-
1 κάματος
κάματος, ὁ (καμεῖν), 1) Mühe, Drangsal, Anstrengung; ἄτερ καμάτοιο τέλεσσαν Od. 7, 325; πολυάϊξ, vom Kriege, Il. 5, 810; die auf Anstrengung folgende Erschöpfung, Entkräftung, wie sie sich in den Gliedern, bes. den Knieen äußert, ὁππότε κέν μιν γυῖα λάβῃ κάματος Il. 4, 230, γούναϑ' ἵκοιτο 13, 711; κάματος δ' ὑπὸ γούνατ' ἐδάμνα 21, 52; καμάτῳ φίλα γυῖα λέλυντο 13, 85; αἴϑρῳ καὶ καμάτῳ δεδμημένον Od. 14, 318; ὕπνῳ καὶ καμάτῳ ἀρημένος 6, 2; ὁμοῦ καμάτῳ τε καὶ ἄλγεσι ϑυμὸν ἔδοντες 9, 75. – Pind. ὄλβος ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12, 28, ohne Anstrengung; παῦροι ἐν πόνῳ πιστοὶ βροτῶν καμάτου μεταλαμβάνειν N. 10, 79; δυςπενϑής P. 12, 10; νώδυνος N. 8, 50; οὐδέποτ' ἐκ καμάτων ἀποπαύσομαι Soph. El. 128, vgl. O. R. 174 O. C. 1234, überall im Chor; εἰς γῆν γόνυ καμάτῳ καϑεῖσαν Eur. I. T. 333; sp. D. Auch in sp. Prosa, πολλοὺς καμάτους ὑπομείνας καὶ τραύματα Luc. Macrob. 22; καμάτοις καὶ φροντίσι τετρυχωμένος Hdn. 1, 3, 1; Krankheit, Poll. 3, 104, neben ἀῤῥωστία; D. Hal. 10, 53 οὔτε τῶν ἰατρῶν ἀρκούντων ἔτι βοηϑεῖν τοῖς καμάτοις. – 2) das mühsam Erarbeitete, das mit Anstrengung Erworbene; ἄλλοι δ' ἡμέτερον κάματον νήποινον ἔδουσιν Od. 14, 417; Hes. Th. 599; das Werk, βόμβυκας ἔχων, τόρνου κάματον Aesch. frg. 51; σάνδαλα, ἐρατὸν σκυτοτόμων κάματον Ant. Sid. 21 (VI, 206), vgl. 52 (IX, 58).
-
2 καματος
(κᾰ) ὅ1) тяжелый труд, тж. напряжение, усилие(ἐπιπόνου ζῴου Arst.)
ἄτερ καμάτοιο Hom. — без труда, легко2) усталость, утомленность3) мука, мучение, страдание4) плод тяжелого трудаἡμέτερος κ. Hom. — нажитое нашими трудами достояние
5) изделие(τόρνου Aesch.; σκυτοτόμων Anth.)
-
3 κάματος
κάματοςtoil: masc nom sg -
4 κάματος
κᾰμᾰτος (-ου, -ῳ, -ον, -ων.)1 effort, trouble esp. in attaining an object.εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι O. 6.103
καμάτων δ' ἐπίλασιν παράσχοι P. 1.46
πολεμίων καμάτων ἐξ ἀμαχάνων P. 2.19
ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων P. 3.96
ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ P. 5.47
θρῆνον ἄιε λειβόμενον δυσπενθέι σὺν καμάτῳ P. 12.10
εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12.28
( Ἡρακλέα)ἡσυχίαν καμάτων μεγάλων ποινὰν λαχόντ' ἐξαίρετον N. 1.70
ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν N. 8.50
“ παῦροι δ' ἐν πόνῳ πιστοὶ βροτῶν καμάτου μεταλαμβάνειν” N. 10.79Κλεάνδρῳ τις ἁλικίᾳ τε λύτρον εὔδοξον, ὦ νέοι, καμάτων ἀνεγειρέτω κῶμον I. 8.1
ζώει κάματον προφυγὼν ἀνιαρόν Παρθ. 1. 19. -
5 κάματος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κάματος
-
6 κάματος
κάματος, ὁ, (1) Mühe, Drangsal, Anstrengung; πολυάϊξ, vom Kriege; die auf Anstrengung folgende Erschöpfung, Entkräftung, wie sie sich in den Gliedern, bes. den Knieen äußert; ὄλβος ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται, ohne Anstrengung; Krankheit. (2) das mühsam Erarbeitete, das mit Anstrengung Erworbene; das Werk -
7 κάματος
ο1) усталость, утомление (после тяжёлой работы); 2) пахота -
8 κάματος
A toil, trouble,ἄτερ καμάτοιο Od.7.325
;ἄνευ καμάτου Pi.P.12.28
;κ. ἵππων A.Fr.192.6
(anap.); , cf. 130 (both lyr.); of the pangs of childbirth, Id.OT 174 (lyr.);εὐκάματος E.Ba.67
(lyr.): pl.,καμάτων ἅλις AP9.359
(Posidipp. or Pl.Com.): rare in early Prose,κ. ἐστι τοῖς αὐτοῖς μοχθεῖν Heraclit.84
, cf. 111; of the pains of disease, Hp. de Arte 3 (pl.);κ. ὁ πολύς Luc.Herm.71
