-
101 δισχίλιοι,-αι,-α
+ Ч C 8-10-1-14-17=50 Nm 4,36.40; 7,85; 35,4.5(quater)two thousand Nm 4,36; δισχίλιος two thousand (with coll. nouns, e.g. ἵππος) Is 36,8 -
102 θῆλυς,-εια,-υ
+ A 25-3-1-4-4=37 Gn 1,27; 5,2; 6,19.20; 7,2(bis)θήλεια ἵππος mare 1 Kgs 10,26; ἀλέκτωρ ἐμπεριπατῶν θηλείαις a cock walking boldly among the hensPrv 30,31*Am 6,12 ἐν θηλείαις among the mares-בנקבים for MT בבקרים with oxenCf. LEE, J. 1983, 109 -
103 αἰόλος
A quick-moving, nimble,πόδας αἰόλος ἵππος Il.19.404
; αἰόλαι εὐλαί wriggling worms, 22.509; σφῆκες μέσον αἰ. 12.167; ὄφις ib. 208;οἶστρος Od.22.300
, cf. Achae.48.2 as epith. of armour, glittering,τεύχεα Il.5.295
;σάκος 7.222
, 16.107; :—generally, changeful of hue, sheeny,δράκων Id.Tr.11
; αἰόλα νύξ star-spangled night, ib.94 (lyr.); αἰ. πυρὸς κάσις smoke flushed by fire-light, A.Th. 494; κύων αἰ. speckled, Call.Dian.91, etc.; αἰόλα σάρξ discoloured, S.Ph. 1157 (lyr.);ὀφθαλμοί Adam.1.8
, cf. 11.II metaph.,1 chequered,αἰόλ' ἀνθρώπων κακά A.Supp. 328
; changeful, (lyr.); (lyr.); νόμος Tclest.2;αἰόλα φωνέων Theoc.16.44
; αἰόλοι ἡμέραι changeable days, Arist.Pr. 941b24.2 shifty, slippery,ἔπος Sol.11.7
;ψεῦδος Pi.N. 8.25
;κέρδεσσι B.14.57
;μηχάνημα λυγκὸς αἰολώτερον Trag.Adesp. 349
.—Chiefly poet.B proparox. [full] Αἴολος, ου, ὁ, the lord of the winds, properly the Rapid or the Changeable, Od., etc.2 name of a kind of σκάρος, Nic. Thyat. ap. Ath.7.320c. -
104 αὐτόϊππος
αὐτό-ϊππος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόϊππος
-
105 βαδιστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαδιστής
-
106 βλάξ
A stolid, stupid, Pl.Grg. 488a;β. καὶ ἠλίθιος X.Cyr. 1.4.12
;β. καὶ ἄφρων Arist.EE 1247a18
;θεὸς κολάζει τοὺς βλᾶκας X.Oec.8.16
, cf. Plb. 16.22.5;β. ἄνθρωπος Heraclit.87
: usually of persons, but β. ἵππος, opp. θυμοειδής, X.Eq.9.12: [comp] Comp. βλακότερος or- ώτερος Id.Mem.4.2.40
: [comp] Sup. βλακότατος or - ώτατος (but - ίστατος ap.Ath.) ib.3.13.4.II name of a fish, ὃς ἐν τῷ συνουσιάζειν δυσαπολύτως ἔχει, Erot. s.v. βλακεύειν. (Perh. βλᾱ- < μλᾱ-, cf. Skt. ml[amacracute]yati 'become soft', μαλακός: Hsch., ἀπό τινος ἰχθύος δασώδους (leg. δυσώδους).) -
107 βρίθω
Aβρίθῃσι Od.19.112
: [dialect] Ep. [tense] impf.βρῖθον 9.219
: [tense] fut.βρίσω B.9.47
, [dialect] Ep. inf. : [tense] aor.ἔβρῑσα Il.12.346
, etc.: [tense] pf.βέβρῑθα 16.384
, Hp.Mul.2.133, E.El. 305: [tense] plpf.βεβρίθει Od. 16.474
:—[voice] Pass. (v. infr.):—poet. Verb (also in later Prose, v. infr.), to be heavy or weighed down with, c. dat.,σταφυλῇσι βρίθουσαν ἀλωήν Il.18.561
;βρίθῃσι δὲ δένδρεα καρπῷ Od.19.112
, cf. 16.474; ὑπὸ λαίλαπι.. βέβριθε χθών (sc. ὕδατι) Il.16.384; βότρυσι, καρποῖς, Jul. Or.3.113a, 7.230d: metaph.,ἀλάστωρ ξίφεσι βρίθων E.Ph. 1557
(lyr.);ὄλβῳ β. Id.Tr. 216
