-
1 ιδρώτες
-
2 ἱδρῶτες
-
3 απαλλακτικος
-
4 δυσωδης
-
5 θερμος
I.3, эп. тж. 21) теплый(λοετρά Hom.)
2) горячий, жгучий(δάκρυα Hom.; πῦρ, δακρύων νάματα Soph.; αἷμα Soph., Plut.; ἱδρῶτες Arst.)
3) горячий, кипящий(ὕδωρ Hom.)
4) раскаленный(μοχλός Hom.)
5) жаркий, знойный(γύαλον πέτρας Soph.; τόποι Plut.)
6) палящий(καύματα Her.)
7) пылкий, страстный, пламенный(καρδία Soph.; πόθος Anth.; τὰ ἄρρενα τῶν θηλέων θερμότερα Arst.)
8) разнузданный, распутный(γυναῖκες Arph.)
9) разгоряченный(ὑπὸ τῶν ἐπαίνων Plut.)
10) дерзновенный, безрассудный(ναύτης Aesch.; ἔργον Plut.)
11) мучительный, трудный, тяжелый12) недавний, свежий(κακά Plut.; ἔγκλημα Luc.; ἴχνη Anth.)
II.ὁ бот. лупин, волчий боб ( считался отрезвляющим средством) Anth. -
6 ιδρως
1) тж. pl. пот(ὅ ἱ. καὴ ἥ ἴδισις καταψύχει τὰ σώματα Arst.)
κατὰ ἱ. ἔρρεεν (in tmesi) ἐκ μελέων Hom. — пот стекал с членов (Сисифа);ἱ. ἀνῄει χρωτί Soph. — пот выступал на коже (Геракла);σὺν ἱδρῶτι Arst. — в поту2) заработанное в поте лица, плоды тяжелого труда3) тяжелый труд; подвигτῆς ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὴ προπάροιθεν ἔθηκαν Hes. — впереди добродетели боги поместили труды, т.е. только через тяжелый труд достигается добродетель
4) сок, камедь(σμύρνης Eur.)
5) выпот, жидкое выделение(τὸ δάκρυον ἱ. τίς ἐστιν Arst.)
-
7 εὐκάματος
2 εὐ. στέφανοι crowns won by noble toils, APl.4.335.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐκάματος
-
8 κεγχροειδής
κεγχρο-ειδής, ές,A like grains of millet, ἱδρῶτες interpol.in Hp.Prog.6; κ. τραχύσματα granulated work on silver cups, Ath.11.475b. Adv. -δῶς Steph.in Hp.1.114
D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεγχροειδής
-
9 προχέω
A pour forth or forward, π. ῥόον εἰς ἅλα δῖαν, of a river, Il. 21.219, cf. h.Ap. 241; ; πρὶς ὕδατος προχέειν pour in three parts of water first, Hes.Op. 596;σπονδὰς προχέαντες Hdt.7.192
; : metaph.,π. ὄπα γλυκεῖαν Pi.P.10.56
, cf.IG3.713.4;λίγειαν ὀμφήν Anacreont.41.10
:—[voice] Pass., pour on or forth, metaph. of large bodies of men pouring over a plain,ἐς πεδίον προχέοντο Il.2.465
, cf. 15.360, 21.6, A.R.1.635, etc.; θυσία.. προχυθεῖσα cj. in E.Fr.912.5 (anap.);προχεῖται τὰ λεγόμενα Longin.19
; τὰς προκεχυμένας ἄκρας far-projecting, Ph.1.14: later in literal sense,ἵδρωτες προχυθήσονται Antyll.
