-
1 εχθρών
ἔχθραhatred: fem gen plἔχθρηhatred: fem gen plἐχθρόςhated: fem gen plἐχθρόςhated: masc /neut gen pl -
2 ἐχθρῶν
ἔχθραhatred: fem gen plἔχθρηhatred: fem gen plἐχθρόςhated: fem gen plἐχθρόςhated: masc /neut gen pl -
3 'χθρων
ἐχθρῶν, ἔχθραhatred: fem gen plἐχθρῶν, ἔχθρηhatred: fem gen plἐχθρῶν, ἐχθρόςhated: fem gen plἐχθρῶν, ἐχθρόςhated: masc /neut gen pl -
4 'χθρῶν
ἐχθρῶν, ἔχθραhatred: fem gen plἐχθρῶν, ἔχθρηhatred: fem gen plἐχθρῶν, ἐχθρόςhated: fem gen plἐχθρῶν, ἐχθρόςhated: masc /neut gen pl -
5 ἐχθρός
1 adj.a act., hostileτις ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ O. 2.59
στάσιν ἐχθρὰν κουροτρόφον fr. 109. 4. c. gen., ἐπεὶ ὕβριος ἐχθρὰν ὁδὸν εὐθυπορεῖ ( hostile to arrogance: cf.φίλον P. 3.5
) O. 7.90b pass., hated, hatefulἐπεὶ τό γε λοιδορῆσαι θεοὺς ἐχθρὰ σοφία O. 9.38
ἐχθρὰ Φάλαριν κατέχει παντᾷ φάτις P. 1.96
καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῶν κόρῳ στείχοντα τὸν ἐχθρότατον φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ (Boeckh: μόρον codd.: τῷ ἐχθροτάτῳ μόρῳ Beck) N. 1.65ἐχθρὰ δ' ἄρα πάρφασις ἦν καὶ πάλαι N. 8.32
ἐχθρὰν ἔριν οὐ παλίγγλωσσον Παρθ. 2. 63.2 subs., foe, adversaryποτὶ δ' ἐχθρὸν ἅτ ἐχθρὸς ἐὼν λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι P. 2.84
κατὰ λαύρας δ' ἐχθρῶν ἀπάοροι πτώσσοντι P. 8.86
κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν παντὶ θυμῷ σύν τε δίκᾳ καλὰ ῥέζοντ' ἔννεπεν P. 9.95
χρὴ δὲ πᾶν ἔρδοντ' ἀμαυρῶσαι τὸν ἐχθρόν I. 4.48
εἰ δέ τις ἀρκέων φίλοις ἔχθροῖσι τραχὺς ὑπαντιάζει Pae. 2.32
]ς ἐχθρῶν ὁμιλήσειε[ Πα. 13b. 1.3 n. pl. acc., pro adv. [ὁ δ] ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται with hostile intent Pae. 2.54 -
6 ἐχθρός
-ά,-όν + A 58-92-39-158-109=456 Gn 14,20; 49,8; Ex 15,6.9; 23,4hating, hostile Ps 60(61),4; ὁ ἐχθρός enemy Gn 14,20*Ez 35,5 ἐχθρῶν enemies-איבים for MT אידם their trouble; *Jb 22,25 ἀπὸ ἐχθρῶν from enemies-צרי/מ for MT בצריך your gold→NIDNTT; SCHLEUSNER(Jb 22,25); TWNT -
7 ἐφόρμησις
A lying at anchor so as to watch an enemy, blockading, Th.2.89, 8.15; means of so doing, Id.6.48;ἐ. παρασχεῖν Id.3.33
.------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφόρμησις
-
8 ἀπάορος
ἀπᾱορος met.,1 distant, out of reach c. gen. κατὰ λαύρας δ' ἐχθρῶν ἀπάοροι πτώσσοντι (sc. the defeated athletes) P. 8.86 -
9 κατά
κατά (1κάν O. 8.78
