Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὀδύνης

См. также в других словарях:

  • ὀδύνης — ὀδύνη pain of body fem gen sg (attic epic ionic) ὀδυνάω cause pres ind act 2nd sg ὀδυνάω cause imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδύνῃς — ὀδύνη pain of body fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδύνηις — ὀδύνῃς , ὀδύνη pain of body fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιτικός — ή, ό / πολιτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πολίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον πολίτη (α. «πολιτικά δικαιώματα» τα δικαιώματα που συνίστανται στη συμμετοχή τού πολίτη στην άσκηση τής κρατικής εξουσίας και τα οποία είναι: το δικαίωμα τού… …   Dictionary of Greek

  • ηθική βλάβη — (Νομ.). Η βλάβη που δημιουργείται με τη διατάραξη του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου από τον σωματικό και ψυχικό πόνο. Το δίκαιο καλύπτει την η.β. και προβλέπει τη χρηματική ικανοποίησή της υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Σύμφωνα με τις διατάξεις του …   Dictionary of Greek

  • болѣзнь — БОЛѢЗН|Ь (506), И с. 1.Болезнь, нездоровье, физический недуг: Стенюштю ономоу тѩжько отъ болѣзни. Изб 1076, 52 об.; не ѡ(т)лоучашесѩ ѡ(т) нѥго [ученик]... бѣ бо оуже болѣзнию лютою одьрьжимъ. [Феодосий] ЖФП XII, 63б; въ недоузѣ лютѣ ѡбъдьржима. и …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • бѣдьныи — (38) пр. 1.Бедственный, опасный: отъ недоуга дългаго. и бѣдьнааго (ἐπικίνδύνου) КЕ XII, 186а; Блг(с)влю г(с)а на всѩко. времѩ. не въ бл҃го д҃ни токмо жити˫а. нъ и въ бѣдныхъ временѣхъ. (περιστατικοῖς) ПНЧ 1296, 109 об.; ˫ако любѩщимъ б҃а не… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • печаль — ПЕЧАЛ|Ь (699), И с. 1.Скорбь, печаль, горе: Ѥгда въ добрѣ бѹдеть мѹжь то врази ѥго въ || печѧли бѹдѹть. (ἐν λύπῃ) Изб 1076, 148–148 об.; Мьсти д҃шю свою веселиѥмь и тѣши ср҃дце своѥ. и печаль далече отърини отъ себе да не въ скорѣ състарѣешисѧ.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Сардзетакис, Христос — Христос Сардзетакис (греч. Χρήστος Σαρτζετάκης; род. 6 ноября 1929(19291106), Салоники)  греческий юрист и политик, Президент Греции в 1985 1990 гг. Содержание 1 Биография …   Википедия

  • άχθομαι — ἄχθομαι (Α) 1. έχω επάνω μου βάρος, είμαι φορτωμένος 2. στενοχωριέμαι, υποφέρω 3. αγανακτώ, οργίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα άχθομαι και άχθος, η μεταξύ των οποίων σχέση είναι ασαφής, αποτελούν ομηρικές ήδη λέξεις αβέβαιης ετυμολ. Αρχικώς η λ. σήμαινε… …   Dictionary of Greek

  • αλαλαγμός — ο (Α ἀλαλαγμὸς) [ἀλαλάζω] δυνατή κραυγή, ιδίως χαράς αρχ. δυνατός θόρυβος από φωνές ή ήχους, ακόμη και κραυγή οδύνης, ολολυγμός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»