Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀτίς

См. также в других словарях:

  • οτίς — ὀτίς και οὐτίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. ωτίς …   Dictionary of Greek

  • ὅτις — ὅστις that masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χὥτις — ὅτις , ὅστις that masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όστις — ήτις, ό,τι (ΑΜ ὅστις, ἥτις, ὅ, τι, Α αρσ. και ὅτις και ὄρτιρ, ουδ. και ὅτι και ὅττι και ὄττι) (αναφ. αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α.(στον εν.) 1. γεν. οὗτινος και ὅτου, ἧστινος, οὗτινος και ὅτου, επικ. τ. ὅττεο και ὅττευ και ὅτευ, ιων. τ. ὅτεο, λεσβ. τ.… …   Dictionary of Greek

  • SIRENES — monstra marina, poetarum fabulis celebratissima. Has finxerunt antiqui Acheloi fluminis, ac Terpsichores fuisse filias. NIcander autem l. 3. Mutationum, Melpomenen Sirenum matrem fuisse scribit, alii Steropen, alli Calliopen. Haeigitur siculum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • οτιαφόροι — ὀτιαφόροι, οί (Α) (κατά το λεξ. ΑΒ) «οἱ τὰς ὀτίδας φέροντες ἐργάται ὀτὶς δὲ εἶδος ὄρνιθος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀτίς «είδος όρνιθας» + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • ωτίδα — (otis). Γένος πτηνών της οικογένειας των ωτίδων, που ανήκει στην τάξη των γερανόμορφων. Τα πουλιά αυτά ζουν στις παραμεσόγειες χώρες και σε πολλές περιοχές της Ασίας, της Αυστραλίας και της ανατολικής Αφρικής. Το μήκος του σώματός τους φτάνει περ …   Dictionary of Greek

  • OTUS — I. OTUS Vide Aloeus. II. OTUS avis mone, de qua aliquid infra voce Planipes. Graece ώτὸς, sicut Otis, de qua supra, Οτίς. Alias Osio, quasi Asinio, an quia rudentem asinum aemulatur, an quia aures habet prominulas? …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αγαθοδότης — ἀγαθοδότης, ο (θηλ. ότις, ιδος) (Μ) αυτός που παρέχει κάποιο αγαθό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγαθὸς + δότης] …   Dictionary of Greek

  • ανελκυστήρας — Συσκευή για την κατακόρυφη μεταφορά ατόμων. Ορισμένα κείμενα Λατίνων συγγραφέων οδηγούν στην υπόθεση ότι οι πρώτοι υποτυπώδεις α. ανάγονται στον 1ο αι. μ.Χ. Η λειτουργία των εγκαταστάσεων αυτών προϋπέθετε φυσικά ανθρώπινη ή ζωική έλξη. Μόνο στις… …   Dictionary of Greek

  • βαθυσκάφος — Υποβρύχιο σκάφος, που μπορεί να καταδύεται σε μεγάλα βάθη για την εξερεύνηση των βυθών των ωκεανών. Αυτό το ειδικό σκάφος, που το επινόησε ο Ελβετός φυσικός Ογκίστ Πικάρ, διαφέρει ουσιαστικά από τη βαθύσφαιρα που χρησιμοποίησαν οι Αμερικανοί… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»