Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βάτω

См. также в других словарях:

  • βατώ — βατῶ ( έω) (Α) 1. βατεύω 2. (στη διάλεκτο των Δελφών) πατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < βατος, βάτης < βαίνω (πρβλ. και λ. βατεύω)] …   Dictionary of Greek

  • βατῷ — βατός passable masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάτω — βάτης one that treads masc gen sg (attic epic ionic) βάτον blackberry neut nom/voc/acc dual βάτον blackberry neut gen sg (doric aeolic) βάτος 1 bramble fem nom/voc/acc dual βάτος 1 bramble fem gen sg (doric aeolic) βάτος 2 fish masc nom/voc/acc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάτῳ — βάτον blackberry neut dat sg βάτος 1 bramble fem dat sg βάτος 2 fish masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάτωι — βάτῳ , βάτον blackberry neut dat sg βάτῳ , βάτος 1 bramble fem dat sg βάτῳ , βάτος 2 fish masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλωβατώ — καλωβατῶ, έω (Α) βαδίζω πάνω σε σχοινί, σχοινοβατώ, είμαι σχοινοβάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλως, ὁ «χοντρό σχοινί» + βατῶ (< βάτης ή βατος < βαίνω), πρβλ. αερο βατώ, ουρανο βατώ] …   Dictionary of Greek

  • κυρτοβατώ — κυρτοβατῶ, έω (Α) περπατώ με κυρτωμένη ράχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυρτός + βατῶ (< βάτης < βαίνω), πρβλ. ονειρο βατώ, υπνο βατώ] …   Dictionary of Greek

  • σκαιοβατώ — έω, Μ 1. βαδίζω ή χορεύω με αδεξιότητα 2. (για άλογο) κινούμαι ή βαδίζω άτακτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαιός + βατῶ (< βάτης < βαίνω), πρβλ. ορθο βατώ, πεζο βατώ] …   Dictionary of Greek

  • τραχυβατώ — και ιων. τ. τρηχυβατῶ, έω, Α βαδίζω πάνω σε τραχύ ή πετρώδες έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + βατῶ (< βάτης < βαίνω), πρβλ. ὀρθο βατῶ, σκαιο βατῶ] …   Dictionary of Greek

  • νεφελοβατώ — (Μ νεφελοβατῶ, έω) περπατώ πάνω στα σύννεφα νεοελλ. μτφ. είμαι έξω από την πραγματικότητα, αεροβατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + συνδετικό φων. ο + βατώ (< βάτης, < βαίνω), πρβλ. αερο βατώ] …   Dictionary of Greek

  • νωτοβατώ — νωτοβατῶ, έω (Α) 1. (για την οχεία τών ζώων) επιβαίνω στα νώτα, στη ράχη, καβαλικεύω 2. περνώ πάνω από τα νώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + βατῶ (< βάτης < βαίνω), πρβλ. καρκινο βατώ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»