Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὕβρεις

См. также в других словарях:

  • Ὕβρεις — Ὕβρις fem nom/voc pl (attic epic) Ὕβρις fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕβρεις — ὕβρις wanton violence fem nom/voc pl (attic epic) ὕβρις wanton violence fem nom/acc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπηλακίζω — ΝΑ 1. ρίχνω σε κάποιον λάσπη, τόν αλείφω με πηλό, καλύπτω κάποιον με βόρβορο ή τόν ρίχνω στη λάσπη, λασπώνω 2. μτφ. περιλούω κάποιον με ύβρεις και κατηγορίες, διασύρω, εξυβρίζω, εξευτελίζω κάποιον αρχ. επιρρίπτω κατηγορία σε κάποιον («εἴ τις… …   Dictionary of Greek

  • плищеваниѥ — ПЛИЩЕВАНИ|Ѥ (10), ˫А с. Нападки, клевета, поношение: нѣции ѿступающе странностражюще. и получающе не||ча˫аниѥ. ˫ако мч҃тли и срамници. ихже вражьда и хула или плищеваниѥ ли прехожениѥ. азъ же… чюжю же сѧ о таковыхъ. (ἡ βασκανία) ФСт XIV/XV,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • BENEFICIARII — Festo dicuntur, qui vacationem munerum habebant, beneficio, adeoque munificibus opponuntur. Hinc in veterib. Monumentis, Beneficiarii Praesidum, Praefectorum, Consulum, Proconsulum, et Legatorum Tribunorumque, inter quos Beneficiarii Tribunorum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άγγελος — I Τη λέξη αυτή χρησιμοποίησαν οι Εβδομήκοντα, οι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης, για vα αποδώσουν την εβραϊκή λέξη μαλ ακ που σημαίνει αγγελιαφόρος, υπηρέτης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, οι α. είναι «αι στρατιαί», η αυλή του Θεού, όντα… …   Dictionary of Greek

  • ανθυβρίζω — ἀνθυβρίζω (Α) ανταποδίδω τις ύβρεις, βρίζω κι εγώ αυτόν που μ έβρισε …   Dictionary of Greek

  • αντιπαρέρχομαι — (AM ἀντιπαρέρχομαι) νεοελλ. 1. αποφεύγω να κάνω μνεία («αντιπαρέρχομαι τις ύβρεις») 2. προσπερνώ κάτι, αδιαφορώ για κάτι 3. φρ. «αντιπαρέρχομαι τον κίνδυνο» ξεφεύγω, γλυτώνω από τον κίνδυνο αρχ. 1. περνώ δίπλα σε κάποιον χωρίς να τον πλησιάσω,… …   Dictionary of Greek

  • εκπτύω — (AM ἐκπτύω) 1. αποβάλλω φτύνοντας 2. φρ. «ἐκπτύω ὕβρεις» ξεστομίζω άκοσμες βρισιές αρχ. μσν. (για θάλασσα) ξεβράζω αρχ. 1. διαδίδω 2. φτύνω σε έκφραση αηδίας 3. αποστρέφομαι …   Dictionary of Greek

  • εκρηγνύω — (AM ἐκρηγνύω και ἐκρήγνυμι) νεοελλ. 1. κάνω κάτι να σπάσει, σπάζω, θραύω, θρυμματίζομαι από εσωτερική δύναμη («υπάρχει κίνδυνος να εκραγεί η βόμβα») 2. (για απροσδόκητο γεγονός, για ξαφνική συναισθηματική ή ανακλαστική εκδήλωση) ξεσπώ, εκρήγνυμαι …   Dictionary of Greek

  • εκστομίζω — και ξεστομίζω βγάζω από το στόμα, προφέρω (κυρίως για ύβρεις ή απρεπείς λόγους) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»