)1 c. gen.,a belowτὰ δ' ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ ἀλιτρὰ κατὰ γᾶς δικάζει τις O. 2.59
b by, over of object by which one swears. κατὰ χρυσόκερω λιβανώτου (sc. εὔχεσθαι) fr. 329.2 c. acc.,a of place.I in. atΝεμέας κατὰ κόλπον O. 9.87
καὶ πᾶσαν κάτα /Ἑλλάδ' εὑρήσσει O. 13.112
γᾶν τε καὶ πόντον κατ' ἀμαιμάκετον P. 1.14
ἥμερον ὄφρα κατ' οἶκον ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρ σανῶν τ ἀλαλατὸς ἔχῃ P. 1.72
κατὰ λαύρας δ' ἐχθρῶν ἀπάοροι πτώσσοντι P. 8.86
ἦῤ, ὦ φίλοι, κατ' ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην (codd.: ἀμευσιπόρους τριόδους Hermann) P. 11.38κατ' Ὄλυμπον ἄλοχος Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ ἔστι N. 10.17
ὀδμὰ δ' ἐρατὸν κατὰ χῶρον κίδναται Θρ... δεξιὰν κατὰ χεῖρα πατρὸς fr. 146. 2. Θήβαν ἔτι μᾶλλον ἐπασκήσει θεῶν καὶ κατ' ἀνθρώπων ἀγυιάς fr. 194. 6.II throughout, amongκαθ' Ἕλλανας O. 1.116
O. 6.71III on, uponπατέρος Ἀθαναία κορυφὰν κατ' ἄκραν ἀνορούσαισ O. 7.36
εἴη δὲ τρίτον σωτῆρι πορσαίνοντας Ὀλυμπίῳ Αἴγιναν κάτα / σπένδειν μελιφθόγγοις ἀοιδαῖς (fort. tmesis, κατασπένδειν) I. 6.8IV along, onμακρά μοι νεῖσθαι κατ' ἀμαξιτόν P. 4.247
πατρίαν εἴπερ καθ' ὁδόν νιν εὐθυπομπὸς αἰὼν ταῖς μεγάλαις δέδωκε κόσμον Ἀθάναις N. 2.7
καί ποτ' ἐς ἑπταπύλους Θήβας ἄγαγον στρατὸν ἀνδρῶν αἰσιᾶν οὐ κατ ὀρνίχων ὁδόν N. 9.19
Θέμιν Μοῖραι ποτὶ κλίμακα σεμνὰν ἆγον Οὐλύμπου λιπαρὰν καθ' ὁδὸν fr. 30. 4. ]α κατὰ πᾶσαν ὁδόν Pae. 4.6
Ὁμήρου[ τρι]πτὸν κατ' ἀμαξιτὸν ἰόντες Πα. 7B. 11.bI in accordance with, according toἔστι δὲ καί τι θανόντεσσιν μέρος κὰν νόμον ἐρδόμενον O. 8.78
ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ κατὰ δαίμον' ἄνδρες ἐγένοντ O. 9.28
χρὴ δὲ κατ' αὐτὸν αἰεὶ παντὸς ὁρᾶν μέτρον P. 2.34
κατ' ἐμὰν θεραπεύων μαχανάν P. 3.109
“ βασιλευομέναν οὐ κατ' αἶσαν” P. 4.107 ὦναξ, ἑκόντι δ' εὔχομαι νόῳ κατά τιν ἁρμονίαν βλέπειν ἀμφ ἕκαστον ὅσα νέομαι (sense and construction obscure: perhaps tmesis? καταβλέπειν) P. 8.68 καὶ ζώων ἔτι νεαρὸν κατ' αἶσαν υἱὸν ἴδῃ τυχόντα στεφάνων Πυθίων befittingly P. 10.26 ἀγορὰν οὐκ ἐλεγχέεσσιν Ἀριστοκλείδας τεὰν ἐμίανε κατ' αἶσαν i. e. according to the will of the Muse N. 3.16 ( χεῖρα) τὰν Νικόμαχος κατὰ καιρὸν νεῖμ' ἁπάσαις ἁνίαις opportunely I. 2.22Ὅμηρος ὃς αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν θεσπεσίων ἐπέων λοιποῖς ἀθύρειν I. 4.38
χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι fr. 123. 1. εἴη καὶ ἐρᾶν καὶ ἔρωτι χαρίζεσθαι κατὰ καιρόν fr. 127. 2. κατ]ὰ καιρὸν[ ?fr. 346a. 3.II distributively. μαχαίρᾳ τάμον κατὰ μέλη limb by limb O. 1.49 ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας, ἐπέψαυσαν κατὰ πὰν τέλος in every issue I. 4.11c of time, atτὸν εἶδον κρατέοντα χερὸς ἀλκᾷ βωμὸν παρ' Ὀλύμπιον, κεῖνον κατὰ χρόνον O. 10.102
ἤλυθον κείνου γε κατὰ κλέος at the news of Jason P. 4.125d in the manner of, likeτόδε μὲν κατὰ Φοίνισσαν ἐμπολὰν μέλος πέμπεται P. 2.67
e fragg. ]γλυκὺν κατ' αὐλὸν αἰθερ[ Pae. 7.11
]κατὰ χθόν ε[ Δ. 4. h. 12. ]καθ' ἁλικίαν[ Θρ. 5. 5.3 in tmesis.κατὰ γαἶ αὐτόν τέ νιν καὶ φαιδίμας ἵππους ἔμαρψεν O. 6.14
ἔργῳ τ' οὐ κατὰ εἶδος ἐλέγχων O. 8.19
κατὰ πνοὰ δαμαλίζοι P. 5.121
[κατὰ βλέπειν P. 8.68
v. supra 2. b.α. κάτα σπένδειν I. 6.8
v. supra 2. a. γ.] κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν fr. 171. -
10 λαύρα
1 back-street κατὰ λαύρας δ' ἐχθρῶν ἀπάοροι πτώσσοντι, συμφορᾷ δεδαγμένοι sc. the losers in the games P. 8.86 -
11 ὁμιλέω
a c. dat. pers.εἴη ἐμὲ νικαφόροις ὁμιλεῖν O. 1.116
ἁδόντα δ' εἴη με τοῖς ἀγαθοῖς ὁμιλεῖν P. 2.96
γλυκεῖα δὲ φρὴν καὶ συμπόταισιν ὁμιλεῖν μελισσᾶν ἀμείβεται τρητὸν πόνον P. 6.53
αἰδοῖος μὲν ἦν ἀστοῖς ὁμιλεῖν (v. αἰδοῖος) I. 2.37 met., πλαγίαις δὲ φρένεσσιν οὐχ ὁμῶς πάντα χρόνον θάλλων ὁμιλεῖ (sc. ὄλβος) I. 3.6II without dat., live in companyθερμὰ Νυμφᾶν λουτρὰ βαστάζεις ὁμιλέων παῤ οἰκείαις ἀρούραις O. 12.19
b frequent c. dat. “ὦ τέκνον, ποντίου θηρὸς πετραίου χρωτὶ μάλιστα νόον προσφέρων πάσαις πολίεσσιν ὁμίλει” fr. 43. 3. met., πάσαισι γὰρ πολίεσι λόγος ὁμιλεῖ Ἐρεχθέος ἀστῶν is common in P. 7.9c met., have as companionὁ δὲ οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ, ποίαις ὁμιλήσει τύχαις N. 1.61
χαλεπὰ δ' ἔρις ἀνθρώποις ὁμιλεῖν κρεσσόνων N. 10.72
d ]ς ἐχθρῶν ὁμιλήσειε[ Πα. 13. b. 1. -
12 πτώσσω
1 skulk κατὰ λαύρας δ' ἐχθρῶν ἀπάοροι πτώσσοντι sc. those who have been defeated in the games P. 8.87 -
13 ἐκ/ἐξ