ap. Aët.9.40;αἷμα προχυθέν D.C.42.26
, cf. Opp.C.2.39. -
10 ἱδρώς
ἱδρ-ώς (v. fin.), ῶτος, ὁ, and [dialect] Aeol. ἡ, Sapph.2.13; dat. ἱδρῶτι, acc. ἱδρῶτα; Hom. has dat. ἱδρῷ (not ἱδρῶ as Choerob. in Theod.1.248) Il.17.385, 745; acc.Aἱδρῶ 11.621
,22.2, cf. A.R.2.87, 4.656: ([etym.] ἶδος):— sweat, Hom.(v. infr.), etc.;μετὰ ἱδρῶτος Pl.R. 350d
;κατὰ δ' ἱ. ἔρρεεν ἐκ μελέων Od.11.599
;ἱ. ἀνῄει χρωτί S.Tr. 767
; στάζειν ἱδρῶτι (v. στάζω); ῥέεσθαι ἱδρῶτι Plu.Cor.3
; of sweat as the sign of toil, ;ἱδρῶτα παρέχειν X.Cyr.2.1.29
: pl., Hp.Aph.4.36, Arist.Pr. 867a13, etc.; ἱδρῶτες ξηροί, opp. the effect of baths, Pl.Phdr. 239c.2 exudation of trees, gum, resin, ; δρυός Ion Trag.40; Βρομιάδος ἱδρῶτα πηγῆς, of wine, Antiph.52.12.II metaph., anything earned by the sweat of one's brow,οὐ γὰρ τὸν ἐμὸν ἱδρῶτα.. ἐκβαλῶ Ar.Ec. 750
, cf. Chor.p.270 B. (pl.). [[pron. full] ῑ in [dialect] Ep. and Lyr.: [pron. full] ῐ in E.l.c.] (Cf. ἰδίω.) -
11 ὠθέω
A (troch.), D.9.65, ([etym.] ἐξ-) Th. 7.52, etc., and ἐώθει even in h.Merc. 305; [dialect] Ion. and [dialect] Ep. [ per.] 3sg.ὤθει Il.21.241
; [dialect] Ion.ὤθεσκε Od.11.596
: but is f.l. for ὠθεῖ ([place name] Kirchhoff): [tense] fut. , Ar.Ec. 300 (lyr.), ([etym.] ἐξ-) S.Aj. 1248; but , Andr. 344, and always in Prose;ἀπ-ώσω Od.15.280
, [dialect] Ep. inf.ἀπ-ωσέμεν Il.13.367
: [dialect] Att. [tense] aor. , etc., ([etym.] ἐξ-) S.OC 1296, 1330, etc.; [dialect] Ion. and [dialect] Ep.ὦσα Il.1.220
, Hdt.7.167, [dialect] Ep.ὤσασκε Od.11.599
; butἔωσα Il.16.410
, ([etym.] ἀπ-) Od.9.81; laterὤθησα Ael.NA13.17
, etc.: [tense] pf. ἔωκα ([etym.] ἐξ-) Plu.2.48c: [tense] plpf. ἐώκει ([etym.] ἐξ-) Id.Brut.42:—[voice] Med., [tense] fut. ὤσομαι ([etym.] ἀπ-) S.El. 944, etc., ([etym.] δι-) A.Fr.199.9, etc.:—[dialect] Att. [tense] aor.ἐωσάυην Th.4.43
, Ar.V. 1085 (troch., with vv. ll.); [dialect] Ion. and [dialect] Ep.ὠσάμην Il.16.592
, Hdt.9.25, v.l. in Ar.V.l.c.:—[voice] Pass., [tense] fut. (v.l. ὠθήσομαι), ([etym.] ἐξ-) D.24.61: [dialect] Att. [tense] aor. ἐώσθην ([etym.] ἐξ-) X.HG2.4.34, etc.; later ὤσθην ([etym.] ἐξ-) Arr.An.4.25.3, Plot.4.4.45: [dialect] Att. [tense] pf.ἔωσμαι X.Cyr.7.1.36
, ([etym.] ἀπ-, περι-) Th.2.39, 3.57; [dialect] Ion. part.ἀπωσμένος Hdt.5.69
:— thrust, push,I mostly of human force, as of Sisyphus, σκηριπτόμενος χερσίν τε ποσίν τε λᾶαν ἄνω ὤθεσκε ποτὶ λόφον he kept pushing it.., Od.11.596, cf. 599; ; [ἔγχος] ὑπὲκ δίφροιο pushed it away from.., Il.5.854;ἂψ ἐς κουλεὸν ὦσε ξίφος 1.220
; ; τὸν δε' Ζεὺς ὦσεν ὄπισθε χειρί ib. 694, cf. 13.193;ὦσαί [τινα] ἀφ' ἵππων 5.19
; ἀφ' ἵππων χαμᾶζε ib. 835, etc.; so ὦσαι ἑωυτὸν ἐς τὸ πῦρ rush into the fire, Hdt.7.167; ὠ. τινα ἐπὶ κεφαλήν throw him headlong down, Pl.R. 553b ([voice] Pass.,ὠθέεσθαι ἐπὶ κ. Hdt.7.136
);ὠ. τινα ἐπὶ τράχηλον Luc.DMort.27.1
;πετρῶν ὦσαι κάτω E.Cyc. 448
, cf. Pl.Phdr. 229c;εἰς λιθοτομίας D.53.17