(lyr.);πίνῳ.. βέβριθα Id.El. 305
;κάτω β. περὶ τὴν ὔλην Iamb.Myst.5.11
.2 c. gen., to be laden with or full of, ; ;πεδιὰς βρίθουσα ζῴων καὶ φυτῶν Ph. 2.217
.3 c. acc.,βούβρωστις φόνον βρίθουσα Epigr.Gr.793.4
.4 abs., to be heavy, ἔρις.. βεβριθυῖα ( = βαρεῖα) Il.21.385;εὔχεσθαι.. βρίθειν Δημήτερος ἱερὸν ἀκτήν Hes. Op. 466
; so in Hp. and later Prose, ᾗ ἂν.. βρίσῃ wherein the weight is thrown, Hp.Flat.10; βεβρίθασιν οἱ τιτθοί are loaded, Id.Mul.2.133, cf. Ph.1.330, etc.;ἐς γόνατα ἡ κεφαλὴ β. Philostr.Im.1.18
: but rare in [dialect] Att., βρίθει ὁ ἵππος bows or sinks, Pl. Phdr. 247b; ὅταν βρίσῃ [ὁ κύκλος] ἐπὶ θάτερον μέρος inclines to one side, Arist.Pr. 915b3: metaph., πᾷ τύχα βρίσει how Fortune will incline the scales, B.9.47.II of men, outweigh, prevail,ἐέδνοισι βρίσας Od.6.159
: abs., have the preponderance in fight, prevail,ὧδε γὰρ ἔβρισαν Αυκίων ἀγοί Il.12.346
;τῇ δὲ γὰρ ἔβρισαν.. Ἕκτωρ Αἰνείας τε 17.512
; βρίσαντες ἔβησαν charged with their might, ib. 233; later εὐδοξίᾳ β. to be mighty in.., Pi.N.3.40;εἰ.. χειρὶ βρίθεις ἢ πλούτου βάθει S.Aj. 130
.III trans., weigh down, load,ὅσπερ Κινύραν ἔβρισε πλούτῳ Pi.N.8.18
;τάλαντα βρίσας A.Pers. 346
.2 [voice] Pass., to be laden, μήκων καρπῷ βριθομένη laden with fruit, Il.8.307; μόροισι βρίθεται [ἡ βάτος] A.Fr. 116; τῷ δ' οὐ βρίθεται [ἡ τράπεζα]; E.Fr. 467; ἐβρίθοντο ἀϊόνες [σώμασι] Tim.Pers. 108;πλοῦτον χρυσῷ καὶ ἀργύρῳ -όμενον Jul.Or.2.86b
: c. gen.,πέτηλα βριθόμενα σταχύων Hes.Sc. 290
;συμποσίων.. βρίθοντ' ἀγυιαί B.Fr.3.12
;βριθομένης ἀγαθῶν τραπέζης Pherecr.190
(hex.);βριθομένη χαρίτων AP5.193
(Posidipp. or Asclep.): abs.,ἄξονες βριθόμενοι A.Th. 153
(lyr.). (Cf. βρῖ.) -
108 βροτόπους
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βροτόπους
-
109 βύω
βύω Arist.HA 632a18: [tense] fut. βύσω [ῡ] Thalesap.D.L.1.35, ([etym.] ἐπι-) Cratin.186.4, ([etym.] προ-) Ar.V. 250: [tense] aor.Aἔβῡσα Hp.Morb.3.14
, ([etym.] ἐπι-) Ar. Pl. 379:—[voice] Med., only in compds.:—[voice] Pass., [tense] aor. ἐβύσθην ([etym.] παρ-) Luc. Deor.Conc.10: [tense] pf. βέβυσμαι, the tense chiefly in use (v. infr.):— stuff,1 c. gen. rei, stuff full of, only in [voice] Pass., νήματος βεβυσμένος stuffed full of spun-work or spinning, Od.4.134; τὸ στόμα ἐβέβυστο (sc. χρυσοῦ) Hdt.6.125;ἀνάγκης βεβυσμένος οἶκος Nonn.D.9.298
.2 c. dat. rei, stop or plug with, l. c., cf. Arist. l.c.:—[voice] Pass.,σπογγίῳ βεβυσμένος Ar.Ach. 463
; ; ῥαφάνοις τὴν ἕδραν βεβ. Alciphr.3.62; ἵππος ἀριστήεσσι βεβ. Tryph.308; ἀφραδίῃ τε βέβυστο [πόλις] Id.450.3 abs., βεβυσμένος τὴν ῥῖνα having one's nose stopped, Hegesipp.1.26; βεβ. τὰ ὦτα deaf, Luc.Cat.5; εἷμα βεβ. a close, thick-woven robe, Hp.Mul.1.1.4 stow or tuck away,τι ὑπὸ τῇ πτέρυγι Ael.NA11.18
. (Root βυτ-, cf. βύζην ([etym.] <Βυς-δην) , βύς-τρα; cf. ζέβυται· σέσακται, Hsch.) -