+ P 904-1070-685-520-644=3823 Gn 2,6.9.23(ter)[τινος]: out of, forth, from (motion) Gn 2,6; out of (separation with a group; as partitive gen.) JgsB 15,2; of (origin) Ex 2,1; by (cause, means) Nm 1,2; out of (material out of which sth is made) Wis 15,8; according to, in accordance with 1 Mc 8,30; for (price) LtJ 24; since, from (time) Jer 7,7; after (time) Gn 39,10; on Gn 6,16ἐκ δυνάμεως εἰς δύναμιν from strength to strength (for special emphasis) Ps 83 (84),8; καὶ κρίσιν ἐκ τῶν ἐχθρῶν and judgement on the enemies (semit., render-ing MT מאויבי ואנקמה) Is 1,24Cf. GEHMAN 1951=1972 95; →NIDNTT -
14 ἱκέτης
-ου + ὁ N 1 0-0-1-1-2=4 Mal 3,14; Ps 73(74),23; Sir 4,4; 36,16suppliant Mal 3,14*Ps 73(74),23 τῶν ἱκετῶν σου of your suppliants corr.? τῶν ἐχθρῶν σου for MT צרריך of your enemiesCf. NIKIPROWETZKI 1963, 241-278; →SCHLEUSNER (Ps 73(74),23) -
15 αὔξησις
A growth, increase, Hp.VM6;τῶν ἐχθρῶν Th.1.69
, cf. Plu.TG13;κατὰ τὸ ποσόν Arist.Metaph. 1069b11
; of the Delta, Hdt.2.13: in Pl., increments, Pl.R. 546b; multiplications, Ascl.Tact.2.7.2 amplification, in Rhet., Arist.Rh. 1368a27, 1413b34;μετ' αὐξήσεως ἐξαγγέλλειν Plb.10.27.8
, cf. D.H.Th.19 (pl.).3 Gramm., the augment, EM338.47.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὔξησις
-
16 θηράω
A , E.Ba. 1215, X.Cyr.1.4.10: [tense] pf. τεθήρᾱκα ib. 2.4.16; Thess. [tense] pf. part.πεφειράκοντες IG9(2).536
:—[voice] Med., [tense] fut. θηράσομαι (which, acc. to Moer., is the true [dialect] Att. [tense] fut.) E.Ba. 228, IT 1324: [tense] aor.ἐθηρᾱσάμην S.Ph. 1007
, E.Hipp. 919:—.,[voice] Pass., [tense] fut.- ᾱθήσομαι Gp. 12.9.2
: [tense] aor. ἐθηράθην (v. infr. 111): ([etym.] θήρ, θήρα):—hunt, chase, λαγώς, σφῆκας, X.An.l.c., HG4.2.12, etc.; ; of fishermen, catch, Arist.Fr.76: metaph., catch or capture, , cf.Ph. 1007, X.An.5.1.9: captivate, Id.Mem.2.6.28, 3.11.7; θ. πόλιν seek to destroy it, A.Pers. 233.2 metaph., hunt after a thing, pursue it eagerly, ;θηρᾶν οὐ πρέπει τἀμήχανα Id.Ant.92
; ; ἥμαρτον ἢ θηρῶ τι; have I missed or do I hit the quarry? A.Ag. 1194; τί χρῆμα θηρῶν; E.Supp. 115; reach, attain to, τι Pi.I.4(3).46 (s.v.l.).3 c. inf., seek, endeavour to do,θηρᾷ γαμεῖν με E.Hel.63
; cf. 11.3.4 = ἐκπράσσω 111,θηρήτω δὲ ἁ θοιναρμόστρια IG5(1).1498
(Messenia, ii B.C.).II [voice] Med. like [voice] Act., hunt for, fish for, : abs., οἱ θηρώμενοι hunters, X.Cyn.11.2.2 more freq. metaph., seek after,ἐμέτοισι θηρώμενοι τὴν ὑγιείην Hdt.2.77
; μαστοῖς ἔλεον θ. E.Or. 568;τὴν τῆς σωφροσύνης δόξαν D. 61.21
, etc.; θ. πυρὸς πηγήν find, discover it, A.Pr. 109; expect to derive,τι παρά τινων Phld.Rh.1.263S.