: freq. of weapons, ὠ. ξίφος δἰ ἀμφοτέρων thrust it through both, Hdt.3.78; ; ;φάσγανον δἰ ἥπατος Id.Med. 379
;ξίφος πρὸς ἧπαρ Id.Hel. 983
;δαλοῦ κώπην ἔσω βλεφάρων Id.Cyc. 485
(anap.), cf. 636; ἐκ μηροῦ δόρυ ὦσε θύραζε forced it out from the thigh, Il.5.694; τὸ ἱμάτιον ὦσαι εἰς τὸ στόμα stuff it into his mouth, Thphr.Char.2.4: τὴν θύραν ὠθεῖ forces the door, Ar.V. 152, cf. Lys.1.24; : sts. of other than human force, as of a stream,ὦσε δὲ νεκρούς Il.21.235
, cf. 241; of the wind,Νότος μέγα κῡμα ποτὶ.. ῥίον ὠθεῖ Od.3.295
; [ὁ ποταμὸς] ὠθεῖ κῦμα Metagen.6.3;ὠ. κολόκυμα Ar.Eq. 692
: metaph., .3 thrust out, banish,ὠ. ἅπαντας τὸν ἀσεβῆ S.OT 1382
; ; ; ;ἔξω τινὰ φυγάδα Pl.R. 560d
; σπονδῶν ἄπο, ἀπὸ τῶν ἱερῶν, E.Ba.46, Aeschin. 2.86;ὠ. τινας ἀθάπτους S.Aj. 1307
:—[voice] Pass.,ὠθούμεθ' ἔξω Id.Fr.583.7
.4 metaph., ὠ. τὰ πρήγματα push matters on, hurry them, Hdt.3.81;ἐπιθυμία ὠθεῖ ἐπὶ τὰς ἀπολαύσεις Arist.VV 1250a24
.5 abs., ὦσα παρέξ pushed off from land, Od.9.488;ὤθει βιαίως E.Tr. 356
, cf. X.HG7.4.31; τὸ ὠθοῦν the motive power, Pl.Cra. 401d.II [voice] Med., mostly in [tense] aor., thrust or push away from oneself, force back, esp. in battle, freq. in Il., ;τείχεος ἂψ ὤσασθαι 12.420
; ὤσασθαι προτὶ Ἴλιον, προτὶ ἄστυ, 8.295, 16.655;τὴν ἵππον ὤσαντο Hdt.9.25
, cf. 3.72, 6.37;ὤσασθαί τινας κατὰ βραχύ Th.4.96
;ὠσαμένων τὸ εὐώνυμον κέρας Id.6.70
, etc.; once in Trag., E.IT 326: of a horse, throw its rider, Thgn.260 (s.v.l.).2 intrans., push, press forward, Th.4.11,35, Plu.Ages.32;ὠθεῖσθαι εἰς τὸ πρόσθεν X.HG7.1.31
;πρὸς τὴν πληγὴν ὁμόσε ὠθεῖσθαι Pl.Euthd. 294d
;εἰς χεῖρας ὠθεῖσθαι τοῖς ἐναντίοις Plu.Thes.5
.III [voice] Pass., to be thrust, pushed, or forced, rush or fall violently,ἐπὶ κεφαλήν Hdt.
(v. supr.1.1); ; , etc.;ἱδρῶτες ταχέως ὠθούμενοι Hp.Aph.7.85
.2 [voice] Med., crowd, throng, jostle, X.Cyr.3.3.64;ὠ. ὥσπερ ὕες Theoc.15.73
, cf. Arist.HA 572b25: impers. in [voice] Pass., ἐπὶ μέζον ὠθεῖται the crush gets worse, Herod.4.54.
См. также в других словарях:
ἱδρῶτες — ἱδρώς sweat masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελονοσία — Εμπύρετη λοιμώδης νόσος που προκαλείται από πρωτόζωα παράσιτα του γένους πλασμώδιο και μεταδίδεται από κουνούπια του γένους ανωφελής. Προσβάλλει ανθρώπους και άλλα θηλαστικά, πτηνά, ερπετά κλπ. Τα παράσιτα της ε. έχουν δύο εξελικτικούς κύκλους:… … Dictionary of Greek
κοκαΐνη — Χημική ένωση, με μοριακό τύπο C17H21NO4, η οποία ανήκει στα αλκαλοειδή. Βρίσκεται μαζί με άλλα αλκαλοειδή στα φύλλα του θαμνίσκου ερυθρόξυλο η κόκα (Erythroxylon coca) της οικογένειας των ερυθροξυλίδων (δικοτυλήδονα). Τα φύλλα του φυτού, τα οποία … Dictionary of Greek
κουφίζω — (I) [κουφός] είμαι λίγο κουφός, βαριακούω. (II) κουφίζω (AM) [κουφός (Ι)] 1. σηκώνω ψηλά, ανυψώνω, εγείρω (α. «ἀσπίδ ἀμφὶ βραχίονι κουφίζων», Ευρ. β. «ἥ τε τοῡ πτεροῡ φύσις, ᾧ ψυχή κουφίζεται», Πλάτ.) 2. παρέχω ανακούφιση, ξελαφρώνω, ελαφρύνω,… … Dictionary of Greek