; freq. later, Arist.Mu. 397b23, OGI 717.8 (pl., iii A.D.), POxy.913.15 (pl., V A. D.).2 the effect of toil, weariness, ὁππότε κέν μιν γυῖα λάβῃ κ. Il.4.230, cf. 13.85, 711, etc.;κ. πολυάϊξ γυῖα δέδυκεν 5.811
;αἴθρῳ καὶ κ. δεδμημένον Od.14.318
;ὕπνῳ καὶ κ. ἀρημένος 6.2
;κ. τε καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἔδοντες 9.75
, cf. Sapph. Supp.19.4, etc.: in Prose, Aen.Tact.26.8, Parth.1.1, Jul.Or.2.87b.II the product of toil, ἡμέτερος κ., viz. the pigs we have reared, Od.14.417;ἀλλότριον κ. σφετέρην ἐς γαστέρ' ἀμῶνται Hes. Th. 599
, cf. Thgn.925; τόρνου κ. a thing wrought by the lathe, A. Fr.57.3 (anap.), cf. AP6.206 (Antip. Sid.); κ. μελίσσης, of honey, Nic.Al.71 (pl.), cf. 144.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάματος
-
9 εὐ-κάματος
-
10 πολυ-κάματος
πολυ-κάματος, von vieler Arbeit, Suid.
-
11 φιλο-κάματος
φιλο-κάματος, = φιλόπονος, zw.
-
12 ἀ-κάματος
ἀ-κάματος, ον, dasselbe, Hom. zehnmal, Iliad. 15, 598 ἵνα νηυσὶ κορωνίσι ϑεσπιδαὲς πῦρ ἐμβάλοι ἀκάματον, als Versende ἀκάματον πῠρ Iliad. 5, 4. 15, 731. 16, 122. 18, 225. 21, 13. 341. 23, 52 Od. 20, 123. 21, 181; so Theocr. 11, 51; Aesch. σϑένος ἀνδρῶν Pers. 869; Soph. ϑεῶν μῆνες Ant. 603; adverbial ἀκάματα προςμένειν El. 160; Ar. ὄμμα αἰϑέρος ἀκ. σελαγεῖται Nub. 286; γνάϑος Nicol. com. Stob. floril. 14, 7 (v. 29); sp. D.; auch Plut. Thes. 6. Das erste α ist durch den ep. Gebrauch lang geworden; fem. ἀκαμάτη, χεῖρες Hes. Th. 747; γῆ, die unermüdlich Frucht trägt, Soph. Ant. 340; φωνή Sapph. 1 (VI, 269); ἐλάται Ap. Rh. 2. 661.
-
13 καμάτοιο
κάματοςtoil: masc gen sg (epic) -
14 καμάτοις
κάματοςtoil: masc dat pl -
15 καμάτοισι
κάματοςtoil: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
16 καμάτοισιν
κάματοςtoil: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
17 καμάτου
κάματοςtoil: masc gen sg -
18 καμάτους
κάματοςtoil: masc acc pl -
19 καμάτων
κάματοςtoil: masc gen plκαματάωimperf ind act 3rd pl (homeric ionic)καματάωimperf ind act 1st sg (homeric ionic) -
20 καμάτως
κάματοςtoil: masc acc pl (doric)
См. также в других словарях:
κάματος — toil masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάματος — ο (AM κάματος) 1. επίπονη εργασία, μόχθος, κόπος («ἄτερ καμάτοιο τέλεσσαν», Ομ. Οδ.) 2. κατάπτωση τών σωματικών δυνάμεων από βαριά ή υπερβολική εργασία, κόπωση, κούραση, εξάντληση («αἴθρῳ και καμάτῳ δεδμημένον», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. το όργωμα τών… … Dictionary of Greek
κάματος — ο κόπωση, κούραση: Έπεσε κάτω από τον κάματο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καμάτοιο — κάματος toil masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμάτοις — κάματος toil masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμάτοισι — κάματος toil masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμάτοισιν — κάματος toil masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμάτου — κάματος toil masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμάτους — κάματος toil masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμάτων — κάματος toil masc gen pl καματάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) καματάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμάτως — κάματος toil masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)