3 c. inf., seek, endeavour,ὅς με θηρᾶται λαβεῖν E.Hel. 545
; .III [voice] Pass., to be hunted, pursued,πρὸς ἄτης θηραθεῖσαι A. Pr. 1072
;ὑπ' ἀνδρῶν E.Ba. 732
;Ἀλκιβιάδης διὰ κάλλος ὑπὸ γυναικῶν θηρώμενος X.Mem.1.2.24
.—Cf. θηρεύω. -
17 θραῦμα
IV metaph.,θραύματ' ἐμοὶ κλύειν A.Ag. 1166
(lyr.). (Cf. θραῦσμα.) -
18 κάθημαι
Aκάτ- Hdt.3.134
) X.Cyr.3.1.6, prob.in Call.Sos. vi4, , Act.Ap.23.3, dub.l.in Com.Adesp.1203, ([etym.] προ-) Them.Or.13.171a codd.; [ per.] 3sg. , Pl.Ap. 35c, D.9.70, SIG987.26 (Chios, iv B.C.); [dialect] Ion. [ per.] 3pl.κατέαται Hdt.2.86
; imper.κάθησο Il.2.191
, E.IA 627; , Anaxandr.13, Men.1017, Alex.224; κάθουσο Sch.Theoc.11.42; [ per.] 3sg. ; [ per.] 3pl.καθήσθωσαν IG9(2).1109.38
(Thess.); subj.καθῶμαι, κάθῃ Cratin.277
, ; opt., prob.in Id.Lys. 149; inf. καθῆσθαι; part. καθήμενος: [tense] impf., D.48.31, etc.,ἐκάθητο h.Bacch.14
, Ar.Av. 510, Th.5.6, , ἐκάθηντο, [dialect] Ion. ἐκατέατο v.l. in Hdt.3.144, 8.73; also without syll. augm.καθῆστο Il.1.569
, E.Ba. 1102, Ph. 1467, Pl.R. 328c, Is.6.19,καθῆτο D.18.169
,217; [dialect] Ion.κατῆστο Hdt.1.46
,καθῆσθε D. 25.21
(with vv. ll.), , v.l. in Th.5.58; [dialect] Ep.καθήατο Il.11.76
; [dialect] Ion.κατέατο Hdt.3.144
, 8.73, 9.90 (v.l. καθ-): the later [tense] fut. , Ev.Luc.22.30 is corrupt in E.Fr. 960:—to be seated, sit, ;κάθησ' ἑδραία E.Andr. 266
: freq. in part.,πέτρῃ ἔπι προβλῆτι καθήμενος Il.16.407
; ἐπ' ἀκτῆς κλαῖε κ. Od.5.82;κ. οἶος ἐν Ἴδῃ Il.8.207
; ἐν ἀγῶνι κ. 23.448; κλαῖον δ' ἐν λεχέεσσι κ. Od.10.497; θύρῃσι κ. 17.530;ἐπὶ ταῖσι θύραις Ar.Nu. 466
; αὐτόθεν ἐκ δίφροιο κ. even from his seat as he sat there, Od.21.420;καθήμεθ' ἄκρων ἐκ πάγων S.Ant. 411
; ἐκ μέσου κατῆστο sate aloof, remained neutral, Hdt.3.83, cf. 4.118,8.73; ἐν θρόνῳ κ. Id.2.149; θρόνῳ κ. E.El. 315;κ. πρὸς τάφῳ Id.Hel. 1084
;πρὸς τὸ πῦρ Ar.V. 773
;ἐπὶ δίφρου Pl.R. 328c
;ἐπὶ τῶν ἵππων X.Cyr.4.5.54
;ἐπὶ τοῦ ἅρματος Act.Ap.8.28
;ἐς τοὐργαστήριον Alciphr.3.27
: c. acc. cogn., ἕδραν κ. E.Heracl.55: c. acc. loci, sit on, ὀφρύην ib. 394.2 esp. of courts, councils, assemblies, etc., sit: οἱ καθήμενοι the judges, the court, And.1.139, D.6.3, etc.;δικαστὰς οὐχ ὁρῶ καθημένους Ar.Nu. 208
; ὑμεῖς οἱ καθήμενοι you who sit as judges, Th. 5.85;οὐκ ἐπὶ τούτῳ κ. ὁ δικαστής Pl.Ap. 35c
;κ. ὑπὲρ τῶν νόμων D.58.25
; of the βουλή, And.1.43;βουλῆς περὶ τούτων καθημένης D.21.116
; of an assembly, X.An.5.10.5; οἱ κ. the spectators in a theatre, Hegesipp. 1.29.3 sit still, sit quiet,ὕψι περ ἐν νεφέεσσι καθημένω Od. 16.264
; σφοῖσιν ἐνὶ μεγάροισι καθήατο (for ἐκάθηντο) Il.11.76;ἐν πένθεϊ μεγάλῳ κατῆστο Hdt.1.46
; μετὰ κόπον κ. rest after labour, S.Fr. 479.3: and, in bad sense, sit doing nothing, lie idle, Il.24.403, Hdt. 3.134; of an army, Id.9.56, Th.4.124; of a boat's crew, PCair.Zen. 107.6 (iii B.C.);οὐδὲν ποιοῦντες ἐνθάδε καθήμεθα, μέλλοντες ἀεί D.11.17
, cf. 2.23, S.Fr.142.20, etc.; also, of an army, to have its quarters, be encamped,περὶ τὰς Ἀχαρνάς Th.2.20
, cf. 101; .4 reside in a place, LXXNe.11.6;λαὸς καθήμενος ἐν σκοτίᾳ Ev.Matt.4.16
; settle,εἰς Σινώπην Muson.Fr. 9p.43H.