110 γέρων
A old man, Il.1.33, etc.: pleon.,παλαιοὶ γέροντες Ar. Ach. 676
;ἄνους τε καὶ γ. S.Ant. 281
, cf. Ar.Eq. 1349; ; .2 γέροντες, οἱ, Elders, Chiefs, sq., cf. 9.574, Od.2.14; later, Senators, esp. at Sparta, Hdt.1.65, 6.57, Pl.Lg. 692a, IG22.687, Arist.Pol. 1265b38 (sg.γέροντι IG5(1).1346
, but usu. γερουσίας, q. v.); in other states, as at Elis, Arist.Pol. 1306a17, cf. 1272a7, OGI479.11 ([place name] Dorylaeum).II as Adj., old,γέρον σάκος Od.22.184
;γ. γράμμα A.Fr. 331
; more freq. in masc.,γ. πατήρ Il.1.358
, Od.18.53;ἀνὴρ γ. Thgn. 1351
;γ. χαλκός Simon.144
;γ. λόγος A.Ag. 750
(lyr.);ἵππος S.El. 25
; (codd. but πίνος Scaliger, edd.);οἶνος Alex. 167.5
, cf. Eub.124; πέπλος, λέμβος, Theoc.7.17, 21.12: rarely in Prose,οἱ γέροντες τῶν ἰχθύων Arist.HA 607b28
; of stags, ib. 611b3; Ἀντίγονος ὁ γ. Antigonus the Elder, Plu.Pel.2: neut. pl., γέροντα βουλεύεις (for ἀρχαῖα) S.Fr. 794.III part of the spinning-wheel, Pherecr.114. (Skt. járant- 'old', járati 'render infirm'; cf. γέρας.) -
111 δαμνόν
-
112 δεξιόσειρος
A right-hand trace-horse in team of four, which did the hardest work: hence, generally, vigorous, impetuous, S.Ant. 140 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεξιόσειρος
-
113 δευτεροβόλος
δευτερο-βόλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δευτεροβόλος
-
114 διακόσιοι
A two hundred, Hdt.1.193, etc.: sg. with Noun of multitude, δ. ἵππος two hundred horse, Th.1.62; v. διακάτιοι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διακόσιοι
-
115 δίαυλος
A double pipe or channel: usu. in the race, double course, Pi.O.13.37, E.El. 825, IG22.957, al.; compared with recurrent nerves, Gal.UP7.14.b δ. ἵππος, Hp.Vict.2.63.2 metaph., κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν to run the homeward course, retrace one's steps, A.Ag. 344; δίαυλοι κυμάτων ebb and flow, rise and fall of the waves, E.Hec.29; εἰς αὐγὰς πάλιν ἁλίου δισσοὺς ἂν ἔβαν διαύλους they would twice return, Id.HF 662 (lyr.), cf. 1102;τὸν ὕστατον τρέχων δ. τοῦ βίου Alex.235
; ἐκπεριτ ρέχειν διαύλους to run to and fro, Aristaenet.1.27; of a wife's return to her husband, Anaxandr.56.4.2 in pl., of air-passages, Opp.C. 2.181.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δίαυλος
-
116 δίκαιος
A in Hom. and all writers, of persons, observant of custom or rule, Od.3.52; esp. of social rule, well-ordered, civilized,ὑβρισταί τε καὶ ἄγριοι οὐδὲ δ. 9.175
, cf. 8.575; [Γαλακτοφάγοι] δικαιότατοι Il.13.6
; [Χείρων] δικαιότατος Κενταύρων 11.832
, cf. Thgn.314, 794; δ. πολίτης a good citizen, D.3.21, etc.: metaph. of the sea, Sol.12.2 ([comp] Sup.); δικαίη ζόη a civilized way of living, Hdt.2.177. Adv. δικαίως, μνᾶσθαι woo in due form, decently, Od.14.90;ὑπὸ ζυγῷ λόφον δ. εἶχον
loyally,S.
