-
1 ὀτιαφόροι
ὀτιαφόροι· οἱ τὰς ὀτίδας φέροντες ἐργάται· ὀτὶς δὲ εἶδος ὄρνιθος, AB 287.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀτιαφόροι
-
2 ὁτιοῦν
См. также в других словарях:
οτιαφόροι — ὀτιαφόροι, οί (Α) (κατά το λεξ. ΑΒ) «οἱ τὰς ὀτίδας φέροντες ἐργάται ὀτὶς δὲ εἶδος ὄρνιθος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀτίς «είδος όρνιθας» + φόρος*] … Dictionary of Greek