5 lead a sedentary, obscure life,ἐν σκότῳ καθήμενος Pi. O.1.83
;ἔσω καθημένη A.Ch. 919
; αἱ βαναυσικαὶ [ τέχναι]ἀναγκάζουσι καθῆσθαι X.Oec.4.2
; to be engaged or employed, esp. in a sedentary business,ἐπ' αὐτῷ τούτῳ Hdt.2.86
; κ. ἐπὶ τῇ τραπέζῃ, of bankers, D.49.42, cf. 45.33;ἐπ' ἐργαστηρίου Id.59.67
;ἐπὶ τοῦ.. ἰατρείου Aeschin.1.40
; καθῆσθαι ἐν πόλει, opp. ζῆν ἐν Χωρίῳ, Muson.Fr.11p.59H.7 of districts and countries, lie,Χωρία ὁμοίως καθήμενα Thphr.HP8.8.7
.b to be low-lying,τὰ λεῖα καὶ καθήμενα Ael.VH 3.1
, cf. NA16.12; πεδίον κ. Him.Or.14.17; πόπανον.. κ. δωδεκόμφαλον prob. flat in the middle, IG22.1367.8 of a statue, to be placed, Pl.Smp. 215b, Arist.Pol. 1315b21.9 of things, to be set or placed,λαγῴοις ἐπ' ἀμύλῳ καθημένοις Telecl.32
, cf. Pherecr.108.17;τὸ πηδάλιον κ. πλάγιον Arist.Mech. 851a4
, cf. ib.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάθημαι
-
19 καθύπερθε
καθύπερθε [pron. full] [ῠ], poet. before a vowel [suff] καθύπερ-θεν (also v.l. in Th.5.59, S. El. 1090 (lyr.)); [dialect] Ion. [full] κατύπερθε: Adv.:—A from above, down from above,δεινὸν δὲ λόφος κ. ἔνευεν Il.3.337
, cf. 22.196, Od.12.442, etc.;κ. μελαθρόφιν 8.279
;ἐκ μὲν τοῦ πεδίου.., κ. δέ.. Th.5.59
, cf.IG12.398: c. gen., .2 atop, above, opp. ὑπένερθε, Od.10.353; κ. ἐπιρρέει floats atop, Il.2.754;κ. τῶν ὅπλων τοῦ τόνου Hdt.7.36
; of geographical position,Λέσβος ἄνω.., καὶ Φρυγίη καθύπερθε Il.24.545
: c. gen., καθύπερθε Χίοιο above, i.e. north of, Chios, Od.3.170: in Prose, (Abu Simbel, vi B. C.); ἡ Χώρη ἡ κ. Hdt.4.8;ἡ κ. ὁδός Id.1.104
, etc.; τὰ κ. the upper country, i.e. farther inland,τὰ κ. τῆς λίμνης Id.2.5
; τὰ κ. τῆς θηριώδεος ib.32;τοῖσι κ. Ἀσσυρίων οἰκημένοισι Id.1.194
.3 above, having the upper hand of, κ. γενέσθαι τινός, prop., of a wrestler who falls atop of his opponent, ib.67, 8.60.γ; κ. Χερὶ πλούτῳ τε τῶν ἐχθρῶν S.El.
