Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὤθησα

См. также в других словарях:

  • ὤθησα — ὀθέω aor ind act 1st sg ὠθέω thrust aor ind act 1st sg ὠθέω thrust aor ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωθώ — ώθησα, ωθήθηκα, ωθημένος 1. σπρώχνω, σκουντώ: Ωθήστε την πόρτα. 2. επισπεύδω κάτι: Να ωθήσεις την υπόθεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὠθήσας — ὠθήσᾱς , ὠθέω thrust aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠθήσασα — ὠθήσᾱσα , ὠθέω thrust aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωθώ — ωθώ, ώθησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»