Ant. 292.2 observant of duty to gods and men, righteous, Od.13.209, etc.;δ. πρὸς πᾶσαν ὁμιλίην Hp.Medic. 2
;ἰθὺς καὶ δ. Hdt.1.96
; opp. δυσσεβής, A.Th. 598, cf. 610;δ. καὶ ὅσιος Pl.Grg. 507b
; (lyr.); also of actions, etc., righteous, ἐπὶ ῥηθέντι δικαίῳ a thing rightly said, Od.18.414, etc.B later:I equal, even, well-balanced, ἅρμα δίκαιον evengoing chariot, X.Cyr.2.2.26: so metaph.,νωμᾷ δικαίῳ πηδαλίῳ στρατόν Pi.P.1.86
;δικαιόταται ἀντιρροπαί Hp.Art.7
; δικαιότατα μοχλεύειν ibid.: hence, fair, impartial, ;συγγραφεύς Luc.Hist.Conscr.39
.b legally exact, precise, τῷ δικαιοτάτῳ τῶν λόγων to speak quite exactly, Hdt.7.108, cf. Th.3.44; of Numbers,αἱ ἑκατὸν ὀργυιαὶ δίκαιαι Hdt.2.149
. Adv.-αίως, πάντα δ. ὑμῖν τετήρηται D.21.3
; δ. ἐξετάζειν ib.154.2 lawful, just, esp. τὸ δ. right, opp. τὸ ἄδικον, Hdt.1.96, A.Pr. 189 (lyr.), etc.;τὸ δ. τὸ νόμιμον καὶ τὸ ἴσον Arist.EN 1129a34
; δ. διορθωτικόν, διανεμητικόν, ib. 1131b25, 27; τὸ πολιτικὸν δ. ib. 1134b18;ἔστι ἐπιεικὲς τὸ παρὰ τὸν γεγραμμένον νόμον δ. Id.Rh. 1374a27
, cf. EN 1137b12;καὶ δίκαια κἄδικα Ar. Nu.99
;τὰ ἴσα καὶ τὰ δ. D.21.67
; τοὐμὸν δ. my own right, E.IA 810; ἐλθεῖν ἐπὶ τοῦτο τὸ δ. bring the case to this issue, Antipho6.24; οὐδὲν τῶν δ. ποιεῖν τινί not to do what is just and right by a man, X.HG5.3.10; τὰ δ. ἔχειν, λαμβάνειν, receive one's due, Id.An.7.7.14, 17; τὰ δ. πράττεσθαι πόλιν give a city its deserts, A.Ag. 812; ἐκ τοῦ δικαίου, = δικαίως, Ar.Av. 1435, cf. Th.2.89; so ἀπὸ τοῦ δικαίου, τῶν δικαίων, Inscr.Prien.50.8 (ii B. C.), 123.8 (i B. C.);μετὰ τοῦ δ. Lys.2.12
, D.21.177; τὸ δίκαιον lawful claim, ἃ ἔχομεν δίκαια πρός .. Th.3.54, cf. D. 21.179, Plu.Luc.3, etc.; τὰ πρὸς ἀλλήλους δ. mutual obligations or contracts, Plb.3.21.10; ἐπὶ συγκειμένοις τισὶ δικαίοις on certain agreed terms, D.H.3.51. Adv.- αίως
rightly, justly,Hdt.
6.137;μεῖζον ἢ δ. A.Ag. 376
(lyr.);καὶ δ. καὶ ἀδίκως And.1.135
.II of persons and things, meet and right, fitting,δ. τοῦδε τοῦ φόνου ῥαφεύς A.Ag. 1604
;κόσμος οὐ φέρειν δ. Id.Eu.55
; ἵππον δ. ποιεῖσθαί τινι make a horse fit for another's use, X.Mem.4.4.5, cf. Cyn.7.4 (ἵππος δ. τὴν σιαγόνα having a good mouth, Poll.1.196).2 real, genuine,γόνος S.Fr.[1119]
;ποιῶν τὰ ἐν τῇ τέχνῃ δ. Supp.Epigr.2.184.7
(Tanagra, ii B. C.). Adv., εἴπερ δικαίως ἐστ' ἐμός really and truly mine, S.Aj. 547, cf.Pl.Cra. 418e.3 ὁ δ. λόγος the plea of equity, Th.1.76. Adv.- αίως
with reason,Id.