l.c. (lyr.); also, of affairs,ἐλογίζετο.. κ. οἱ τὰ πρήγματα ἔσεσθαι τῶν Ἑλληνικῶν Hdt.8.136
;κακοὶ δ' ἀγαθῶν καθύπερθεν Thgn.679
; μόχθου κ. superior to misery, unconquered by it, Pi.P.9.31; alsoκ. ἤ.. Hdt.8.75
.II of Time, before, c. gen., Id.5.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθύπερθε
-
20 καθυπερτερέω
καθυπερτερ-έω, Astrol., of planetary influences,A prevail, Heph. Astr.1.16, Porph. in Ptol. 188: c. gen., Ptol.Tetr. 119: c. acc., overcome, Vett.Val.102.14, al.:—[voice] Pass., Ptol.Tetr.88 (but expld. by ἐπαναφερομένου PSI3.158.22): generally, c.gen., prevail over, ἐχθρῶν Vett. Val.11.8, cf.M.Ant.8.8, Man.6.687 (s.v.l.): abs., Herm. ap. Stob.1.42.7 (prob.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθυπερτερέω
См. также в других словарях:
Ἐχθρῶν ἄδωρα δῶρα οὐκ ὀνήσιμα. — ἐχθρῶν ἄδωρα δῶρα οὐκ ὀνήσιμα. См. Недруг дарит, зло мыслит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἐχθρῶν — ἔχθρα hatred fem gen pl ἔχθρη hatred fem gen pl ἐχθρός hated fem gen pl ἐχθρός hated masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλλ’ ἀπ’ ἐχθρῶν δῆτα πολλὰ μανθάνουσιν οἱ σοφοί. — См. Не презирай совета ничьего, Но прежде рассмотри его … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
'χθρῶν — ἐχθρῶν , ἔχθρα hatred fem gen pl ἐχθρῶν , ἔχθρη hatred fem gen pl ἐχθρῶν , ἐχθρός hated fem gen pl ἐχθρῶν , ἐχθρός hated masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
врагъ — ВРАГ|Ъ (758), А с. Противник, недруг: Ѥгда въ добрѣ боудеть моужь. то врази ѥго въ ||=печѩли боудоуть (οἱ ἐχϑροί) Изб 1076, 148 148 об.; ни ||=наслѣдовани˫а же своѥго въдано врагомъ ѡставить. (τοῖς ἐχϑροῖς) ЖФСт XII, 116 116 об.; всѩ чл҃вкы равно … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Benedictus — [bɛnɛˈdɪktʊs] (von lat. bĕnedīcĕre [bɛnɛˈdiːkɛrɛ]) ist ein Begriff aus der Kirchensprache. Er bezieht sich einerseits auf ein Loblied aus dem Lukas Evangelium, andererseits auf einen Teil der Heiligen Messe (zweiter Teil des Sanctus). Das… … Deutsch Wikipedia
вражии — (85) пр. Дьявольский: ˫ависѩ геѡргиѥ... и вражиѩ пълкы. побѣдилъ ѥси. Стих 1156 1163, 100 об.; си˫а възьмъ въ пещь въмѣта||ше. ˫акоже вражию часть. ЖФП XII, 49а б; ˫ако же ѥсть писано. ˫ако вражи˫а погыбоша ороужи˫а въ коньць (τοῦ ἐχϑροῦ) КЕ XII … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Claremont Profile Method — was elaborated by Ernst Cadman Colwell and his students. Professor Frederik Wisse attempted to establish an accurate and rapid procedure for the classification of the manuscript evidence of any ancient text with large manuscript attestation, and… … Wikipedia
Benedictus — Русская икона Захарии, держащего свиток, содержащий начальные слова «Benedictus» (XVIII век, монастырь Кижи, Россия). Benedictus (Песнь Захарии) приводимые в … Википедия