Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὥρᾱσι

См. также в других словарях:

  • ὥρασι — ὥρᾱσι , ὥρασι in season indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ώρασι(ν) — και ὥρας Α επίρρ. στον κατάλληλο καιρό, επίκαιρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παλαιά τοπική πτώση τής λ. ὥρα με επιρρμ. χρήση (πρβλ. θύρασι, Ἀθήνησι)] …   Dictionary of Greek

  • ὥρασ' — ὥρᾱσι , ὥρασι in season indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὥρασιν — ὥρᾱσιν , ὥρασι in season indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»