-
1 ευκάματος
-
2 εὐκάματος
-
3 ευκαματος
-
4 εὐκάματος
2 εὐ. στέφανοι crowns won by noble toils, APl.4.335.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐκάματος
-
5 εὐκάματος
εὐ-κάματος κάματος, gute leichte Arbeit; ἔργα, gute Taten; στέφανοι, durch gute Anstrengung erworben -
6 ευκάματον
εὐκάματοςof easy labour: masc /fem acc sgεὐκάματοςof easy labour: neut nom /voc /acc sg -
7 εὐκάματον
εὐκάματοςof easy labour: masc /fem acc sgεὐκάματοςof easy labour: neut nom /voc /acc sg -
8 ευκαμάτοιο
-
9 εὐκαμάτοιο
-
10 ευκαμάτοις
-
11 εὐκαμάτοις
-
12 ευκαμάτοισι
-
13 εὐκαμάτοισι
-
14 ευκαμάτοισιν
-
15 εὐκαμάτοισιν
-
16 ευκαμάτου
-
17 εὐκαμάτου
-
18 ευκαμάτους
-
19 εὐκαμάτους
-
20 ευκαμάτω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ευκάματος — εὐκάματος, ον (ΑΜ) αρχ. μσν. 1. ο κατασκευασμένος με κόπο 2. φιλόπονος, εργατικός, δραστήριος αρχ. 1. αυτός που απαιτεί λίγο κόπο, ο εύκολος 2. αυτός που υπομένει τους κόπους εύκολα 3. φρ. «εὐκάματοι στέφανοι» οι στέφανοι που κερδίζονται με… … Dictionary of Greek
εὐκάματος — of easy labour masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκάματον — εὐκάματος of easy labour masc/fem acc sg εὐκάματος of easy labour neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαμάτοιο — εὐκάματος of easy labour masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαμάτοις — εὐκάματος of easy labour masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαμάτοισι — εὐκάματος of easy labour masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαμάτοισιν — εὐκάματος of easy labour masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαμάτου — εὐκάματος of easy labour masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαμάτους — εὐκάματος of easy labour masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαμάτων — εὐκάματος of easy labour masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαμάτῳ — εὐκάματος of easy labour masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)