6.34, cf. S.OT 675: [comp] Comp. , etc.; also- οτέρως Isoc. 15.170
: [comp] Sup. ; [dialect] Aeol.δικαίτατα IG12(2).526c17
([place name] Eresus).C in Prose, δίκαιός εἰμι, c. inf., δίκαιοί ἐστε ἰέναι you are bound to come, Hdt.9.60, cf. 8.137;δ. εἰμεν ἔχειν Id.9.27
; δ. εἰμι κολάζειν I have a right to punish, Ar.Nu. 1434, cf. S.Ant. 400;δ. ἐστι περιπεσεῖν κακοῖς Antipho 3.3.7
; δ. εἰσι ἀπιστότατοι εἶναι they have most reason to distrust, Th.4.17;δ. βλάπτεσθαι Lys.20.12
;δ. ἐστιν ἀπολωλέναι
dignus est qui pereat,D.
6.37; ὁ σπουδαῖος ἄρχειν δ. has a right to.., Arist.Pol. 1287b12; with a non-personal subject,ἔλεος δ. ἀντιδίδοσθαι Th.3.40
: less freq. in [comp] Comp. and [comp] Sup.,δικαιότεροι χαρίσασθαι Lys.20.34
;δικαιότατος εἶ ἀπαγγέλλειν Pl.Smp. 172b
; but δίκαιόν ἐστι is also found, Hdt.1.39, A.Pr. 611, etc.: pl., , cf. Tr. 495, 1116; δικαίως ἄν, c. opt., Pl. Phdr. 276a. [ δικαίων with penult. short in Orph.Fr.247.2; cf. οὐ δίκαον· οὐ δίκαιον, Hsch.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δίκαιος
-
117 δισμύριοι
A twenty thousand, Hdt.1.32, Pl. Ion 535d: sg., δισμύριος, α, ον, with collective Nouns,ἵππος δισμυρία Luc.Zeux.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δισμύριοι
-
118 δισχίλιοι
A two thousand, Hdt.2.44, Ar.V. 660, Pl.Criti,118a, etc.: poet. dat. pl.,δισχίλοις ἀνδραπόδοισιν IG12.1085
: sg., δισχίλιος, α, ον, with collective Nouns, e. g.ἵππος Hdt.7.158
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δισχίλιοι
-
119 δουράτεος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δουράτεος
-
120 δυσγάργαλις
δυσ-γάργᾰλις, ι,A very ticklish, skittish,ἵππος X.Eq.3.10
, cf. Ar.Fr. 43, Ael.NA16.9:—also [suff] δυς-γαργάλιστος, ον, prob. l. in Gp.16.2.1, cf. Tim.Gaz.148.3:Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσγάργαλις
См. также в других словарях:
Ἵππος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἵππος — horse masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek
ίππος — ο 1. άλογο: Εκτρέφει ίππους. 2. όργανο για τη γυμναστική που έχει σχήμα ίππου. 3. μονάδες μέτρησης της δύναμης των μηχανών: Κινητήρας σαράντα ίππων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Δούρειος Ίππος — Κολοσσιαίο ξύλινο ομοίωμα αλόγου, που, σύμφωνα με τη μυθολογία, κατασκεύασαν οι Αχαιοί και το χρησιμοποίησαν ως τέχνασμα για την εκπόρθηση της Τροίας. Η ιδέα του τεχνάσματος ανήκε στον Οδυσσέα και την κατασκευή του τεράστιου ομοιώματος ανέλαβε ο… … Dictionary of Greek
Οκτώβριος ίππος — Εξιλαστήριο άλογο, που το θυσίαζαν κάθε χρόνο στη Ρώμη. Θυσία αλόγων γινόταν στα αρχαία χρόνια σε σπάνιες περιπτώσεις. Το αίμα του αλόγου που θυσιαζόταν στη Ρώμη, ανακατευόταν από τις Εστιάδες με τη στάχτη μοσχαριών και αποτελούσε καθαρτήριο… … Dictionary of Greek
δούρειος ίππος — ο 1. το ξύλινο άλογο που επινόησε ο Οδυσσέας, με το οποίο οι Έλληνες ξεγέλασαν τους Τρώες και κυρίεψαν την Τροία. 2. μτφ., δόλιο μέσο, ενέδρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἵππω — Ἵππος masc nom/voc/acc dual Ἵππος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἵππω — ἵππος horse masc/fem nom/voc/acc dual ἵππος horse masc/fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱπποί — Ἱππός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱππῶν — Ἱππός masc gen pl Ἱππώ fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)