Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὅσην

См. также в других словарях:

  • ὅσην — ὅσος as great as fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅσηνπερ — ὅσην , ὅσος as great as fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • OLYMPIONICAE — qui ludis Olympicis victoriam retulêre, cum Patriae suae ingens hôc pactô decus conciliarent, tantô olim honore habiti sunt, apud Athenienses inprimis vel magnô Reip. suae impendiô ac sumptu, ut lege eum coercendum censuerit Solon, teste Diogene… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • VICTOR — I. VICTOR Historicus, vide Aurelius Victor. II. VICTOR aliô nomine Claudius, Civilis Batavi e soror nepos, Dux ab aunculo adversus Voculam missus. Tacit. l. 4. Hist. c. 33. III. VICTOR epitheton Iovis, quod omnia vinceret. Huic aedem vovit L.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επάρδω — ἐπάρδω (AM) και ἐπαρδῶ (Μ) αρδεύω, ποτίζω («τὴν χώραν ὅσην ὁ ποταμὸς ὁ Πολυτίμητος ἐπάρδων ἐπέρχεται», Αρρ.) και μτφ. «τοιαύταις ἀρεταῑς ἁπαλὴν ἔτι τὴν ψυχὴν ἐπάρδων» (Λουκιαν.) μσν. μτφ. ξεδιψώ, ξεδιψάζω αρχ. (για το σώμα) τρέφομαι. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • καρπώνω — και καρπώ (AM καρπῶ, όω) [καρπός (Ι)] 1. παράγω καρπό, καρποφορώ 2. μέσ. καρπώνομαι, καρποῡμαι, όομαι α) απολαμβάνω τους καρπούς, έχω την επικαρπία, καρπίζομαι («δὶς τοῡ ἐνιαυτοῡ τὴν γῆν καρποῡσθαι», Πλάτ.) β) λαμβάνω κέρδος από κάποιο πράγμα,… …   Dictionary of Greek

  • πλατύρρους — ουν και οος, οον, Α (ποιητ. τ.) (για ποταμούς) αυτός που έχει πλατύ ρεύμα («ὅς καρπώσεται ὅσην πλατύρρους Νεῑλος ἀρδεύει χθόνα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατύ * + ῥόος, ῥοῦς (< ῥέω)] …   Dictionary of Greek

  • πρωκτοπεντετηρίς — ίδος, ἡ, Α η ανά πενταετία γιορτή τού πρωκτού, η πενταετηρίδα τής ακολασίας («ὅσην ἔχει τὴν πρωκτοπεντηρίδα», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωκτός + πεντετηρίς] …   Dictionary of Greek

  • πρότερος — έρα, ο / πρότερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και θηλ. πρότερη Ν 1. (για χρόνο) προηγούμενος, προγενέστερος (α. «η προτέρα του δράση» β. «ὧδε καὶ οἱ πρότεροι πόλιας καὶ τείχε ἐπόρθουν», Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) πρότερον προηγουμένως, πρωτύτερα νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • σιτοφορώ — έω, Α [σιτοφόρος] σπέρνω τη γη με σιτάρι («ὅσην [γῆν] ἂν σιτοφορήσω», πάπ.) …   Dictionary of Greek

  • υπερσιτισμός — ο, Ν [υπερσιτίζω] 1. ιατρ. συνεχής λήψη ποσότητας τροφής πέρα από τις ανάγκες τού ατόμου οι οποίες καθορίζονται από την ηλικία, το φύλο, την εργασία και την κατάσταση τής υγείας του 2. (ζωοτεχν.) παροχή σε ένα ζώο περισσότερης τροφής από όσην… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»