Id.Top. 148a20
, cf. Metaph. 991b26;Ἀναξαγόρας τὸν νοῦν ἀ. φάσκων Id.Ph. 256b25
;ὁ δὲ νοῦς ἴσως θειότερόν τι καὶ ἀπαθές ἐστιν Id.de An. 408b29
, cf. 430a18;οὐσία ἀσώματος καὶ ἀ. Plu.2.765a
; ἀ. ὑπὸ τῶν πολλῶν unaffected by the many, Dam.Pr.60.3 Medic., unaffected by disease, healthy,περιταμὼν ἄχρι τῶν ἀπαθῶν Gal.5.122
, cf. Antyll. ap. Orib.44.23.13.IV Gramm., not modified, of uncontracted verbs, Theodos.Can.p.36H.; of patronymics, Eust.13.17; in Metric, free from metrical licences, Ps.-Plu.Metr.p.472B.V ἀπαθῆ, τὰ μὴ ὡς ἀληθῶς γεγονότα πάθη AntiphoSoph.5. -
19 ἀπορραίνω
A spirt out, shed about, τοῦ θοροῦ, τῶν ᾠῶν (partit. gen.), Hdt.2.93: c. acc., Arist.HA 567a31:—[voice] Pass., Dsc.Eup.1.235, al.III [voice] Pass., to be dissolved, Olymp. in Mete.228.6 (dub.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπορραίνω
-
20 ἐκβόλιμος
ἐκβόλ-ιμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκβόλιμος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὠῶν — ᾠόν egg neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤων — ἄ̱ων , ἀάω hurt imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἄ̱ων , ἀάω hurt imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾠῶν — ᾤα sheepskin fem gen pl ὠίζω to sit on eggs fut part act masc nom sg (attic epic doric) ᾠόν egg neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾤων — οἰάω imperf ind act 3rd pl οἰάω imperf ind act 1st sg ᾦον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
аице — АИЦ|Е (2*), А с. Яйцо: въ •м҃• д҃нъ ст҃го поста. аицѩ и сыры ˫асти нѣкыимъ. (ὠά) КЕ XII, 59а; постъ творити. и не приімати ˫ако (и) жьрьтвьна вьсѩкого. такожде же и аицѩ. и сыра. (ὠῶν) Там же, 59а. Ср. ˫аице … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
γαστρίδιο — Ένα από τα αρχικά στάδια της εμβρυϊκής ανάπτυξης. Προέρχεται από ένα βλαστίδιο με μια διαδικασία εγκόλπωσης που αποκαλείται γαστριδίωση. Η αυλάκωση τελειώνει με τη διευθέτηση των βλαστομεριδίων γύρω από μια κεντρική κοιλότητα. Στη συνέχεια, το… … Dictionary of Greek
κατακυκώ — κατακυκῶ, άω (AM) μσν. ταράζω («κατακυκᾱν τὴν ναῡν ὀδυρμοῑς», Ευμάθ.) αρχ. αναμιγνύω και αναταράσσω («τὸ λευκὸν τῶν ᾠῶν ἐν ὕδατι κατακυκῶν», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κυκῶ «αναμιγνύω»] … Dictionary of Greek
πολυσπερμία — Εισχώρηση περισσότερων από ένα σπερματοζωαρίων μέσα στο ώριμο ωάριο (αλλιώς υπεργονιμοποίηση). Κανονικά, το ώριμο ωάριο γονιμοποιείται με την είσοδο στο εσωτερικό του ενός μόνο σπερματοζωαρίου. Το γονιμοποιημένο ωό περιβάλλεται αμέσως από μια… … Dictionary of Greek
σηκός — Το μέρος του αρχαίου ελληνικού ναού όπου τοποθετούσαν το άγαλμα του θεού. Λέγεται επίσης και το κοίλωμα τοίχου για την τοποθέτηση αγάλματος. Με τον όρο σ. εξυπονοείται και ο κυρίως ναός. Στους αρχαίους ναούς ο σ. χωριζόταν σε δύο μέρη… … Dictionary of Greek
τηγανίζω — ΝΜΑ, και ταγηνίζω Α [τήγανον/ τάγηνον] ψήνω κάτι στο τηγάνι μέσα σε καφτό λάδι, βούτυρο ή λίπος (α. «τηγανίζω αβγά» β. «ἐξ ᾠῶν καὶ τυροῡ τετηγανισμένου», Αριστοφ.) νεοελλ. μτφ. βασανίζω, ταλαιπωρώ κάποιον μσν. αρχ. βασανίζω και θανατώνω στην πυρά … Dictionary of Greek
χηναλωπέκειος — εία, ον, Α [χηναλώπηξ, εκος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χηναλώπεκα («τῶν ᾠῶν φασὶ πρωτεύειν τὰ τῶν ταῶν μεθ ἅ εἶναι τὰ χηναλωπέκεια», Αθήν.) … Dictionary of Greek