Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἡδονάς

См. также в других словарях:

  • ἡδονᾶς — ἡδονά enjoyment fem gen sg (doric aeolic) ἡδονή enjoyment fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδονάς — ἡδονά̱ς , ἡδονά enjoyment fem acc pl ἡδονά̱ς , ἡδονή enjoyment fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • SIRENES — monstra marina, poetarum fabulis celebratissima. Has finxerunt antiqui Acheloi fluminis, ac Terpsichores fuisse filias. NIcander autem l. 3. Mutationum, Melpomenen Sirenum matrem fuisse scribit, alii Steropen, alli Calliopen. Haeigitur siculum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αλεκτρυώδης — ἀλεκτρυώδης και ἀλεκτρυονώδης, ες (Α) [ἀλεκτρυών] ερωτιάρης σαν κόκορας «πρὸς ἡδονὰς ἀλεκτρυώδης» …   Dictionary of Greek

  • επικλίνω — ἐπικλίνω (AM) μσν. επιδοκιμάζω, συγκατανεύω αρχ. 1. προσδίδω επικλινή θέση 2. κατευθύνω σε κάτι 2. ενεργώ ώστε κάτι να πάρει μια ορισμένη κατεύθυνση 3. στηρίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο, ακουμπώ 4. (για πόρτα) κλείνω 5. βρίσκομαι σε επικλινή θέση,… …   Dictionary of Greek

  • επιπόλαιος — η, ο (AM ἐπιπόλαιος, ον θηλ. και ἐπιπολαία) 1. μτφ. αβέβαιος, ασαφής, επιφανειακός, μη εμβριθής, ελαφρόμυαλος, απερίσκεπτος (α. «τῆς ἐπιπολαίου παιδείας τυχών», Ισοκρ. β. «επιπόλαιες αγάπες») 2. ο επιφανειακός, αυτός που δεν προχωρεί βαθιά… …   Dictionary of Greek

  • ευδιάγωγος — εὐδιάγωγος, ον (ΑΜ) εύθυμος, ευχάριστος («ὅπως ἀναπαύλας εὐδιαγώγους καὶ ἡδονὰς ἑαυτῷ πορίζῃ», Φιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δι αγωγή (< δι άγω)] …   Dictionary of Greek

  • ευλαβής — ές (ΑΜ εὐλαβής, ές) πλήρης σεβασμού προς τα θεία, ευσεβής, θεοσεβής («ἄνθρωπος δίκαιος καὶ εὐλαβής», ΚΔ) μσν. αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐλαβές α) ευλάβεια, αφοσίωση («τὸ εὐλαβὲς τῆς περὶ τὸν θεῑον φόβον διαθέσεως», Ευσ.) β) ο φόβος, το δέος… …   Dictionary of Greek

  • ηδονή — Το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλεί μια απόλαυση ή μια ευχάριστη είδηση, μια ανάμνηση ή μια τέρψη. Στην ψυχολογία, η. είναι το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλείται στη συνείδησή μας από την εκπλήρωση φυσικών ή ψυχικών αναγκών του οργανισμού μας …   Dictionary of Greek

  • κακοτεχνία — η (AM κακοτεχνία) [κακότεχνος] νεοελλ. μσν. κακή εκτέλεση, άτεχνη εργασία, ατεχνία μσν. αρχ. κακό τέχνασμα, μηχανορραφία, δόλος αρχ. 1. (για ρήτορες) κακή τέχνη, διαφθορά, κατάπτωση τής τέχνης («ἡδονὰς καὶ κακοτεχνίας εἰσάγων», Στράβ.) 2. πληθ.… …   Dictionary of Greek

  • καρτερώ — (I) και ποιητ. τ. ακαρτερώ, άω και έω (AM καρτερῶ, έω) [καρτερός] 1. περιμένω, αναμένω (α. «σέ καρτερούσα όλο το απόγευμα» β. «οὐ καρτερῶ μέχρι θαλάμων ἐλθεῑν», Σέξτ. Εμπ.) 2. υπομένω με γενναιότητα, υποφέρω με υπομονή (α. «Κι ακαρτέρει κι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»